Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
— Τι συμβαίνει αγάπη μου; Σε βλέπω κάπως… Είναι κάτι που θέλεις να μου πεις και διστάζεις;
— Μμμ μμμ…
— Κατάλαβα, δεν πρόκειται περί δισταγμού αλλά για κάτι σοβαρότερο. Που σημαίνει σκούρα τα πράγματα. Ή κάνω λάθος, ε;
— Όχι δεν κάνεις. Έπεσες διάνα.
— Ακούω λοιπόν.
— Να χωρίσουμε, τι; Τα ιμάτιά μας, το φαγητό μας, τι; Να «μοιράσουμε» δεν θα έπρεπε να πεις καλύτερα; Πιο σωστά ελληνικά όσο να 'ναι. Μα επειδή γνωρίζεις άριστα τη γλώσσα θα εννοείς ακριβώς αυτό που σημαίνει η λέξη. Να χωρίσουμε οι δυο μας από τραπέζης και κλίνης. Ωραία. Πειράζει να ρωτήσω το γιατί;
— Δεν πειράζει. Έχεις το δικαίωμα να ρωτάς κι εγώ θα σου απαντήσω με πλήρη ειλικρίνεια. Δεν σ' αγαπάω πια. Σ' αγαπώ σαν φίλη, σε θαυμάζω ως επιστήμονα, υποκλίνομαι στη μητέρα των παιδιών μου αλλά δεν σ' αγαπώ πια με έρωτα, πόσο πιο καθαρά να σου τα πω; Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση, σε παρακαλώ.
— Κατάλαβα. Εκείνο όμως που δεν κατάλαβα είναι το πότε συνέβη αυτό. Θα ήταν πολύ αγενές να ρωτήσω αν αγαπάς άλλη;
— Μμμ…
— Τα ευκόλως εννοούμενα ε; Και το βρίσκεις αυτό τόσο εύκολο Θωμά; (Κοίτα τώρα συνταίριασμα ονόματος και καταστάσεων. Τι σου είναι και οι συμπτώσεις!) Τόσα πολλά χρόνια μαζί και από τώρα και στο εξής δυο ξένοι…
— Μα δεν είναι απαραίτητο.
— Τι δεν είναι απαραίτητο δηλαδή; Εσύ θα αγαπάς μιαν άλλη κυρία και εμείς οι δυο δεν θα παραμείνουμε ξένοι; Και μη μου πεις «φίλοι» γιατί κάτι τέτοιο ούτε που να το διανοηθείς, όσο να 'ναι δεν μπορούν να γίνουν φίλοι άνθρωποι που μοιράστηκαν ιδιαίτερα πράγματα μεταξύ τους. Ξένοι λοιπόν οι δυο μας, μετά τόσων χρόνων συνύπαρξης και κολλητοί εσύ και η κυρία που γνώρισες μόλις χθες. Έχει λογική το θέμα, Θωμά; Προσωπικά ελπίζω να είναι κάτι περαστικό αυτό που ίσως τώρα νομίζεις για έρωτα. Κάποια ορμονική ανακατωσούρα ή στιγμή πανικού στο κοίταγμά σου στο καλαντάρι τής κάπως προχωρημένης ηλικίας σου.
— Κατερίνα, σοβαρέψου σε παρακαλώ. Θα πάρω επί του παρόντος δυο τρία απαραίτητα ρούχα. Άλλα αντικείμενα δεν θα πάρω.
— Σαν τι άλλα αντικείμενα εννοείς; Το παλιό μας πλυντήριο, που έλκει την απόκτησή του από μια ομορφιά παρόμοιας ιστορίας αν θυμάσαι καλά; Το πλυντήριο πιάτων μας, άχρηστο εδώ και αιώνες, ή την αρχαία κουζίνα μας; Τόση γενναιοδωρία πια καταντά συγκινητική. Αχ βρε Θωμά, βρε Θωμά! (είδες συνηθίζω σιγά σιγά. Δεν λέω πια Θωμά μου!) Ενώ εσύ θα πάρεις τώρα ολοκαίνουργα τα πάντα. Το κατάστημα ανακαινίζεται εκ βάθρων. Δεν κάνουμε το αντίθετο; Να πάρω εγώ τα καινούργια; Αλλά τι ρωτά ο δόλιος ο ποιητής; Εσύ είσαι που θέλεις τα πάντα χωρίς προϊστορία. Τι να την κάνεις π.χ. την παλιά κουζίνα που θα σου θυμίζει τα ρεζίλεμά σου στους φίλους σου τότε που θέλησες να τους φιλέψεις με μία καρμπονάρα, που θα έφτιαχνες μόνος σου, και λίγο ακόμη να καεί και το σπίτι μου μαζί της; Τι να το κάνεις το παλιό μας τα σίδερο, που θα σου θυμίζει την απελπισία σου τότε που έκαψες το αγαπημένο σου πουκάμισο, που επέμενες να το σιδερώσεις μόνος σου κερδίζοντας χρόνο γιατί εγώ δήθεν αργούσα; Και last but not least, τι να με κάνεις εμένα τώρα πια που τα παιδιά μας είναι σε ηλικία παντρειάς ενώ η φύση επιτάσσει απόσυρσή μου ως προς αυτόν τον τομέα τουλάχιστον; Καλώς Θωμά. Καλή η μικρά;
— Η ποια; Δεν υπάρχει άλλη Κατερίνα.
— Μωρέ λέγε μου, ποια είναι να την συγχαρώ! Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι με ροπή προς την αρχαιολογία.
— Καλά γίνε όσο κακιά θέλεις. Εγώ, εκείνο που σου ζητάω είναι να μην είσαι παρούσα την ώρα που θα κουβαλώ τα πράγματά μου. Τα τρέμω τα δράματα.
— Δε θα υπάρξουν δράματα, πρώην καλέ μου. Τα δάκρυα είναι για κάτι που χάνεις και αξίζει να κλαις για το χαμένο σου όνειρο. Τώρα γιατί να κλάψω για σένα; Δεν μ' αγαπάς, όπως πολύ ωμά και ανερυθρίαστα μου ομολόγησες, για να δείξεις στην άλλη το μέγεθος της τρέλας που σου πήρε τα μυαλά. Τα έσβησες όλα με μιας. Ή μήπως δεν τα λέω καλά και εσύ το σχεδίαζες ερήμην μου εδώ και καιρό; Απλά η στιγμή ήταν που σε βόλεψε καλύτερα. Δεν είν' έτσι; Πάρε λοιπόν τι θέλεις να πάρεις και ξεκουμπίσου να μη σε βλέπω. Κι αν δάκρυ δεις στα μάτια μου, επαναλαμβάνω δεν θα είναι για σένα που φεύγεις αλλά γιατί γελάστηκα και μοίρασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου μαζί σου, ενώ δεν το άξιζες. Τι να κάνουμε όμως; Άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε όπως λέει και το ασμάτιο. Έκανα κι εγώ ένα, το μεγαλύτερο της ζωής μου. Όσο να 'ναι πονάμε για τα λάθη μας, να μην κλάψουμε γι' αυτά; Στο καλό (;) να πας. Φεύγε τώρα.
Τοκ Τοκ τοκ
— Συγγνώμη.
— Ποιος είστε κύριε; Ζητάτε κάποιον;
Τον Θωμά; Ποιον Θωμά;
Α, εκείνον…
Μα πώς και δεν το ξέρετε. Αυτός πέθανε λίαν προσφάτως.
Ζωή σ' ελόγου μας.
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2021
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων «Άρωμα μπλαζέ», εκδόσεις Πνοές λόγου και τέχνης
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Alexander Nisbet (Shelf Life)