Το «Μοναστήρι» είναι διασκευή του θεατρικού έργου «Το σπίτι της Mπερνάρντα Άλμπα», του Federico Garcia Lorca, με επιρροές από τις «Αμαρτωλές καλόγριες», του Pedro Almodovar καθώς και διάφορα γεγονότα τα οποία έχουν συμβεί ανά τον κόσμο στο παρελθόν.
Στην υπόθεση:
Σε ένα μοναστήρι που βρίσκεται στο Trasmoz της Ισπανίας –το χωριό θεωρείται καταραμένο από τον 13ο αιώνα και αφορισμένο από την καθολική εκκλησία– μια αυταρχική ηγουμένη θα κάνει τα πάντα για να διαφυλάξει τη θέση της και την οικονομική της ευημερία, με κάθε τρόπο, αψηφώντας τα θέλω και τα πιστεύω των υπολοίπων.
Η αδελφή Κατάρα, ικανή για όλα, γίνεται ηγουμένη στη θέση της αδελφής Γαλήνης και περισυλλέγει στο πλάι της κορίτσια που κρίνει αυτή ότι έχουν θέση στη μονή που θέλει να δημιουργήσει. Μαζί της η αδελφή Νυφίτσα και η αδελφή Κοπριά, που γίνονται υποχείρια στα χέρια της. Τα πάντα όμως ανατρέπονται όταν ξυπνά η «γυναικεία φύση» των μοναχών. Ερωτικά μπερδέματα, ζήλια, πάθη, συμβιβασμοί και ίντριγκες περιπλέκουν την ιστορία και το μόνο που τους απασχολεί είναι «τι θα πει ο κόσμος».
Ο σκηνοθέτης, Βαλεντίνος Τσίλογλου, μιλάει για την παράσταση.
Πώς προσεγγίσατε δραματουργικά το έργο;
Βαλεντίνος Τσίλογλου: Το «Μοναστήρι» είναι μια νέα, ίσως διαφορετική οπτική του κλασσικού και γνωστού σε όλους έργο του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», βαθιά επηρεασμένο από τις «Αμαρτωλές καλόγριες» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ο Αλμοδόβαρ έχει εμπνευστεί πολλούς από τους χαρακτήρες των έργων του από τον Λόρκα, έτσι κι εγώ πάντρεψα την αισθητική του Αλμοδόβαρ με το κλασσικό αυτό έργο.
Έχω βάλει κάποια στοιχεία «κωμικοτραγικά» στην παράσταση, τα οποία δίνουν μια ανάλαφρη νότα όμως σε καμία περίπτωση δεν χάνεται το βάθος και το βάρος του κειμένου, απλά με κάποιο τρόπο δημιουργείται στον θεατή μια αίσθηση χαράς, ή χαρμολύπης αν θέλετε, που κάνει ανάλαφρη την ατμόσφαιρα και του επιτρέπει να συνεχίσει τη θέαση.
To έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, της σωματικής και ψυχικής βίας, του συμβιβασμού και του ερωτικού πάθους. Οι ηθικοί κανόνες περιορίζουν τη γυναίκα σε τέτοιο βαθμό, που της στερούν το δικαίωμα να ορίζει η ίδια το σώμα της. Ο ακραίος αυτός περιορισμός μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής του οδηγείται σε αποτυχία. Κεντρικό θέμα του έργου είναι το «τι θα πει ο κόσμος»· αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Άρα με κάποιο τρόπο το έργο αυτό είναι επίκαιρο και θα είναι πάντα. Η Μπερνάρντα, όπως και η ηγουμένη μου, θέτει όρια, «θέλω» και «πιστεύω» ενώ οι κόρες της, όπως και οι μοναχές μου, επιθυμούν να ζήσουν. Η κάθε μια έχει τον δικό της χαρακτήρα και κουβαλά τον δικό της σταυρό. Παράλληλες ιστορίες, που είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, παρουσιάζονται επί σκηνής με άκρως ρεαλιστικό τρόπο.
Ποιες οι προκλήσεις και πώς τις ξεπεράσατε;
Β.Τ.: Προκλήσεις ουσιαστικές δεν υπήρχαν. Το έργο το δούλευα χρόνια για να πραγματοποιήσω αυτό το ανέβασμα. Ήθελα ένα κλασσικό έργο, ανεβασμένο διαφορετικά και να δημιουργήσω μια χρωματική παλέτα στο καστ, που πιστεύω ότι το κατάφερα. Όλες τους είναι διαφορετικές μεταξύ τους, όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά και στον τρόπο ερμηνείας. Καμία δεν θυμίζει την άλλη. Κουμπώνουν στο ρόλο τους εξαιρετικά.
Τώρα όσον αφορά τον covid, δεν είναι πρόκληση, είναι δεδομένο της εποχής μας. Το κοινό περιορίζεται, τηρουμένων των συνθηκών και των μέτρων, και δυστυχώς ο κόσμος διχάζεται. Δεν μπορώ να απαντήσω αν μπορεί να ξεπεραστεί αυτό, θα φανεί από τη προσέλευση του κοινού. Οι άνθρωποι του θεάματος είναι αυτοί που επλήγησαν περισσότερο από τη πανδημία και πρέπει να τους δοθεί αέρας να αναπνεύσουν.
Πώς θα περιγράφατε την παράσταση με μια φράση;
Β.Τ.: Η μεγαλύτερη φυλακή είναι ο φόβος για το τι σκέφτονται οι άλλοι...
Τι θα θέλατε να κρατήσει ο θεατής φεύγοντας;
Β.Τ.: Ό,τι ο ίδιος θα ήθελε να κρατήσει.
Αλλά και οι κυρίες που παίζουν, μας μιλούν για την παράσταση και το ρόλο τους...
Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο σας;
Μαρία Πανοπούλου: Ο ρόλος της αδελφής Αρουραίου είναι ίσως ο πιο ξεκάθαρος ρόλος του έργου. Δεν κρύβει και δεν κρατά μέσα του ψυχολογικές ιδιαιτερότητες. Είναι μια από τις νεότερες μοναχές, η οποία μπορεί να φαίνεται ότι ενδίδει στην κοινωνική κριτική, παρόλα αυτά έχει καλά στοιχεία και καταβάθος είναι δίκαιη και ευδιάθετη. Είναι μικρό κορίτσι, που προσπαθεί να νιώσει το μοναστήρι ως σπίτι της και τις μοναχές ως μέλη της οικογένειάς της. Προσπαθεί να είναι χαρούμενη εντός του μοναστηριού ώστε να υπάρχει ευχάριστο κλίμα.
Στις σοβαρές καταστάσεις όμως, έχει την αίσθηση του δίκαιου και παίρνει τον λόγο. Την προσέγγισα λοιπόν με αγάπη και τρυφερότητα, γιατί μέσα της είναι ένα ορφανό και πληγωμένο παιδί, που προσπαθεί να επιβιώσει στην σκληρή πραγματικότητά της.
Αναστασία Γκουγκούμη: Ο ρόλος της αδερφής Πεταλούδας ήταν αρκετά απαιτητικός από την αρχή του μέχρι το τέλος. Η ξεγνοιασιά της, η όρεξη για παιχνίδισμα αλλά και η μετάβαση του χαρακτήρα από αθώο κοριτσάκι σε ερωτοχτυπημένη επαναστάτρια, με δυσκόλεψαν αρκετά. Ενώ η ηλικία μου είναι αρκετά κοντά με τη δίκη της, είχα ανάγκη να ξαναθυμηθώ τον νεανικό ενθουσιασμό για τον πρώτο έρωτα. Χρησιμοποίησα λοιπόν τα δικά μου ημερολόγια για να φρεσκάρω όλα αυτά τα πολύπλοκα κι ενθουσιώδη συναισθήματα που βιώνει η αδελφή Πεταλούδα και τα ενσωμάτωσα στον ρόλο.
Κατερίνα Παπαθανασιάδη: Λόγω αντικατάστασης, ο ρόλος ήταν ήδη έτοιμος. Ωστόσο έγιναν κάποιες αλλαγές και κάποιες προτάσεις στην κίνηση, από εμένα στο σκηνοθέτη Βαλεντίνο Τσίλογλου, για την καλύτερη απόδοσή του.
Χαρά Στάθη: Για να προσεγγίσω τον ρόλο της Βερονίκης και να μπορέσω να την καταλάβω ως χαρακτήρα, έπρεπε πρώτα να «ταξιδέψω» νοερά πίσω στον χρόνο για να δω την νοοτροπία των ανθρώπων αλλά και γενικότερα το πνεύμα της εποχής που κυριαρχούσε. Μην ξεχνάμε πως το έργο μας διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό της Ισπανίας, πολλά χρόνια πριν, με αρκετά προβλήματα επιβιώσης και ανθρώπους αρκετά συντηρητικούς. Έτσι και στη Βερονίκη βλέπουμε σκληρότητα, συντηρητισμό, αλλά και στιγμές πιο ανάλαφρες, αφού είναι μια κοπέλα νέα, που θέλει μια διαφορετική ζωή. Τα στενά όρια της κοινωνίας, και πολύ περισσότερο του Μοναστηριού, σιγά σιγά αλλοιώνουν την προσωπικότητά της, αρχίζοντας να μοιάζει σε ό,τι αρχικά μισούσε.
Λούλα Τριανταφύλλου: Έναν θεατρικό χαρακτήρα τον χτίζεις από το μηδέν χρησιμοποιώντας τα κλειδιά, που δίνονται μέσα από το κείμενο για να το ξεκλειδώσουμε, και αναλύοντας στην πορεία βασικά στοιχεία όπως ο χώρος, ο χρόνος και ο σκοπός.
Ελένη Καραδάκη: Προσπάθησα να νιώσω το τι μπορεί να βιώσει αυτή η γυναίκα στη ζωή της, που την κάνει να συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Ανακάλυψα τους βαθύτερους στόχους της και τους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί να τους πετύχει.
Έλενα Εσκενάζη: Με την αφέλεια και τη δίψα για μάθηση που έχει ένα μικρό παιδί. Ουσιαστικά είμαι ένα άγραφο τετράδιο, που θέλω πάνω μου να γράψει ο σκηνοθέτης ό,τι εκείνος πιστεύει πως εκφέρεται καλύτερα μέσω του ρόλου
Σοφία Μελισσουργού: Όπως κάθε ρόλο, τον προσέγγισα με λεπτότητα και σεβασμό και όχι με κριτική ματιά αλλά με κατανόηση για τον ψυχισμό και τη συμπεριφορά της.
Ιουλία Αγαλίδου: Με πολλή αγάπη και χωρίς υπερβολές μαζί με τον Βαλεντίνο προσαρμόσαμε τον ρόλο πάνω μου. Για μένα είναι ίσως η πιο τραγική φιγούρα φαινομενικά, όχι λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης αλλά λόγω του ότι επιθυμεί να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Ποιες οι προκλήσεις που είχατε να αντιμετωπίσετε και πώς ξεπεράστηκαν;
Μαρία Πανοπούλου: Η βασική πρόκληση που είχα να αντιμετωπίσω ήταν ότι ο ρόλος αυτός έπρεπε να βρει τρόπο να ξεχωρίσει και να ενταχθεί σε ένα πραγματικά σκληρό κοινωνικό έργο. Οι ατάκες του ρόλου χρειάζονταν δόση χιούμορ, χωρίς όμως να βγάλω τον ρόλο εκτός ατμόσφαιρας. Έπρεπε να βρω τη χρυσή τομή. Να βγει η αδελφή Αρουραίος ευχάριστη χωρίς να είναι παράταιρη από το σύνολο των χαρακτήρων του έργου.
Χαρά Στάθη: Όλες οι προκλήσεις ξεπερνιούνται όταν έχεις δικαιολογήσει τον χαρακτήρα που έχεις να υποδυθείς. Η σκληρότητα, που εκφράζει κάποιες στιγμές η Βερονίκη, σίγουρα είναι πολύ μακριά από έμενα, όμως αυτό είναι και το γοητευτικό.
Έλενα Εσκενάζη: Το να σιγάσω το πάθος μου και τον αυθορμητισμό μου. Την αμάθεια μου, την τρέλα μου και την αγάπη μου για το θέατρο και τον θεατή... Ποιος είπε ότι ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες; Εγώ ακόμα τις νιώθω μέσα μου!
Ελένη Καραδάκη: Ο ίδιος ο σκηνοθέτης της παράστασης, που είναι πολύ ερωτικός, με σκοπό να μου αποσπά την προσοχή από τις πρόβες. (αστειεύομαι)
Λούλα Τριανταφύλλου: Το να παίζει κανείς ρόλους έγκειται στη δύναμη της φαντασίας του. Επιστράτευσα και εγώ τη δική μου λοιπόν, για να μπορέσω να ξεπεράσω τη βασική πρόκληση για μένα, να «πλάσσω» μια ηγουμένη φιλοχρήματη, σκληρή, τυραννική, υποταγμένη στις κοινωνικές προκαταλήψεις.
Σοφία Μελισσουργού: Κάθε πρόκληση είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Μεγάλο μάθημα να προσαρμόζεται ο άνθρωπος κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη. Ας το δούμε έτσι γιατί έχουμε δρόμο για να ξεπεράσουμε αυτό που ζούμε.
Κατερίνα Παπαθανασιάδη: Εγώ υποδύομαι την αδελφή Κοπριά, την κουτσομπόλα του μοναστηριού αλλά και του χωριού γενικότερα. Η πρόκληση για μένα είναι ο ίδιος ο ρόλος, ο οποίος είναι κόντρα στο χαρακτήρα μου. Ωστόσο, προσπάθησα να βρω κοινά σημεία αναφοράς.
Αναστασία Γκουγκούμη: Η μεγαλύτερη πρόκληση για εμένα ήταν οι αλλαγές στον χαρακτήρα και στη διάθεση του ρόλου μου, καθόλη τη διάρκεια του έργου. Ο θεατής δεν μπορεί να καταλάβει, παρά μόνο πολύ αργότερα, πώς ένα αθώο και καλοσυνάτο κορίτσι καταλήγει να είναι ένα θεριό ανήμερο. Σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο, κ. Τσίλογλου, σκιαγράφησα όλη την ιστορία, εκείνη που οι θεατές δεν θα δουν αλλά ο χαρακτήρας τη βιώνει και που τελικά της εμπλουτίζει αλλά και παραμορφώνει τον χαρακτήρα.
Ιουλία Αγαλίδου: Ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω είναι η αδελφή Σαλαμάνδρα, μια κοπέλα «καταραμένη» και «ξεχασμένη» θα έλεγα από τον θεό. Έχω καμένο πρόσωπο και είναι λεπτή η ισορροπία, που πρέπει να κρατήσω σύμφωνα με τα τελευταία γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα μας. Ωστόσο το έργο το προβάραμε πριν το ξέσπασμα του κορονοϊού, οπότε υπήρχε χρόνος να ξεπεραστεί αυτό και να βρεθεί η ισορροπία ώστε να αποδοθεί ο χαρακτήρας μου χωρίς φιοριτούρες και υπερβολές. Από ένα σημείο και μετά δεν βλέπεις καν το πρόσωπο αλλά τις αντιδράσεις μιας κοπέλας καταπιεσμένης.
Τι θα θέλατε να κρατήσει ο θεατής φεύγοντας;
Ελένη Καραδάκη: Η καταπίεση έχει πάντα ολέθρια αποτελέσματα.
Κατερίνα Παπαθανασιάδη: Ο θεατής θα κρατήσει ό,τι θέλει και ίσως να σκεφτεί τελικά πόσο κοντά είμαστε σε εκείνη την εποχή ενώ χρονικά είμαστε αρκετά μακριά.
Λούλα Τριανταφύλλου: Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν αν αντιταχθούν στην καταπίεση και στην τυραννία.
Ιουλία Αγαλίδου: Να σκέφτεσαι πριν κάνεις μια πράξη και να μην μετανιώνεις αργότερα· δεν έχει νόημα.
Σοφία Μελισσουργού: Θα ήθελα κάθε θεατής φεύγοντας να προβληματιστεί πού και ποιον ωφελεί αυτός ο διαχωρισμός φύλου. Η ζωή είναι πιο απλή και είμαστε όλοι άνθρωποι, έχοντας δικαίωμα να ζούμε με πάθος και ελεύθεροι στις ιδέες μας δίχως καταπίεση. Με σεβασμό και ενσυναίσθηση ο ένας προς τον άλλον.
Χαρά Στάθη: Οι θεατές φεύγοντας θα πρέπει να έχουν την ανάγκη να κοιτάξουν μόνο το κάλο και να παλεύουν γι' αυτό με κάθε τρόπο.
Μαρία Πανοπούλου: Θα ήθελα να κρατήσει ότι η σοβαροφάνεια και η καταπίεση οδηγούν πάντοτε σε αρνητικά αποτελέσματα.
Αναστασία Γκουγκούμη: Ίσως θα περίμενα να επηρεαστεί το κοινό από τη φράση «Το κουτσομπολιό είναι κακό πράγμα». Και με το φινάλε να επιβεβαιώνει ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ασχολούμαστε με τον εαυτό μας παρά με τους άλλους.
Έλενα Εσκενάζη: Η καταπίεση, οι ανισότητες και οι κοινωνικές διαφορές δεν έχουν άλλοθι, ούτε δικαιολογία!
Πώς θα περιγράφατε την παράσταση με μια φράση;
Λούλα Τριανταφύλλου: Σκοτεινές αποχρώσεις του έρωτα.
Κατερίνα Παπαθανασιάδη: Η κεντρική ιδέα της παράστασης είναι αρκετά επίκαιρη λόγω της κατάστασης που επικρατεί αυτή την εποχή στις γυναίκες.
Ελένη Καραδάκη: Η καταπίεση της ανθρώπινης φύσης από τα κοινωνικά πρέπει.
Σοφία Μελισσουργού: Η μεγαλύτερη φυλακή του εαυτού μας είναι ο φόβος για το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη φράση.
Ιουλία Αγαλίδου: Άσχημο πράγμα το κουτσομπολιό και η ζήλια.
Αναστασία Γκουγκούμη: Το κλουβί με τις τρελές.
Χαρά Στάθη: Φωτογραφίζοντας ένα παρελθόν που ο συντηρητισμός και η σκληρότητά πρυτάνευαν.
Μαρία Πανοπούλου: Αιχμηρή.
Έλενα Εσκενάζη: Θορυβώδης!
Ταυτότητα παράστασης:
Απόδοση - Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Βαλεντίνος Τσίλογλου
Ενδυματολογία - Κατασκευή κοστουμιών: Αντρέας Λιναρδάτος, Devi Dharma
Κατασκευή σταυρών: Μαρία Ι. Ζαΐρη
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κουστιμπής
Σκηνικά: Σάββας Σουρμελίδης
Επιμέλεια Κίνησης: Ιουλία Αγαλίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Μελισσουργού
Φωτογραφία - Promo Video: Γιάννης Βολιώτης,Volition
Σχεδιασμός αφίσας: Γιάννης Βολιώτης
Επιμέλεια μακιγιάζ: Βίνα Ευστρατιάδου
Εκτέλεση μακιγιάζ: Απόφοιτοι των ΙΕΚ ΑΚΜΗ
Παραγωγή: LIMINAL SPACE - VOLITION
Παίζουν με αλφαβητική σειρά:
Ιουλία Αγαλίδου
Αναστασία Γκουγκούμη
Έλενα Εσκενάζη
Ελένη Καραδάκη
Σοφία Μελισσουργού
Μαρία Πανοπούλου
Κατερίνα Παπαθανασιάδη
Χαρά Στάθη
Λούλα Τριανταφύλλου
Βαλεντίνος Τσίλγολου
Στο θέατρο Βαφείο-Λάκης Καραλής, Αγίου Όρους 16 & Λ. Κωνσταντινουπόλεως 115, Κεραμεικός (πλησίον Μετρό Κεραμεικός), 2103425637, 6974262708
Πρεμιέρα: Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021 και κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στις 21:15
Ισχύουν ειδικές τιμές εισιτηρίων για συλλόγους και γκρουπ