Μια οπωσδήποτε υπερ-ταραχώδη ζωή με πολλές δυσκολίες, όχι μόνο λόγω της Επανάστασης και της εμπλοκής του σε αυτήν, μα και εξαιτίας της ασθενικής του κόρης, για έναν πραγματικό ήρωα που δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάρει λάφυρα, που φυλακίστηκε –και αυτός– άδικα για 2 έτη, που βασανίστηκε απάνθρωπα, που εξευτελίστηκε, που τυφλώθηκε τελικά από τις κακουχίες και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην επαιτεία... Και όχι μόνο!
Ο Νικηταράς πολέμησε με όλο του το είναι και με πραγματική αυτοθυσία για μια πατρίδα ελεύθερη, όμως... Αυτό το «όμως» ήταν το σημείο-κλειδί, που αποτέλεσε την πηγή της δόμησης για αυτό το έργο, που πονάει ακόμα ως τις μέρες μας και που, τελικά, οφείλουμε να γνωρίζουμε ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη.
Σήμερα, μοιάζει αδιανόητο να έχει γραφτεί στην Ιστορία η συμβολή του Νικηταρά στην Ελληνική Επανάσταση και παράλληλα, να μη γνωρίζει κανείς πού είναι ο τάφος του, λες και πρόκειται για κανέναν αλήτη, που παρασίτησε με τη δράση του ή που έδρασε κατά της πατρίδας του.
Αυτά και άλλα πολλά θίγει ο Γιώργος Α. Χριστοδούλου με αυτό το αισθαντικό, ευαίσθητο και τόσο φορτισμένο έργο του. Ανεβάζει στην σκηνή τον Νικηταρά δίπλα στη διαταραγμένη ψυχικά κόρη του, την τρελο-Σοφιά του, προσφέροντας εν τέλει ένα σπαραχτικό δράμα φιλτραρισμένο με ανθρωπιά, πραγματικό ενδιαφέρον για τα πρόσωπα και ιστορική αξία.
Αν έχετε παρακολουθήσει τον συγγραφέα (ενδεικτικά αναφέρω την Γκιλοτίνα, το Κύριε Αττίκ... τελειώσαμε! ενώ φέτος παίζεται και το Όταν η Φόνισσα συνάντησε τη Μήδεια), θα ξέρετε ότι η πένα του χαρακτηρίζεται για το κοινωνικό σχόλιο, για την ανάδειξη των παθογενειών της κοινωνίας, για τη διδακτική του (έχει έναν δικό του, υποδόριο τρόπο, που λειτουργεί χωρίς να φαίνεται· δεν χρειάζεται να σου κουνήσει το δάχτυλο κατάμουτρα, έχει την τεχνική να σου περάσει τις διδαχές του μέσα από τις ιστορίες του), για την ευαισθησία του, για την έντονη δραματουργία, για τον στιβαρό και ξεκάθαρο λόγο (αποφεύγει τις ανοιχτές φόρμες των πολλαπλών αναγνώσεων) αλλά και για την επαναστατική του συνείδηση-φύση. Η τέχνη οφείλει να είναι επαναστατική, θα έλεγε κανείς. Προφανώς, όμως, εσείς βλέπετε τελικά να είναι σε όλες τις εκφράσεις της και από όλους τους δημιουργούς;
Ας δούμε όμως πώς έχει διαχειριστεί το κείμενο ο κύριος Χριστοδούλου. Είναι χαρακτηριστική η φράση του, που διαβάζουμε στο φυλλάδιο του προγράμματος, όπου λέει: «Προσπάθησα να μην γράψω την ιστορία αλλά να αποκαλύψω την ιστορία.». Κι αυτό ακριβώς έκανε! Μέσα από μια σκηνή καθημερινότητας, γνωρίζουμε λέξη τη λέξη και στιγμή τη στιγμή το παρελθόν, όσα διαδραματίσθηκαν και πώς έφτασαν αυτοί οι χαρακτήρες στην τωρινή τους παρακμή: εκείνος ένας τυφλός επαίτης κι εκείνη μια διαταραγμένη ψυχικά γυναίκα από την ημέρα που αντίκρισε τον πατέρα της βαμμένο κόκκινο από το δικό του αίμα. Μια ιδιωτική τους στιγμή οδηγεί σε έναν χείμαρρο αναμνήσεων μέσα από τις οποίες διαγράφεται όλη η πορεία, τα γεγονότα, οι ένδοξες στιγμές, η αυτοθυσία και –κυρίως!– η αντιμετώπιση από τον κόσμο... ως τη δραματική κατάληξη. Άραγε θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το παρελθόν; Άραγε, υπάρχει μέλλον για αυτούς τους δύο πονεμένους ανθρώπους; Και πώς; Ποιο θα είναι αυτό; Υπάρχει; Πόσο πονάει η επανάσταση; Ποιο το τίμημα; Πόσο χρεώνεται;
Όλη η ιστορία-βιογραφία μέσα από σπαρακτικές αφηγήσεις, μέσα από μνήμες που καίνε... σε μια πατρίδα που επιτρέπει τούτη την πυρά. «Τι έκανα ρε πατρίδα;!», θα αναφωνήσει ο Χρίστος Γεωργίου ως Νικηταράς, σε μια μοναδική ερμηνεία, που ισορροπεί χαρισματικά ανάμεσα στον ήρωα και τον απλό άνθρωπο, ανάμεσα στον ατρόμητο πολεμιστή και τον θνητό πατέρα, ανάμεσα στον ιδεολόγο, οραματιστή κι ατρόμητο επαναστάτη και τον εξοστρακισμένο... Κι από δίπλα, η Σάρα Τερζή ως τρελο-Σοφιά, μια ακόμα μοναδική ερμηνεία ενός πλάσματος ιδιαίτερης «υφής», αφού έχει μια ψυχοσύνθεση που παραπαίει μεταξύ λογικού και παράλογου, αλλά όχι το παράλογο που σχετίζεται με το αλλοπρόσαλλο, το ακανόνιστο, το χαοτικό, το άνευ ειρμού. Η τρελο-Σοφιά συμβολίζει το αντίθετο από εκείνο που κάνουμε πώς δεν βλέπουμε (εκείνη αυτό ακριβώς βλέπει), αυτό που κρύβουμε επιμελώς κάτω από το χαλί ή το άλλο για το οποίο δεν είμαστε υπερήφανοι, το κοινωνικό ταμπού... της αδικίας, της αγανάκτησης, της οργής που φέρνει η αδικία, της τρέλας του παραλόγου. Δεν είναι τόσο τρελή όσο βαθιά συνειδητοποιημένη, μόνο που αυτή η συνείδηση είναι αβάσταχτη με το ανθρώπινο μέτρο.
Δύο τραγικοί χαρακτήρες, που διαχειρίστηκαν πολύ σοφά και δίκαια από τον Γιώργο Χριστοδούλου, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία, με σκηνικές κι ερμηνευτικές δυσκολίες υψηλού επιπέδου (εκείνη πρέπει να «περπατήσει» στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής χωρίς να «ακουμπήσει» ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο κι εκείνος να παραμείνει Νικηταράς –αγέρωχος, μεγάλος, σπουδαίος– παρά τα πάθη, τη φτώχεια και την απώλεια της όρασής του).
Πολύ σημαντικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της παράστασης έχει και η μουσική από τον Ραφαήλ Πυλαρινό.
Στο εν κατακλείδι, σίγουρα θα σας συνεπάρει η ιστορία τους, οπωσδήποτε θα σας γεμίσει συναισθήματα και φόρτιση –ειδικά προς το τέλος–, μετά βεβαιότητας θα εμπλουτίσετε τις γνώσεις σας, θα μάθετε ιστορία και θα λάβετε μηνύματα που θα κρατήσετε για πάντα.
Μην το χάσετε!
Συντελεστές:
Κείμενο - σκηνοθεσία: Γιώργος Α. Χριστοδούλου
Μουσική: Ραφαήλ Πυλαρινός
Φωτισμοί - ήχοι: Σάββας Σουρμελίδης
Σκηνικά - κουστούμια: Μαρία Ράπτη
Βοηθός σκηνοθέτη: Σάββας Σουρμελίδης
Φωτογραφίες: Μάνος Βλαστός, Αλέξανδρος Τζανακάκης
Πρόγραμμα παράστασης: Μαρλού Ξηνταριανού
Βίντεο: Αλέξανδρος Τζανακάκης
Παίζουν: Χρίστος Γεωργίου, Σάρα Τερζή
Στην Galerie Δημιουργών, Χελιδονούς 28, Κηφισιά, 2106251732