Καταφέραμε να πάμε ξανά θέατρο μετά από πάρα πολύ καιρό. Όλων μας η ελπίδα είναι ότι αυτήν τη φορά δεν θα κλείσουν πάλι βάναυσα και απότομα τις θεατρικές αίθουσες. Και το έργο που είδαμε αναφερόταν σε μία επιδημία! Φυσικά μιλάμε για τη θεατρική διασκευή του πασίγνωστου βιβλίου του Αλμπέρ Καμί «Η Πανούκλα».
Η «Πανουκλα» του Αλμπέρ Καμί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1947 ως μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας: ο γιατρός Ριέ ανακαλύπτει ένα πεθαμένο ποντίκι στο σκαλί της πολυκατοικίας του. Αμέσως ειδοποιεί τον θυρωρό και του επιστήει την προσοχή στην επικινδυνότητα της μόλυνσης. Ο θυρωρός θεωρεί ότι η πολυκατοικία είναι καθαρή και ότι το γεγονός είναι μεμονωμένο και αποτελεί φάρσα κάποιων κακόβουλων. Σιγά σιγά όμως η πόλη γεμίζει με ψόφια ποντίκια. Και αμέσως μετά ξεκινούν οι θάνατοι πολιτών, που αυξάνονται ραγδαία. Η πόλη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μολυσματική ασθένεια που λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις ώστε να ονομάζεται επισήμως "επιδημία". Ο γιατρός Ριέ λόγω της ιδιότητάς του, γνωρίζει τι θα επακολουθήσει και θεωρεί χρέος του να ενημερώσει τις αρχές της πόλης. Αρχικά ο νομάρχης δεν θέλει να πιστέψει ότι επί των ημερών του συμβαίνει κάτι "ανάρμοστο", κάτι "επικίνδυνο", κάτι που μπορεί να του διακόψει την επιτυχημένη καριέρα. Θέλοντας και μη όμως, πρέπει να πάρει μέτρα και να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού. Η πόλη κλείνει τα σύνορά της, κανείς δεν μπαίνει και κανείς δεν βγαίνει. Οι άρρωστοι εγκλωβίζονται στα σπίτια τους. Απαγορεύονται οι συναντήσεις. Απαγορεύεται η εργασία. Και έτσι, μια ευτυχισμένη πόλη με τις καθημερινές εργασίες της και με τη διασκέδαση του Σαββατοκύριακου μετατρέπεται σε μια δικτατορία για χάρη της υγείας.
Η Πανούκλα γράφτηκε την εποχή του ναζισμού. Και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ασθένεια της πανούκλας, μιας ασθένειας που χτύπησε την Ευρώπη στον μεσαίωνα, για να σχολιάσει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Η πανούκλα είναι μια αφορμή που το κράτος εκμεταλλεύεται για να θέσει απαγορεύσεις, που οι νομιμόφρονες πολίτες θα δεχθούν στωικά. Ο γιατρός άθελά του θα γίνει όργανο του απολυταρχικού καθεστώτος, οι συμβουλές του θα μεταφραστούν μόνο ως απαγορεύσεις. Εκπληκτική είναι επίσης και η σχέση μεταξύ γιατρού και ιερέα: δύο αντίθετων πόλων αφού ο πρώτος εκπροσωπεί την επιστήμη και ο δεύτερος την πίστη. Και όμως σε αυτή την περίσταση βρίσκονται ενωμένοι με κοινό εχθρό τον θάνατο των ανθρώπων, είτε αυτός είναι βιολογικός είτε πνευματικός.
Φυσικά οι συγκρίσεις με την καθημερινότητα που βιώνουμε πλέον είναι πασιφανείς. Και δεν είναι τυχαίο το ανέβασμα του έργου τώρα, αν και το αλληγορικό μυθιστόρημα τού Καμί έχει δραματοποιηθεί και ανέβει πολλές φορές σε θεατρικές σκηνές. Ίσως επειδή δημιουργεί από μόνο του υπέροχες θεατρικές εικόνες και ίσως επειδή είναι πάντα επίκαιρο: πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Όπως λέει και ο γιατρός Ριέ στο τέλος του έργου: η επιδημία πέρασε αλλά ο βάκιλος πάντα υπάρχει και επιζεί παντού. Μου θυμίζει λίγο το τέλος του Ουμπέρτο Ούι του Μπρεχτ: Αυτός πέθανε αλλά η σκύλα που τον γέννησε βρίσκεται πάλι σε οργασμό.
Τώρα, στην συγκεκριμένη παράσταση έχουμε μια μικρή τριανδρία ηθοποιών, που ερμηνεύουν τους ρόλους. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο γιατρός Ριέ, αφηγητής μαζί και ερμηνευτής. Μας εισαγάγει στην ιστορία. Στην αρχή είναι ήρεμος, απλά διηγείται τα γεγονότα. Ως επιστήμων είναι η ήρεμη δύναμη, γιατί η επιστήμη διαθέτει ορθολογισμό. Όσο εμπλέκεται όμως ο ίδιος ως πολίτης, ως επιστήμων, ως φίλος, ως σύζυγος, χάνει την ηρεμία του. Βλέπει τους φίλους του να πεθαίνουν, παρακολουθεί από μακριά την επιδείνωση της υγείας της συζύγου του. Αμφισβητείται από την εκκλησία. Κατηγορείται από τους πολίτες ότι αυτός φταίει για την ανελευθερία τους. Παρόλα αυτά παραμένει γιατρός ως το τέλος. Επηρεασμένος από όλα όσα συμβαίνουν, συντετριμμένος κάποιες στιγμές, αλλά με μια βαθιά πίστη στην ανθρώπινη φύση. Όλα αυτά ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης καταφέρνει να τα δείξει και να τα μεταδώσει στους θεατές.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο να παίξει πολλούς ρόλους: είναι ο θυρωρός της πολυκατοικίας, ο νομάρχης της πόλης, ο ιερέας, ο γιατρός, ο πολίτης της διπλανής πόρτας. Με μικρά τεχνάσματα όπως ένας σταυρός, ένα σκουφάκι, μια δερμάτινη ζώνη, ο Κωνσταντίνος Πασσάς μεταμορφώνεται σε μια άλλη προσωπικότητα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου βέβαια παραμένουν ίδια, παρόλα αυτά την ώρα που τον βλέπεις να υποδύεται έναν άλλο ρόλο, ξεχνιέσαι και πιστεύεις πως είναι κάποιος άλλος.
Τέλος, ο Δημήτρης Μάμιος υποδύεται την ίδια την πανούκλα. Ο Δημήτρης Μάμιος είναι η ασθένεια που χτυπά αλύπητα την πόλη. Ντυμένος με ένα παλιομοδίτικο κοστούμι, που πάνω στο σώμα του μοιάζει με κοστούμι τσίρκου, βαμμένος με έντονα χρώματα, αλλοπρόσαλλος, μπαίνει μέσα στη σκηνή τραγουδώντας, χαρούμενος για τον ρόλο του. Άλλωστε, είναι ο κύριος ρυθμιστής μιας κατάστασης.
Ο Στάθης Δρογώσης συνοδεύει την τριανδρία με τους ήχους τού ακορντεόν και του αρμόνιου ζωντανά πάνω στη σκηνή. Κρατάει τον ρυθμό, δίνει τέμπο εκεί που πρέπει και γίνεται ένα με τους τρεις ηθοποιούς.
Τα σκηνικά είναι μινιμαλιστικά όπως στις περισσότερες ελληνικές παραστάσεις της εποχής μας. Αυτό που κράτησα και μου άρεσε ως έξυπνη ιδέα ήταν τα πολλά παπούτσια που εμφανίζονται στη σκηνή. Είναι τα παπούτσια των πεθαμένων. Στην αρχή του έργου είναι μερικά ζευγάρια αλλά στο τέλος γεμίζουν τη σκηνή. Επίσης θα κάνω μνεία στην τρύπα που υπάρχει στον τοίχο. Από αυτήν την τρύπα εμφανίζονται όλοι οι ήρωες εκτός του γιατρού Ριέ. Είναι μια τρύπα που εμφανίζονται τα ποντίκια, οι πολίτες, η ίδια η πανούκλα, η εκκλησία και η κυβέρνηση με τα πρόσωπα του ιερέα και του νομάρχη.
Η ομάδα GAFF μετά τον επιτυχημένο «Παίκτη» του Φ. Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, επανέρχεται με ένα ακόμη λογοτεχνικό έργο στη σκηνή του θεάτρου 104. «Η Πανούκλα», το αριστουργηματικό αφήγημα του Αλμπέρ Καμύ είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Σημείωμα σκηνοθέτη:
Η προσωπική μου εργασία πάνω στο αλληγορικό και σπουδαίο κείμενο του Α. Καμύ ξεκίνησε πολύ πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Μετά από δύο αναβολές της πρεμιέρας του έργου λόγω γενικού lockdown και μέχρι την σημερινή παράδοση της παράστασης στο κοινό της, ένοιωσα πολλές στιγμές άβολα, αμήχανα, αφού η βιωμένη εμπειρία μάς έκανε αληθινούς μάρτυρες στη φανταστική πόλη που τόσο εύστοχα περιγράφει ο συγγραφέας. Πώς λοιπόν να καμωθούμε ότι κάπου, κάποτε ζήσαμε τα τραγικά γεγονότα που περιγράφει ο Καμύ; Μα αφού τα ζήσαμε! Και οι λέξεις που έπρεπε να πούμε; Μα δεν ήταν λέξεις γραμμένες σ' ένα χαρτί. Έβγαιναν από τα στόματα όλων μαζί των ανθρώπων που βιώσαν και βιώνουν την πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν το θέατρο, όπως λένε, δίνει την ευκαιρία στον θεατή να δει «μέσα από την κλειδαρότρυπα» τις ζωές των ηρώων, στην περίπτωση της Πανούκλας πώς μπορεί ο θεατής να γίνει ο «αδιάκριτος» παρατηρητής της σκηνής; Μα αφού είναι μάρτυρας πραγματικών γεγονότων, που μοιάζουν τόσο πολύ με αυτά της εξωπραγματικής πόλης του Καμύ. Θέλω με δυο λόγια να πω πως μπορεί το θέατρο να γίνει και ζωή αλλά στην περίπτωση της «Πανούκλας» είναι ζωή. Και αυτό είναι αλλόκοτο.Το παράλογο αυτό χρονικό, έχοντας αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την τεχνική της τραγωδίας, ξετυλίγεται επί σκηνής από τρία πρόσωπα. Ο Ριέ, ο γιατρός που εργάζεται ακούραστα για να βοηθήσει τους συμπολίτες του, η Πανούκλα, η προσωποποιημένη εκδοχή της αρρώστιας που περνάει την πύλη σαν κατακτητής, και η Πόλη, τα πρόσωπα που ζουν εντός των ορίων της και παρά την συμβολική τους υπόσταση δίνουν μια ανθρώπινη πάλη με την αρρώστια. Ο γιατρός Ριέ και η επιδημία θα αναμετρηθούν, και ενώ ο αγώνας μοιάζει σαν μια ατελείωτη ήττα, κάτω από τον απροκάλυπτο τρόμο υπάρχει μια έντονη χαρά για ζωή. Και αυτό είναι το πιο σπουδαίο στο κείμενο του Καμύ, ο τρόπος με τον οποίο η απελπισία δίνει την θέση της στην ελπίδα.Με αφορμή τον γιατρό Ριέ και τον αγώνα που δίνει με μοναδική αυταπάρνηση, εύλογο είναι οι σκέψεις μας να είναι στους γιατρούς, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Γιατροί και νοσηλευτές, έχουν σηκώσει ένα δυσανάλογο βάρος στους ώμους τους, και δυστυχώς, πολλοί από αυτούς έχουν χάσει τη ζωή τους. Σ' αυτούς θα ήθελα να αφιερώσω την παράσταση, ως μια ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς τους.Σοφία Καραγιάννη
Συντελούν:
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Μετάφραση - Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μιχάλης Βραζιτούλης
Σκηνικά - Κοστούμια: Κωνσταντίνα Κρίγκου
Μουσική: Στάθης Δρογώσης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Διαλυνά
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός
Μουσικοί επί σκηνής: Ευσταθία Λαγιόκαπα και Στάθης Δρογώσης (εναλλάξ)
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15 στο Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι (σταθμός Μετρό: Κεραμεικός), 6947409435, 2103455020