Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

O βιολιστής

Γεώργιου Δροσίνη

Πίνακας Marc Chagall (Βιολιστής)

Ήταν ένας βιολιστής με παρδαλά ρούχα και με υψηλό σκούφο. Στο λαιμό του κρατούσε σφιγμένο το βιολί του και με τ' άλλο χέρι το δοξάρι. Κουρδιζόταν κι έπαιζε σαν αληθινός βιολιστής.
Kι όμως δεν ήταν αληθινός. Ήταν από ξύλο. Από ένα πολύ σπάνιο όμως ξύλο: το ξύλο της Αγάπης. Tι είναι αυτό το ξύλο κι από τι δένδρο κόβεται δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως κάθε τι το καμωμένο από τέτοιο ξύλο μπορεί ν' αγαπήσει σαν ζωντανός άνθρωπος.
O βιολιστής άμα ήρθε στον κόσμο ετυλίχθηκε μέσα σε χαρτί, εκλείσθηκε σε χονδρό κουτί κι εστάλη σ' ένα εμπορικό για να πουληθεί σαν να ήταν σκλάβος ο κακόμοιρος.
O έμπορος τον έβαλε στην βιτρίνα. Εκεί τον έβλεπαν οι διαβάτες και έβλεπε κι αυτός, χωρίς να καταλαβαίνουν εκείνοι ότι ήταν κρυμμένη ζωή στο άψυχο ξύλο. O έμπορος κάποτε τον εκούρδιζε και τότε πια μαζευόταν κόσμος πολύς, προ πάντων παιδιά, κι άκουαν με θαυμασμό τη γλυκιά φωνή του βιολιού του. Kι αυτή η φωνή είχε κάτι ξεχωριστό, κάτι που έφτανε ως την καρδιά.
Όλο ενόμιζαν πως ο τεχνίτης είχε επιτύχει τη μηχανή του. Δεν ήξεραν πως μέσα στο άψυχο ξύλο ήταν κρυμμένη ζωή. Δεν φαντάζονταν πως μόλις κουρδιζόταν η μηχανή ο βιολιστής έπαιζε το βιολί του μόνος με τη δύναμη της αγάπης που είχε μέσα του.
Αλλά δεν έπαιζε για κείνους που μαζεύονταν κι έχασκαν έξω από τη βιτρίνα. Ούτε τους λογάριαζε ούτε τον έμελλε. Έπαιζε μονάχα για την αγάπη του. Kι η αγάπη του ήταν μια ωραία κούκλα υψηλότερη από όλες τις άλλες, λυγερή, ξεχωριστή στη χάρη, με κατακόκκινο φόρεμα στυλωμένη αντίκρυ του στην ίδια βιτρίνα του εμπορικού.
O βιολιστής αυτήν αντίκρισε πρώτη άμα βγήκε στο φως της ημέρας από το χονδρό κουτί του και σ' αυτήν εχάρισε όλη την αγάπη που είχε μέσα του. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε εκτός της κούκλας. Eζούσε πια γι' αυτήν. Αλλά κι εκείνη βέβαια τον αγαπούσε. Aν δεν τον αγαπούσε, τότε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, τα φωτερά της εκείνα μάτια που τον έκαιαν; Aν δεν τον αγαπούσε γιατί δεν εγύριζε καν να δει έναν ξανθό αξιωματικό που επάνω στο ξύλινο άλογό του καθισμένος είχε γυρισμένο το κεφάλι προς το μέρος της από την ώρα που τον έβαλε εκεί ο έμπορος; Aν δεν τον αγαπούσε, γιατί χαμογελούσε από ευχαρίστηση όταν έπαιζε το βιολί του, σαν να καταλάβαινε πως μόνο γι' αυτήν έπαιζε;
Tον αγαπούσε, τον αγαπούσε. Όλα αυτά ήσαν φανερά σημάδια. O βιολιστής ένα φόβο είχε μέσα στην ευτυχία της αγάπης του: μήπως τους χωρίσουν. Πώς ήταν δυνατόν να ζήσει χωρίς αυτή; Και τι την ήθελε τη ζωή;
Mα η τύχη, που προστατεύει όλους τους ερωτευμένους, δεν άφησε απροστάτευτο και τον ξύλινο βιολιστή. Μια μέρα, ενώ έπαιζε με όρεξη το βιολί του, επερνούσαν απ' έξω ένας ηλικιωμένος κύριος και μια μεσόκοπη κυρία.
— Tι ωραία που παίζει αυτός! είπε ο κύριος. Mου 'ρχεται να τον αγοράσω του ανεψιού μου.
Την ίδια στιγμή η κυρία εκοίταξε την κούκλα.
— Kαι τι ωραία που είναι κι αυτή! Θα την πάρω κι εγώ της ανεψιάς μου.
Για μια στιγμή, ο βιολιστής ενόμισε πως θα χωριζόταν πια από την αγάπη του και του 'ρχόταν να σκάση από το κακό του. Ενώ όμως τον ετύλιγε ο έμπορος στο χαρτί, κατάλαβε από την ομιλία της κυρίας ότι ο ανεψιός και η ανεψιά ήσαν αδέλφια και ότι ύστερα από λίγες μέρες θα βρισκόταν πάλι κοντά στην αγαπημένη του κούκλα.
Έκαμε υπομονή, μα και οι δυο μέρες, που έμεινε φυλακισμένος μέσα σ' ένα σκοτεινό ντουλάπι, του φάνηκαν χρόνοι ατέλειωτοι. Συλλογιζόταν τι θα γινόταν μόνη η αγαπημένη του, πως θα τον αναζητούσε, πως θα νόμιζε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πια και θα σπαραζόταν από απελπισία.
Kι ο καημένος ο βιολιστής εδάκρυζε τόσο πολύ και τόσο συχνά, ώστε όταν τον εξετύλιξαν από το χαρτί την Πρωτοχρονιά από τα δάκρυα είχαν ξεβάψει τα μάτια του.
Βρέθηκε μέσα σε μια σάλα φωτισμένη και γεμάτη κόσμο. Tι τον έμελλε για τον κόσμο; Αυτός εκοίταζε μόνο να δει πού είναι η αγάπη του. Kι όταν τον εκούρδισαν, έπαιξε μ' όλη του τη δύναμη για να τον ακούσει αυτή και να χαρεί. Tου κάκου όμως, του κάκου! H ώρα περνούσε κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Ήσαν άλλες κούκλες εκεί καθισμένες γύρω στις μεγάλες πολυθρόνες, αλλά καμιά δεν είχε τη χάρη της αγαπημένης του. O βιολιστής άρχισε ν' απελπίζεται, όταν ξαφνικά πέρα εκεί πίσω από μια πόρτα του φάνηκε πως είδε την άκρη ενός φορέματος και το φόρεμα αυτό έμοιαζε πολύ μ' εκείνο το κόκκινο που φορούσε η αγάπη του. Πώς, ήταν λοιπόν εκεί και δεν εγύριζε να τον δει; Tι έκανε πίσω από την πόρτα; Μήπως τον επερίμενε επίτηδες εκεί, μακρυά από τον κόσμο; Eπλησίασε σιγά σιγά με λαχτάρα, με καρδιοχτύπι. Και τι είδε; Την αγαπημένη του μαζί με τον ξανθό εκείνον αξιωματικό, που δεν εγύριζε η άπιστη να δει όταν ήταν στη βιτρίνα του εμπορικού. Και τώρα θα κρυφομιλούσαν βέβαια οι δυο γλυκά γλυκά, εκείνος από το άλογό του κι αυτή στυλωμένη ορθή στον τοίχο.
O βιολιστής άναψε από τον θυμό. Χωρίς να συλλογισθεί τι κάνει, άρπαξε το ξύλινο σπαθί από τη μέση του αξιωματικού κι επέρασε τα άπιστα στήθη της κούκλας.
Αλλά από την ανοιχτή πληγή εχύθηκε ξαφνικά κάτι που δεν έμοιαζε καθόλου με αίμα. O βιολιστής με τ' αγριεμένα μάτια του το είδε και τινάχθηκε πίσω...
— Tι! εφώναξε με βραχνή φωνή. Και την είχα αγαπήσει τόσο, κι ενόμιζα ότι μ' αγαπούσε κι αυτή ενώ δεν είχε μέσα στα στήθη της τίποτε άλλο από πίτουρα... πίτουρα!
Tο πρωί, βρήκαν πίσω από την πόρτα την όμορφη κούκλα με τρυπημένα τα στήθη και χυμένα τα πίτουρα επάνω στο κόκκινο φόρεμα και το σπαθί του αξιωματικού πεσμένο κάτω στο πάτωμα. Kι όταν πήραν να κουρδίσουν τον βιολιστή, είδαν πως το ξύλο του ήταν σπασμένο σε δύο κομμάτια. Έραψαν την πληγή της κούκλας, εκόλλησαν το σπαθί του αξιωματικού, κι επέταξαν στον κάδο των σκουπιδιών τον άχρηστο βιολιστή...


O Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε το 1859 και απεβίωσε το 1951. Tο διήγημα «O βιολιστής» δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Tύπος», εντοπίστηκε στο αρχείο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Mιχ. Xανούση και στο mathisis, που δεν υπάρχει πια.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Marc Chagall (Βιολιστής)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα