Η Σοφία Δευτερίγου είναι μια νεοεμφανιζόμενη ποιήτρια, που με την πρώτη της συλλογή, Εκ βακχείας μονογένεση, αφυπνίζει τις καρδιές και τον νου απανταχού του Ελληνισμού και όλων όσων αισθάνονται Έλληνες.
Παρά το νεαρό της ηλικίας της, εμπνέεται από το αρχαίο αθάνατο ελληνικό πνεύμα, υμνώντας τις αξίες και το κάλλος που το διέπουν, κάτι που ελάχιστοι της γενιάς της μπορούν να υπερηφανεύονται ότι το έχουν επιτυχημένα κατορθώσει.
Η ποίησή της όλη, έχει κλειδώσει στο είναι της, την Ελλάδα και τις ομορφιές της. Περικλείει όλα τα αρώματα ενός ολάνθιστου κήπου με εξέχουσες ευωδιές το μύρο και το κυκλάμινο, προσκαλώντας Βάκχες και Νύμφες των αλλοτινών καιρών, να χορέψουν στα λιβάδια μιας εξέχουσας γιορτής.
Άνετα θα μπορούσα να την φανταστώ πρωθιέρεια σε κάποιο ναό, να επικαλείται τον Ολύμπιο Δία, όπως ήδη κάνει στο παρακάτω απόσπασμα:
Πολυτίμητε Πατέρα,
λάμψε στην δόξα της αιώνιας Γης σου
και Γης όλων των Ουράνιων Ελλήνων.
(Επίκληση Διός)
«Βλέπω» τον χιτώνα και τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν από μυρωμένους αέρηδες, καθώς στέκει στην κορυφή του βράχου ατενίζοντας την πλάση για ν' αποτυπώσει μοναδικές στιγμές. Κλείνω τα μάτια και την «ακούω» ν' απαγγέλλει:
Σε τούτον εδώ τον βράχο συνέλαβα το μέγεθος της κορυφής.
Τη χώριζε λίγο από το χώμα κι έφτανα να βρέξω τα γόνατά μου.
Κι είχα τη θέληση να την κάνω ψηλότερη
και να της δώσω κομμάτι τ’ ουρανού ανεκμετάλλευτο,
για να χωρά στα μάτια μου να την κοιτάζω όπου Γης.
(Κι είπε ο ποιητής)
Η μαγεία του λόγου της κρύβεται στις λέξεις, τις υπέρμετρα λυρικές, ξεχειλίζει από συναίσθημα και άκρατο ερωτισμό, πάλλεται φορτισμένη, ψιθυρίζοντας στην αγαπημένη μορφή:
Το πρόσωπό σου για τις αισθήσεις μου καταρράκτες.
Το νερό σπάει τη συμφωνία του με τη θάλασσα.
Αρμενίζει το αστέρι μας σε πέλαγα.
(Σε συνάντηση)
Για να τρανωθεί ακόμα περισσότερο:
Ντύνω τον ήλιο από το φιλί σου
στιλπνό μετάξι στα βλέφαρα.
Παιχνιδίζει ο ίσκιος μαζί του
ώρα πολλή που τον κοιτάζω
και συλλογούμαι εσένα.
(Το γυμνό μάτι το αιώνιο οργώνει)
Όπως φαίνεται, αγαπά καθετί ωραίο και αρμονικό, πρωτίστως δε τον ήλιο, που σκορπά το προαιώνιο φως του στην οικουμένη, σε θάλασσες και πεδιάδες, όλα όσα αγκαλιάζει με το βλέμμα και την ταξιδεύουν, αυτή είναι η αλήθεια της, η ουσία τού πυρήνα της. Η φαντασία της σαν Μούσα την οδηγεί σε πανάρχαιους θρύλους γυναικών, της θεάς Αφροδίτης, της Έχιδνας, της Αλκυονίδας, της Νεφέλης… Και η ίδια δεν χρειάζεται πλέον την επιθυμία, γίνεται εκείνη ο πόθος, αφού με τα μάτια, την καρδιά και το σώμα μπορεί να μεταφέρεται στα θαυμαστά της Ιστορίας και να παρατηρεί δια ζώσης τα γεγονότα.
Δεν χρειάζομαι άλλο την επιθυμία.
Τρέχω με την ιδέα ως αρχή μου σε όλα.
Αυτό είναι το πέταγμα του ανθρώπου!
Σε γαλάζιο, ουρανού, γης και σένα.
Τι καλά που κοιτάζω!
(Παρατηρητής)
Ο υπερρεαλισμός είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής της. Γράφει αντλώντας από το υποσυνείδητο, χρησιμοποιώντας το ως εκφραστικό της μέσο. Κι ο Ελύτης πρωτοπόρος στο είδος αυτό, φαίνεται να την εμπνέει, γι' αυτό και τον αναφέρει:
Δεν υπάρχει άλλος ήχος πιο πέρα από τη σιωπή που σου δίνω,
μονάχα η ανάσα του σπλάχνου της Αφροδίτης
που κοιμάται στο πλάι, θα τη σβήνει πότε πότε.
Κι άκουσέ με που θέλω να σου μιλήσω για το νησί,
«απαράλλαχτο Εσύ» του Ελύτη.
(Επαφή)
Και αφήνουμε τα ποιητικά έργα (μιας εκ των τριών ενοτήτων της συλλογής), για να προχωρήσουμε στα κείμενα με ποιητική σύνθεση, τη δεύτερη ενότητα του έργου της. Οι στίχοι εδώ είναι σε πιο απλή φόρμα, περισσότερο αφηγηματική, με κείνη να λύνεται αυθόρμητα σαν ένα λουλούδι που αφήνεται στον ήλιο καταπώς περιγράφει, ενώ παραδέχεται την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της.
Μιλά με ένταση που συνεπαίρνει για αγαπημένα πρόσωπα, που μοιράστηκαν μαζί της αλήθειες με την ίδια συντονισμένη ανάσα, για πρόσωπα που της λείπουν, για πόλεις που φιλοξενούν τον φανταστικό της κόσμο και τέλος αφήνεται απαλά στο λίκνο της Αγάπης.
Κι όσο άφηνες να μου μιλάς από μόνη της η ανάσα μου
συντονιζόταν με τη δική σου.
Κι όποτε έπαυες για λίγο, την κρατούσα, για να νιώθω τέλεια και τη σιωπή σου.
(Παιδί αν είναι…)
Η φωνή της ραγίζει ανεπαίσθητα ανακαλώντας στη μνήμη καιρούς μεγάλης προσμονής, ελπίδας και έρωτα που διαλύθηκαν στον χρόνο και την γέμισαν θλίψη και αβεβαιότητα, χωρίς να απουσιάζει ο στοχασμός.
Απ' όταν έφυγες, έχασαν τα μάτια μου την επαφή τους με το σώμα,
απέμειναν συνοφρυωμένα να κοιτούν τον κόσμο που έρεψε.
Απ' όταν έφυγες, έπαψε η ψυχή μου
να χωρά στο δοχείο της πραγματικής φύσης.
Τότε ήρθε και το τέλος της βεβαιότητας.
(Έναν καιρό, στη μια φορά)
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στον καταλυτικό ρόλο και τη δύναμη της γυναικείας φύσης, που συνάντησα σε αρκετά ποιήματά της. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο τέλος της ενότητας αυτής, είναι ο ποιητικός διάλογος Ασπασία, με το Σωκράτη να εξηγεί στον Καλλία, τα χαρίσματα της ξακουστής αυτής γυναίκας και γιατί ο γιος του πρέπει να μαθητεύσει πλάι της. Θα έλεγα πως την κοσμεί με τόσες χάρες, σαν να αποτελεί την απαρχή της Σοφίας και του κόσμου όλου, σαν να είναι η μητέρα φύση που πρέπει άπαντες να μαθητεύσουμε κοντά της.
Αισθάνομαι ότι εδώ κρύβεται το βαθύτερο νόημα του τίτλου της συλλογής. Όλα λοιπόν πηγάζουν από τη Μητέρα Φύση, την γεννήτορα των πάντων και του Έρωτα, που θα έπρεπε να γιορτάζεται και να υμνείται η ομορφιά του σαν τη μόνη θρησκεία και θεότητα.
Κλείνω, με την τρίτη ενότητα που περιλαμβάνει συμπεράσματα κι αποφθεγματικές φράσεις, μικρά αποστάγματα ευφυΐας της ποιήτριας. Ξεχώρισα μερικά που με εντυπωσίασαν:
Ο Παράδεισος με περίμενε προτού σε γνωρίσω. Μετά ζήσαμε καλύτερα.
Επικίνδυνη παρέα ο εαυτός σου όταν δεν το ξέρει κανείς άλλος.
Δεν πας σχεδόν ποτέ ελεύθερος στα θέλω σου, σ' έχουν δεσμεύσει από πριν αυτά.
Ένα «κακό» ταξίδι δε με φοβίζει περισσότερο από μία ευτυχισμένη στιγμή που δε θα σε θυμάμαι.
Σπουδαία νοήματα, εξαίσια διατυπωμένα, τροφή για σκέψη, σαν μια ατελείωτη λιακάδα στον γαλανό αττικό ουρανό…
Επιλέμεια άρθρου: Τζένη Κουκίδου
Η ποιητική συλλογή της Σοφίας Δευτερίγου, Εκ βακχείας μονογένεση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.