Ένα παράξενο μουσείο ερωτικών αντικειμένων, ή αλλιώς Το μουσείο ραγισμένων σχέσεων, που βρίσκεται στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας και δημιουργήθηκε από τον γλύπτη Ντράζεν Γκρούμπισιτς και την πρώην σύντροφό του, παραγωγό ταινιών Ολίνκα Βίστιτσα, θα αποτελέσει το φόντο για τη νέα δυνατή ερωτική ιστορία της συγγραφέως Ιωάννα Γκανέτσα και τον τίτλο του νέου της βιβλίου.
Είναι το τρίτο βιβλίο της Λαρισαίας συγγραφέως καθώς προηγήθηκε μια συλλογή αφηγημάτων, Ο έρωτας δε θέλει τίτλο, και το ερωτικό μυθιστόρημα Το άνθος της ζωής. Η Γκανέτσα Ιωάννα στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο της έρχεται να μας καταθέσει ένα ακόμη ερωτικό ψυχογράφημα παίρνοντας έτσι το χρίσμα της ερωτικής συγγραφέως. Μέσα από τον Στέφανο Ράλλη και τη Μάρα Μπλανς ο αναγνώστης θα ζήσει μια δυνατή ερωτική ιστορία κάνοντας ένα γοητευτικό ταξίδι στον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις με κυρίαρχες τη γεύση και την όραση. Νιώθει κανείς διαβάζοντας ότι γεύεται ένα ποτήρι μπρούσκο κρασί ή απολαμβάνει μια μπάλα παγωτό φιστίκι.
Καλογραμμένο και χωρίς μελοδραματισμούς, όπως είθισται στα ερωτικά μυθιστορήματα, το νέο πόνημα της συγγραφέως καταφέρνει να συνεπάρει τον αναγνώστη σε μια όμορφη διαδρομή στους δρόμους του κόσμου ακολουθώντας τα φανερά και κρυμμένα συναισθήματα που πάντα πυροδοτεί ο έρωτας.
Η ερωτική ιστορία των δύο δυναμικών χαρακτήρων δεν αποτελεί παρά το όχημα για να διατυπώσει η συγγραφέας τα πανάρχαια ερωτήματα για τον έρωτα και να δώσει τις δικές της απαντήσεις και τανάπαλιν.
Πότε είναι δίκαιος ο έρωτας; Η ζυγαριά πάντα γέρνει. Πάντα κάποιος από τους δυο θέλει πιο πολύ, αγαπά πιο πολύ, πιο πολλά. Πώς ζυγίζονται τα συναισθήματα άλλωστε;Βάζεις λίγο έρωτα και αν σου βγει παραπάνω από τον άλλο, τον βγάζεις από το ζύγι; Η Μάρα γνώριζε ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Καθένας έδινε και απλώς ήλπιζε ότι θα πάρει. Συνήθως, μάλιστα, έπαιρνε περισσότερο πόνο παρά ευχαρίστηση. Ακόμη κι έτσι όμως, άξιζε τον κόπο.
Παράλληλα ο αναγνώστης, σαν να είναι ο ίδιος ο επισκέπτης του παράξενου αυτού μουσείου, βιώνει και τους αμέτρητους ανεκπλήρωτους έρωτες που παρελαύνουν μέσω των ερωτικών αντικειμένων, που επέλεξαν οι εμπλεκόμενοι να χαρίσουν στο μουσείο. Ένα ροζάριο, ένα ανοιχτήρι μπουκαλιών, μια επιστολή, γίνονται αφορμές για εγκιβωτισμένες ιστορίες και ανάδυση έντονων συναισθημάτων. Αυτό καθιστά τη γραφή τής Γκανέτσα άμεση και ρεαλιστική καθώς κατορθώνει να ιχνογραφήσει τους φόβους, τις εξάρσεις και τις αδυναμίες των πρωταγωνιστών αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων αξιοποιώντας εύστοχα στο έπακρο ένα σύγχρονο φόντο δράσης.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, η λιτή αλλά μεστή γραφή και οι ζωντανοί διάλογοι μετατρέπουν τη γραφή τής Γκανέτσα σε μια ευχάριστη εμπειρία αποδεικνύοντας μια συγγραφέα που εξελίσσεται και ωριμάζει όπως και οι έρωτες.
Ο έρωτας είναι πόνος. Ο πόνος όμως είναι και το έναυσμα για τη δημιουργία. Ο έρωτας τελικά είναι ο προορισμός, ή μια ακόμη αφορμή για ταξίδι; Η Πηνελόπη είναι ο σκοπός ή ο λόγος της περιπλάνησης; Μια ακόμη Οδύσσεια υφαίνεται σε τούτη την ιστορία και την απάντηση τη δίνει καλύτερα από όλους η συγγραφέας: «Το μουσείο των ραγισμένων σχέσεων δεν είναι παρά μια υπενθύμιση: να αφήνεις και να αφήνεσαι. Να νιώθεις τον έρωτα, να ζεις τη ζωή. Είναι βέβαιο ότι θα σε πονέσουν και τα δυο. Ας αξίζει τουλάχιστον ο πόνος.».
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας.