Γιώργου Καριώτη
«Μα… αφού με σκότωσε». Ήταν η διστακτική απάντηση της φανερά καταβεβλημένης μάρτυρος κατηγορίας στην ερώτηση του εισαγγελέα αν κατά την άποψή της ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Τσιμπήθηκα. «Είμαι ξύπνιος;», αναρωτήθηκα.
Ήμουνα και μάλιστα μέσα σε μία κατάμεστη αίθουσα της Θέμιδας, συνήγορος του κατηγορούμενου. Η νεκρή, κατά τα λεγόμενά της αλλά και κατά τα φαινόμενα, μάρτυρας κατηγορίας και θύμα ολοκλήρωνε με την απάντηση αυτή την πολύωρη κατάθεσή της. Τα φαινόμενα, ή καλύτερα τεκμήρια, της ογκώδους δικογραφίας περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την πολυσέλιδη πιπεράτη ιατροδικαστική έκθεση, μερικές αποτρόπαιες φωτογραφίες που είχε αναρτήσει ο πελάτης μου στο διαδίκτυο, τη ληξιαρχική πράξη θανάτου... και στην περίπτωσή μας δεν απατούσαν.
Το ότι ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία νεκρή θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει τόσο την κόπωση όσο και το σφίξιμό της κατά τις απαντήσεις στον καταιγισμό των ερωτήσεων. Βέβαια άλλα μου έλεγε πρωτύτερα για να με πείσει να αναλάβω την υπόθεση για ψίχουλα ο μπατίρης πλέον, πλην γαμήκουλας, πελάτης μου. Οι μανάδες μας ήτανε μπατζανάκαινες με την ευρεία έννοια. Με τύλιξε εκόντα άκοντα, που λένε. Ότι δεν την είχε σκοτώσει δηλαδή. Την είχε προσκαλέσει να δειπνήσουν σε πολυτελές εστιατόριο προσβλέποντας σε μία ρομαντική βραδιά υπό το φως των κεριών και τη λάμψη της ομορφιάς της. «Ίσως και σε κάτι παραπάνω», μου είχε πει κοκκινίζοντας ο αθεόφοβος. Μετά την τρίτη Dom Perignon Vintage την έπιασε νυμφομανικό ντελίριο και στο τέλος γρατζουνίστηκε σε διάφορα σημεία του σώματός της με το μαχαίρι του τυριού, White Stilton Gold παρακαλώ. Κάτι αμυχές και εκδορές, που μετά τις έκανε θέμα χωρίς λόγο.
Μου κλάφτηκε κιόλας γιατί είχε αναγκαστεί να πάρει τηλεφωνικό-τοκογλυφικό δάνειο για να πληρώσει τον λογαριασμό και αν θα μπορούσα να βοηθήσω οικονομικά μέχρι να διευθετηθεί η υπόθεση και τσεπώσει –αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε– την αποζημίωση για ηθική βλάβη. Ποιος δουλεύει ποιον σα να λέμε ή πιάσε τ' αβγό και κούρευτο.
Η κατάσταση ωστόσο ήταν πιο σοβαρή ή τουλάχιστον πιο επισφαλής για τη φήμη και την τσέπη μου πλέον ως ανεπιτυχώς, επί δεκαετίες, ανερχόμενου ποινικολόγου. Αυτό κατάλαβα από τα βλέμματα που αντάλλαξαν τα μέλη του τριμελούς εφετείου τόσο μεταξύ τους όσο και με τον εισαγγελέα που είχε μείνει άφωνος και τη γραμματέα που δεν ήξερε τι να γράψει. Δεν είχε προνοήσει να έχει και την «Βίβλο των νεκρών» μαζί της.
«Έχετε καμία ερώτηση κύριε συνήγορε;», με ρώτησε, προς επίρρωση των ανησυχιών μου, η πρόεδρος με το πολύ γνωστό σ' εμένα, θριαμβευτικά μειλίχιο, χαμόγελό της. Δεν με πήγαινε, γαμώ τα υπουργεία δικαιοσύνης μου, από τότε που την είχα παρατήσει σύξυλη για μια εντυπωσιακή κολλητή της στη σχολή. Σφάλμα τραγικό όπως αποδείχθηκε λίγες μέρες αργότερα όταν πήγα να μου σενιάρουν τα κέρατα που μου είχε φορέσει υπό τύπον δώρου γνωριμίας η κολλητή. Αλλά τι να έκανα; Ορμόνες ήταν αυτές, όχι οι νεαρές του Τριβωνιανού. Το αποτέτοιο όμως είχε πετάξει για να χρησιμοποιήσω μια κόσμια έκφραση. Η τελευταία φορά που μου είχε χαρίσει αυτό το χαμόγελο ήταν όταν πήγα στο σπίτι της, αγνοώντας το σοφό ρητό του Μένανδρου «το δις εξαμαρτείν…», να της ζητήσω συγγνώμη για να τα ξαναφτιάξουμε και την βρήκα να σαλιαρίζει, ας το πούμε κι έτσι, με τον τότε βοηθό και μετέπειτα καθηγητή της έδρας Ποινικού Δικαίου. Αυτή έγινε πρόεδρος με τον καιρό κι εγώ, να μην πω τι. Είχε βουίξει τότε η πιάτσα για τις άριστες επιδόσεις της στην πρακτική κυρίως άσκηση. Και λοιπόν; Είδα κι εμένα που πήγαινα για πρόεδρος πρωτοδικών και κατέληξα κάτι σαν πρόεδρος του ταμείου ανεργίας ποινικολόγων.
Οι προσπάθειές μου να αποφύγω αυτή τη σύνθεση με διάφορες προφάσεις ήταν ανεπιτυχείς. Μέχρι και στα επείγοντα πήγα αλλά με διώξανε με τις κλωτσιές για παρακώλυση του έργου της δικαιοσύνης. Είχε τις άκρες της βέβαια και μου την είχε στημένη. Τώρα λοιπόν βρισκόμουνα στον λάκκο με την λέαινα. Morituri te salutant[1], που μαθαίναμε στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Ζήτησα λοιπόν απεγνωσμένα ολιγόλεπτη διακοπή προκειμένου να συμβουλευτώ τον πελάτη μου. Το δικαστήριο διέκοψε για μία ώρα προκειμένου να εξετάσει το αίτημά μου. Επέστρεψε δύο λεπτά πριν τη λήξη του ωραρίου και μου παραχώρησε κατά πλειοψηφία, μειοψήφησε η πρόεδρος όπως έμαθα αργότερα, δέκα λεπτά διακοπή για την επομένη το πρωί, μία ώρα μετά την κανονική έναρξη λόγω στάσης εργασίας των χειριστών φωτοαντιγραφικών μηχανημάτων. Βρισκόμουνα στον παράδεισο;
Όχι ακόμα!
Μετά την περάτωση της διαδικασίας και την αίσια εξέλιξη του αιτήματός μου ενημέρωσα τον πελάτη μου στο νεκροταφείο όπου είχε πάει, με θρησκευτική άδεια από τις φυλακές, για να ανάψει κερί στον τάφο της λεγάμενης. «Ούτε να σκοτώσεις δεν ξέρεις παλιοπαπάρα», του είπα έξαλλος με το θάρρος της συγγένειάς μας. «Μα τι λες τώρα ρε ποινικολόγε του κώλου; Ειδεχθές έγκλημα διέπραξα, δολοφονία εκ προμελέτης με κατά και παρά φύσιν ασέλγεια, προσβολή των ηθών και της γενετήσιας αξιοπρέπειας, παρακίνηση συνδαιτυμόνων σε ηδονοβλεψία, τέλεση ακόλαστων πράξεων κατά συρροή σε κλειστό χώρο εστίασης, άνευ μέτρων προστασίας κατά του ιού και ελαφρυντικών». Γούρλωσα τα μάτια, ήμουνα κλωνοποίηση του Αυνάν με τη βούλα δηλαδή. «Πίστεψες τις μαλακίες που σου έλεγα για να σε ψήσω να αναλάβεις την υπόθεση για την ψυχή της μάνας σου;», μου απάντησε με περισσότερο θάρρος. Τόσο αρπαγμένος, που ήρθε ο νεκροθάφτης να μας ηρεμήσει. «Ναι ιδιαιτέρως ειδεχθές! Δεν την είδες στη δίκη; Μανικιούρ, πεντικιούρ, μαλλί από κομμωτήριο, φόρεμα για πασαρέλα και τάφος-σουίτα στο Χίλτον με σάουνα και γυμναστήριο!», του ανταπάντησα εκτός εαυτού πλέον.
Πιαστήκαμε στα χέρια, έφαγε κι ο περαστικός παπάς με το θυμιατό τις φάπες του κατά λάθος. «Συγχωρέστε μας πάτερ», εκλιπαρούσαμε γονυπετείς όσο μας κατέβαζε τα καντήλια όλου του Αγίου Όρους –κατά ημερομηνία ίδρυσης κάθε μονής– κάνοντας το σταυρό του.
Η ενόχληση της μάρτυρος –του θύματος καλύτερα;– από την φασαρία, εκφρασμένη με ιδιωματισμούς αποθησαυρισμένους από εννοιολογικό λεξικό της γλώσσας δια βίου θαμώνων καταγωγίου, μας γλύτωσε από τα χειρότερα, τον εξορκισμό ή τον αφορισμό. Ο παπάς κοκκίνησε αλλά σεβάστηκε τη νεκρή και ο πελάτης μου, –θύτης καλύτερα;– μην πιστεύοντας στ' αφτιά του δραπέτευσε μέσα στο μαρμαρένιο πεντελικό δάσος των σταυρών.
Με πρωτοφανή για μένα ψυχραιμία επιτέθηκα σαν πεινασμένο αιλουροειδές.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;», της γρύλισα σε ντο δίεση ελάσσονα με την ακαταμάχητη, πλην όμως επίπλαστη, χροιά της φωνής του ελαφρά βραχνιασμένου τενόρου που χρησιμοποιούσα μόνο για να ρίξω τις γυναίκες που μου αρέσανε. Όχι συχνά με επιτυχία πρέπει να πω, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα το κόλπο σε νεκρή και σε αυτή την τονικότητα.
«Εγώ εδώ μένω από τότε που με έστειλε, αφού με πήδηξε, κατ' ευφημισμό δηλαδή, ο εντολέας σου. Αν όλες οι συνουσίες, όπως λέτε στο ακροατήριο, ήταν έτσι θα είχα γίνει καλόγρια πριν τελειώσω το σχολείο. Πάντως σκοτώνει καλύτερα απ' ότι γαμάει και δέρνει. Εσύ ομορφόπαιδο, τι κάνεις όμως εδώ με τις μούμιες;», με προκάλεσε.
«Παράξενη γκόμενα», σκέφτηκα, «έγινε και νεκρόφιλη εκτός από πτώμα;» Μου φάνηκε πάντως ότι η τονικότητα ήταν η σωστή.
«Ψάχνω να βρω την αλήθεια», είπα ψέματα για να σπάσω τον ήδη παραπαίοντα πάγο. Γέλασε, ξεκαρδίστηκε καλύτερα, «δεν έρχεσαι μέσα, κάτω δηλαδή, για να σε βοηθήσω να τη βρεις;».
Άρχισε να ξεκουμπώνει τη μακριά μεταξωτή εσθήτα της, που δεν έκρυβε και πολλά εδώ που τα λέμε, αποκαλύπτοντας χωρίς φειδώ τους υπόλοιπους θησαυρούς της. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας μου γύρισε σαγηνευτικά την ακάλυπτη πλέον πλάτη της, όχι μόνο δηλαδή αλλά όλη την πίσω μεριά μέχρι τους αστραγάλους· τις φτέρνες κάλυπταν οι ψηλοτάκουνες γόβες. Κάτι κεφάλια ξεμύτισαν από τους τάφους. Δεν έδωσε σημασία και με παρέσυρε, χωρίς τη θέλησή μου φυσικά μιας και είμαστε αντίδικοι, στον καθαρό και συγυρισμένο λαξευτό τάφο. Σουίτα στο Χίλτον στην κυριολεξία σα να λέμε. Μέχρι και σαμπάνια La Grande Dame είχε, στην αρχή τουλάχιστον με το χαβιάρι, γιατί τελείωσε γρήγορα αν και magnum. Πριν αμπαρώσει την ταφόπλακα –για τους μπανιστιρτζήδες όπως είπε με έκδηλο ναρκισσισμό– νόμισα πως κατεβαίνοντας στην κόλαση άκουσα την καμπάνα της Ανάστασης. Μετά, με το φουά γκρα και τις τρούφες περιοριστήκαμε στο κρασί, Le Corton Grand Cru σε αφθονία. Όχι παίζουμε. Ευτυχώς πλησίαζε το χειμερινό ηλιοστάσιο και η νύχτα προβλέπονταν μεγάλη.
Το επόμενο πρωί ακριβώς δέκα λεπτά μετά την, καθυστερημένη κατά μία ώρα, έναρξη του ωραρίου και σοφότερος, τόσο από τις εκμυστηρεύσεις του θύτη όσο και από την αναπαράσταση του θύματος ήμουνα, άυπνος και με χανγκόβερ, στο έδρανό μου και περίμενα μάταια. Ψυχή, ούτε καν φαντάσματα. Η υπόθεση είχε τεθεί στο αρχείο όπως μου είπε συνωμοτικά ένας περαστικός γνωστός μου κλητήρας. Παρ' όλο που απεργούσαν κι αυτοί τη δεύτερη ώρα μού έσκασε το μυστικό γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά.
Με λυπότανε, ευτυχώς, γιατί αυτός σταδιοδρόμησε σαφώς καλύτερα από μένα με μόνο εφόδιο τις άκρες ενός αρεοπαγίτη μακρινού θείου του ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όταν είχε πολλές υπερωρίες μου έδινε και χαρτζιλίκι επειδή τον άφηνα να αντιγράφει στα διαγωνίσματα τις ένδοξες μέρες του σχολείου, αριστούχος γαρ εγώ τρομάρα μου, για να πάρει το απολυτήριο.
Έτσι έλεγε τουλάχιστον. Ήθελα να 'βλεπα τα μούτρα της προέδρου, προτίμησα όμως να αγοράσω ένα κουτί ασπιρίνες και να πάω για ύπνο.
Για καλό και για κακό τσιμπήθηκα πάλι. Ήμουνα ακόμα ξύπνιος!
Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Chirila Corina (Cemetery)
[1] Morituri te salutant: Δεύτερο μέρος της λατινικής έκφρασης «Ave, Caesar, morituri te salutant» που σημαίνει «Χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν»