Μετά από σχεδόν δύο χρόνια κατάφερα να επισκεφτώ ξανά το αγαπημένο θέατρο Βαφείο, που σε αυτό έχω δει επιτυχημένες παραστάσεις σαν τις «Γυναίκες» της Γαλάτειας Καζαντζάκη και «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Κασόνα.
Αυτήν τη φορά το έργο ανήκει στο νεοελληνικό ρεπερτόριο και συγγραφέας του είναι ο Χρήστος Άνθης, ο οποίος αναλαμβάνει και έναν από τους τέσσερις ρόλους. Και όπως πάντα, χαίρομαι πολύ που υπάρχει έντονη παρουσία και συνέχεια στο νεοελληνικό θέατρο.
Βρισκόμαστε στην Αθήνα του σήμερα και παρακολουθούμε λίγες ημέρες από τη ζωή δύο ζευγαριών. Ο Σταμάτης και η Κωνσταντίνα είναι ένα μεσήλικο ζευγάρι, πολύ πετυχημένο επαγγελματικά. Αυτός είναι διευθυντής σε μια εταιρεία και αυτή νευροχειρουργός σε κάποιο νοσοκομείο. Η ζωή τους όμως είναι τραυματισμένη από τον χαμό της επτάχρονης κόρης τους, από τροχαίο ατύχημα. Η Κωνσταντίνα αντιμετωπίζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα και παρακολουθείται από ψυχίατρο ενώ ο Σταμάτης προσπαθεί να βρει τη γαλήνη μέσα από τη δουλειά του.
Η νεαρή Λένα, απόφοιτος της φιλολογίας, προσπαθεί να βρει εργασία και να αρχίσει μια επαγγελματική καριέρα. Μια ημέρα πηγαίνει στην εταιρεία του Σταμάτη για να της πάρει συνέντευξη και στον ορίζοντα διαφαίνεται μια μελλοντική συνεργασία. Από την άλλη, ο Σπύρος είναι ένας νέος προγραμματιστής υπολογιστών και φίλαθλος του Παναθηναϊκού. Η Λένα και ο Σπύρος γνωρίζονται τυχαία στο μετρό, φλερτάρουν και αρχίζουν μια σχέση.
Κάπως έτσι συνδέονται οι ζωές αυτών των τεσσάρων ανθρώπων. Οι μικρές ζωές τους, όπως μας λέει ο συγγραφέας. Πρόκειται για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο, βαρύγδουπο χαρακτηριστικό. Δεν είναι διάσημοι, δεν είναι σπάνιοι, θα μπορούσαν να είναι οι γείτονες, οι συγγενείς μας, θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Άλλωστε από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου ο συγγραφέας παίζει με την ιδέα της σημαντικότητας της ζωής καθώς και με τη χρονική διάρκειά της. Ο παπαγάλος ζει διακόσια χρόνια, αξίζει άραγε μια τόσο μεγάλη διάρκεια ζωής όταν εσύ συνεχίζεις να υπάρχεις και όλοι όσοι αγαπάς έχουν φύγει; Από την άλλη η μύγα ζει ελάχιστα αλλά, σε αυτό το διάστημα, προλαβαίνει να έχει τις εμπειρίες που θέλει. Γνωρίζεις έναν άνθρωπο για μια ημέρα μόνο και μπορεί να τον θυμάσαι μέχρι να πεθάνεις. Ίσως γιατί η ζωή όλων μας αποτελείται από στιγμές και κάποιες από αυτές τις στιγμές είναι τόσο έντονες που μας συνοδεύουν για πάντα. Όσο μπορεί να καθοριστεί το ανθρώπινο πάντα. Οι ζωές μας τελικά είναι μικρές μέσα στον χωροχρόνο. Και ακόμα μικρότερες είναι οι στιγμές της ζωής μας, που μας συντροφεύουν και που μας σημαδεύουν, είτε αυτές είναι καλές είτε κακές. Όπως θα πει ο Σταμάτης στην Κωνσταντίνα: «Σταμάτα να σκέφτεσαι μόνο αυτή την Κυριακή, την Κυριακή που πέθανε η κόρη μας. Σκέψου πόσες άλλες Κυριακές μας στιγμάτισαν. Σκέψου όλες τις άλλες.».
Ο συγγραφέας επιλέγει το μετρό ως πέμπτο πρωταγωνιστή του έργου του. Από την αρχή έως το τέλος του έργου πρωταγωνιστεί το μετρό της Αθήνας, είτε μέσα από τους διαλόγους των ηρώων είτε μέσα από τις σκηνές. Εκεί θα γνωριστούν η Λένα και ο Σπύρος. Εκεί θα χάσει η Λένα το βιβλίο της και θα είναι η αιτία της συνέχειας της γνωριμίας της με τον Σπύρο. Εκεί θα υποστεί η Κωνσταντίνα τις κρίσεις πανικού της. Εκεί θα λάβει χώρα η τρομοκρατική ενέργεια με τις ανάλογες συνέπειές της.
Η σκηνοθεσία του έργου είναι της Άννας Ετιαρίδου, η οποία είναι ευφάνταστη. Οι προαναφερόμενες σκηνές τού μετρό δίνονται τόσο ζωντανά μόνο με τη βοήθεια των ήχων και των κινήσεων των ηθοποιών, χωρίς καθόλου σκηνικά. Οι εναλλαγές των σκηνών επίσης δίνονται αριστοτεχνικά με τη βοήθεια των φωτισμών. Τους ήχους και τα φώτα χειρίζεται με μαεστρία ο Σάββας Σουρμελίδης.
Τα σκηνικά είναι μινιμαλιστικά αλλά χαρακτηριστικά. Ένα γραφείο με ένα λάπτοπ και μια μολυβοθήκη σε μια γωνιά απαρτίζει το γραφείο του Σταμάτη. Ένα σαλονάκι και ένα τρέιλερ με ποτά το σπίτι του Σταμάτη και της Κωνσταντίνας.
Ο Χρήστος Άνθης, εκτός από δημιουργός του έργου, αναλαμβάνει και τον ρόλο του Σταμάτη. Είναι ολοφάνερο ότι δίνεται ψυχή και σώματι στον χαρακτήρα, που δημιούργησε ο ίδιος. Προφανώς είναι κάτι που αγάπησε και έδωσε όλο του το είναι.
Η Ανδριάνα Νταή ερμηνεύει την Κωνσταντίνα. Ίσως αναλαμβάνει τον πιο δύσκολο ρόλο, αφού μας χαρίζει μια βασανισμένη γυναίκα, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο της κόρης της, που βασανίζεται συνεχώς από τις τύψεις της, που υποφέρει από ψυχοσωματική ασθένεια αλλά ταυτόχρονα είναι μια αφοσιωμένη γιατρός και μια κάπως προβληματική σύζυγος.
Η Σοφία Ιωακειμίδη είναι η Λένα, η ρομαντική νεαρή που ξεκινάει τη ζωή της. Λατρεύει τον Σαίξπηρ, έχει ιδανικά, κάνει σχέδια, ερωτεύεται... Η Σοφία Ιωακειμίδη καταφέρνει να αναδείξει αυτή την ρομαντική αφέλεια.
Τέλος, ο Μανώλης Μακρυγιάννης είναι ο Σπύρος. Μας παρουσιάζει έναν ζωντανό χαρακτήρα, έναν πιστευτό μοναχικό νεαρό, που λόγω της μοναχικότητάς του έχει αφοσιωθεί στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στο χρυσόψαρό του και στην αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα.