Η φήμη σας προηγείται κύριε Πόε. Αν με ρωτήσετε που ξέρω το όνομα σας θα πρέπει να μου δώσετε λίγο χρόνο για να σας εξηγήσω.
Άκουσα να μιλάνε για εσάς και, μαζί με κάποιες άλλες φήμες, που ήξερα από μικρός, συνέδεσα με κόπο τα στοιχεία και νομίζω κατέληξα στο καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούσε να υπάρξει. Μα και βέβαια ότι είστε υπαρκτός, ότι είστε εσείς εκείνος ο οποίος έγραψε εκείνα τα βιβλία. Για μένα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία…
Μα καθίστε, μη στέκεστε όρθιος, εκεί απέναντι μου, στην πολυθρόνα και δώστε μου ένα λεπτό να πάρω τις σημειώσεις μου.
Το ξέρω ότι θα είστε γεμάτος απορίες για το πώς σας ανακάλυψα από τα βάθη της αβύσσου που ήσασταν κρυμμένος και για το πώς κατάφερα και σας ανέσυρα από τα σκοτάδια.
Όλα άρχισαν φυσικά από τα βιβλία σας που ανακάλυψα μία μέρα στο κελάρι του σπιτιού μου. Δεν πιστεύω στην τύχη και με το που αντίκρισα τα κείμενά σας πραγματικά πίστεψα ότι μου μιλούσαν. Με οδηγούσαν χωρίς τη θέληση μου να ψάξω, να εξερευνήσω, να δω πίσω από το νόημα των κειμένων. Για να σας πω την αλήθεια πίστεψα ότι μου μιλούσατε μέσα από αυτά.
Μη με πάρετε για τρελό, θα σας εξηγήσω.
Δεν ήταν επειδή με συνεπήρε η αφήγηση σας, δια μέσω της γραφής σας, μόνο που με ταξίδευε σε μέρη φανταστικά αλλά και οι εικόνες που περιγράφατε… Έμοιαζαν με μέρη πραγματικά.
Βέβαια ξέρω ότι οι συγγραφείς ανακατεύουν μέρη, τοποθεσίες περιγραφικά για να δημιουργήσουν κάτι αλλόκοτο και σχεδόν υπαρκτό.
Δεν σας κρύβω ότι και εγώ ο ίδιος είμαι συγγραφέας και από τη στιγμή που ανακάλυψα τα βιβλία σας εκστασιάστηκα. Τα περίφημα γραπτά του κυρίου Πόε!
Νομίζω τυφλώθηκα από τη λαχτάρα μου και αυτό για μένα έγινε ένας και μοναδικός σκοπός. Να βρω πού είχατε εξαφανιστεί.
Ξέρετε πολλοί είπαν ότι πεθάνατε αλλά ήμουν και είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Όχι σε αυτόν τον κόσμο. Άλλωστε, να που είστε εδώ…
Λοιπόν, όταν διάβασα όλα τα γραπτά σας, στην αρχή νόμιζα ότι επηρεάστηκα καθώς είναι σύνηθες όταν κάποιος αφοσιώνεται τόσο πολύ στη δουλειά κάποιου στο τέλος να να ζει μέσα σε αυτή. Θα μου πείτε βέβαια πως οι περισσότεροι τρελαίνονται και καταλήγουν σε ψυχιατρικές κλινικές αλλά σίγουρα ποιος μπορεί να πει ποιος είναι ο πραγματικά τρελός;
Άφησα λίγο διάστημα να περάσει μετά την ανάγνωση για να πείσω τον εαυτό μου ότι έπρεπε να σκεφτώ λογικά και ότι δε θα επηρεαζόμουν από τον πρόωρο ενθουσιασμό μου.
Έτσι για ένα διάστημα έκανα ένα σωρό άλλα πράγματα και είχα αφήσει τις σκέψεις μου να κατασταλάξουν. Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ καθώς άρχισα να ακούω από τον γύρω κόσμο λέξεις, στην αρχή, μετά προτάσεις που δεν ήταν τυχαίες. Θα μου πείτε σύμπτωση είναι να μιλάνε όλοι για τους φόνους που έγιναν όπως έγραφαν τα κείμενα σας, ότι κάποιος σας αντέγραφε καθώς τα γραπτά σας είναι γνωστά. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Ονόματα, άνθρωποι που μου συστήνονταν, ημερομηνίες που γινόντουσαν γεγονότα ήταν κοινά, με τις ιστορίες σας, κύριε Πόε.
Πίστεψα πως είχα σίγουρα τρελαθεί όταν άκουσα για έναν τύπο με μια ευαίσθητη καρδιά να έχει δολοφονήσει κάποιον γέρο. Έτρεξα αμέσως και άνοιξα την ιστορία που είχατε γράψει. Λεγόταν Η μαρτυριάρα καρδιά. Μα τι λέω τώρα, αφού καταλάβατε με το που σας είπα… φαίνεται από το χαμόγελο σας.
Έπειτα εισέβαλαν και άλλα στη ζωή μου. Δε με άφηναν να κοιμηθώ τις νύχτες αφού με επισκεπτόντουσαν φωνές που φώναζαν τα ονόματα τους. Λυγεία, Βερενίκη, Λύδια και Ελεονόρα νομίζω ήταν. Με κοιτούσαν από τα νεκρά μάτια τους και μου έδειχναν έξω από το παράθυρο. Να έρθω να σας βρω.
Ένα βράδυ δεν έκλεισα μάτι και ο ήλιος φανερώθηκε από το παράθυρο όπως και η ιδέα που μου είχε έρθει. Μόνο έτσι θα απελευθερωνόμουν από το μαρτύριο αυτό. Θα ερχόμουν να σας βρω. Μέσα από τα πέρατα της γης, θα σας έψαχνα παντού. Ναι, θα το έκανα σκοπό της ζωής μου.
Ποιος ήμουν εγώ όμως που θα έκανα αυτό το τρελό μεγαλούργημα; Ήμουν ένας ασήμαντος συγγραφέας, που ήταν έτοιμος να τσακίσει το καράβι του για να βρει έναν άλλο πεθαμένο εδώ και πάρα πολλά χρόνια συγγραφέα.
Κοίταζα λυπημένος έξω από το παράθυρό μου και τότε μου ήρθε η ιδέα. Έπρεπε να φτιάξω έναν χάρτη. Με στοιχεία που προσεκτικά θα έβρισκα από τα βιβλία. Δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα.
Άρχισα να ξεφυλλίζω τα βιβλία και δημιούργησα έναν δρόμο από μια αρχή και ένα τέλος. Χρονολογικά αλλά και περιγραφικά. Έφτιαξα έναν νοητό, φανταστικό για την ώρα, δρόμο που κατέληγε κάπου. Το δύσκολο είναι βέβαια να μη μπερδευτείς καθώς πρέπει να έχει κάποιος άριστη και λεπτομερειακή γνώση των κειμένων σας αλλά και των πραγματικών ορίων. Νησιά και μέρη που θα έπρεπε να κατευθυνθεί.
Πώς κατευθύνεται κάποιος λοιπόν προς τον κόσμο σας κύριε Πόε; Η απάντηση μου ήρθε όταν απογοητευμένος κοίταξα στο έδαφος. Γέλασα γιατί ήξερα ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που είχε σκοτώσει τον γέρο και τον είχε θάψει στο έδαφος αλλά σκέφτηκα μια λέξη."Κάτω".
Η πόλη είχε κατακόμβες και αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο μου. Έτσι μάζεψα τα πράγματά μου, πήρα τα γραπτά σας και προμήθειες για το ταξίδι και αποχαιρέτησα τον φωτεινό μου κόσμο.
Παραβίασα μια κλειδαριά των υπονόμων και χάθηκα μέσα στα ατελείωτα τούνελ της πόλης. Με ελάχιστο φως περπατούσα σαν χαμένος έχοντας στο μυαλό μου τις φωνές της λογικής που με οδηγούσε στον χαμό και ίσως στον θάνατο. Μόνος εκεί κάτω, αν πάθαινα κάτι θα ήμουν ανήμπορος.
Μα εγώ συνέχισα καθώς άκουγα πίσω μου το εκκρεμές να πλησιάζει έτοιμο να κόψει το νήμα της ζωής μου.
Επιτέλους, βρήκα κάποια στιγμή φως και αναφώνησα: Θεέ μου επιτέλους σε βρήκα! Είχα φτάσει σε ένα λιμάνι και ανέβηκα στο μοναδικό πλοίο που υπήρχε. Δεν θυμάμαι να μου μίλησε κανείς από τους ναυτικούς. Το μόνο που έκαναν ήταν η προγραμματισμένη δουλειά τους και το άκουσμα των κυμάτων και πουλιών που πετούσαν.
Ανέβηκα στο πλοίο και αμέσως σαλπάραμε για το άγνωστο. Σκέφτηκα ότι και αυτό μπορεί να ήταν ένα στοιχείο αφού άλλωστε δεν είχα άλλη εναλλακτική.
Δεν προλάβαμε να βγούμε στα ανοιχτά και μια καταιγίδα μας πήρε στην αγκαλιά της. Ανήμποροι να αποφύγουμε την τεράστια ρουφήχτρα που δημιουργήθηκε είδα να χάνονται τα μέλη του πληρώματος και το ίδιο το καράβι στην άβυσσο της θάλασσας.
Μαύρα όλα και κεραυνοί. Σκοτείνιασα, έκλεισα τα μάτια μου και έχασα κάθε ελπίδα πέφτοντας μέσα στο παγωμένο νερό. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω κύριε Πόε και το πιστεύω ήμουν κοντά στον θάνατο.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν κάπου ζεστά και όμορφα. Ήταν ένα νοσοκομείο και χαμογέλασα για μια στιγμή. Μα όταν πήγα να κουνηθώ ανακάλυψα ότι με είχαν δέσει σε ένα φορείο. Ακόμα χειρότερα όταν αντίκρισα τους γιατρούς συνειδητοποίησα ότι ήταν… τρελοί. Φορούσαν μάσκες και ποδιές γιατρών και μερικοί ήταν σαν να έπαιζαν κάποιο ρόλο, μα κατάλαβα ότι πίσω από αυτό το θέατρο υπήρχε παράνοια και παραλογισμός.
Έπειτα ήρθε ένας γιατρός και αφού με έλυσε από τα δεσμά του φορείου, με καθησύχασε και ότι είχαν πάρει προληπτικά μέτρα. Με οδήγησε στο γραφείο του και μου ανακοίνωσε ότι θα γινόταν κάποιος χορός το βράδυ και θα με φιλοξενούσαν για την περίσταση. Πίστεψα πως με είχαν περάσει για κάποιο ειδικό και θέλοντας να αποκτήσω λίγο χρόνο ώστε να σκεφτώ και να οργανώσω την επόμενη κίνηση μου, δέχτηκα.
Οι ώρες πέρασαν και εξαντλημένος από την κούραση με ξύπνησε ο ήχος στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου. Μου είχαν φέρει την ένδυση μου και μου ανακοίνωσαν ότι σε λίγη ώρα θα άρχιζε ο χορός.
Η ώρα πραγματικά πέρασε γρήγορα και, αν δε το συνηθίζω σχεδόν ποτέ να αργώ, εκείνη τη στιγμή το έκανα. Χάθηκα στον κόσμο των σκέψεών μου. Με την απολογία στα άκρα των χειλιών μου για την καθυστέρηση άνοιξα την πόρτα της αίθουσας του χορού για να αντικρίσω ένα αποτρόπαιο θέαμα. Όλοι ήταν πεθαμένοι στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή μια πόρτα έκλεισε και αντίκρισα ένα προσωπείο. Όλο βαμμένο κόκκινο στο αίμα του θανάτου.
Λιποθύμησα, χάθηκα, πέθανα, δεν ξέρω τι ακριβώς, ούτε πια θυμάμαι τη στιγμή.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι έμεινα μόνος μου μέσα σε ένα σκοτάδι, μόνος με τις τύψεις μου και τα λάθη μου. Φωνές, που με είχαν προειδοποιήσει για αυτό το ταξίδι, μου επιβεβαιώνονταν πανηγυρικά. Είχαν νικήσει.
Τίναξα το ένα μου χέρι και έπιασα χώμα και έπειτα αέρα. Ήμουν θαμμένος ζωντανός; Κάθισα και σκέφτηκα επάνω στο δικό μου μνήμα ότι όλα είχαν περάσει. Ο φόβος για το τι θα γίνει, ο θάνατος. Επιτέλους ήμουν ελεύθερος. Και ακόμα καλύτερα, είχα περάσει στον δικό σας κόσμο. Όντας τώρα πεθαμένος θα συνέχιζα τον προορισμό μου. Να βρω εσάς κύριε Πόε.
Χαρούμενος, χλωμός με ρούχα σχεδόν λιωμένα επάνω μου περπάταγα ανάμεσα από τα μνήματα. Φαινόταν πως ο ήλιος ήταν μουντός σε σχέση με τον κόσμο των ανθρώπων, μα ύστερα σκέφτηκα ότι ο κόσμος αυτός είναι ο δικός σου. Δεν είναι των πεθαμένων και άρα θεέ μου –είμαι τόσο χαρούμενος– υπάρχεις κάπου και μάλλον κοντά.
Συνάντησα εκεί στον δρόμο της γκρίζας απόγνωσης και του φαιού θεού έναν άνθρωπο να στέκει όρθιος. Δεν τόλμησα να του μιλήσω καθώς αντιπροσώπευε την απόλυτη ηρεμία και το βλέμμα του ήταν τόσο χορτασμένο από τη ζωή που σχεδόν χαμογελούσε. Φαινόταν ότι μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό αλλά όμως τα είχε μπροστά του στάσιμα. Θύμωσα όπως θύμωσες κι εσύ κύριε Πόε τότε, μα δεν έκανα κίνηση. Συνέχισα στον δρόμο παρακάτω από τις ιτιές.
Δε μπόρεσα και έπεσα κάτω από την ντροπή. Πώς να σε αντικρίσω; Που δεν τολμούσα να προχωρήσω... Έτσι έγινα πουλί μαύρο στην μορφή να σου μιλήσω. Έγινα κοράκι μήπως σου θυμίσω αυτά που έγραφες. Να σ' αντικρίσω.
Ποτέ πια δηλητήριο στην καρδιά, πέταξα, φώναξα και είπα όταν στο περβάζι σου ανακάλυψα το σπιτικό σου. Κρυμμένο μνήμα, σκοτεινό ήταν στα πέρατα εκεί, εδώ.
Να όμως που μπαίνω μέσα, σου μιλώ, σ' αναζητώ, μα δεν είσαι εδώ.
Φοβάμαι, εγώ που έγινα κοράκι με την κόκκινη ματιά να σου πω ότι σε βρήκα. Σε νοσταλγώ μα δεν είσαι εδώ. Απογοητευμένος γίνομαι άνθρωπος, πάω να βγω κι ακούω τη φωνή σου.
— Πόε με λένε, κάθισε λίγο, θέλω να σου πω. Χαίρομαι που ήρθες ως εδώ φίλε σκοτεινέ. Σαν ουρλιαχτό ανέμου μού μίλησες για ιστορίες που έχω γράψει κι ήρθες εδώ. Τόλμησες να αφήσεις την ψυχή σου, έκοψες το νήμα της ζωής σου και με βρήκες εδώ μονάχο. Ότι πέθανα δεν πίστεψες ποτέ, μα πήρες το πλοίο ναυαγέ. Έβγαλες το προσωπείο του θανάτου και κοίταξες με μάτια αληθινά. Αντίκρισες τον άνθρωπο με τη γαλήνη της ψυχής σου και πέταξες με τα φτερά που λησμονείς. Στο σκοτάδι το βαθύ σου.
Τα λόγια του στο μυαλό μου αντηχούσαν. Όπως και οι ιστορίες του είχα γίνει και εγώ ένα με αυτόν. Ήμασταν το ίδιο νόμισμα και μιλούσαμε εδώ στη δωδέκατη ώρα που δεν περνούσε.
Αντικριστά ο ένας με τη θλίψη του άλλου στα μάτια μας.
Θεέ μου, η καρδιά μου πάει να σπάσει από την αγωνία, δε μπορώ θα σου το πω. Σε αγαπώ που με ταξίδεψες και άνοιξες πύλες στα πέρατα του κόσμου.
— Κρίμα που δεν μπορείτε να γυρίσετε πίσω στον κόσμο σας. Να τους πείτε τι είδατε αν και αμφιβάλλω αν θα σας πιστέψουν, μάλλον θα σας περάσουν για τρελό. Οι άνθρωποι δεν βλέπουν τι σκοτάδι δημιουργούν.
Να σας πω την αλήθεια δεν είχα σκοπό να φύγω, άλλωστε πέρασα τόσα πολλά για να φτάσω εδώ μαζί σας. Αλήθεια, σας είπα ότι η δουλειά σας, τα γραπτά σας με έφεραν εδώ σε εσάς;
— Αλήθεια;
Ναι, πραγματικά κοιτάξτε πώς…
— Δεν μου είπατε όμως το όνομα σας κύριε…
Πόε. Το όνομά μου είναι Πόε.
— Μα τι όμορφη σύμπτωση και το δικό μου το ίδιο είναι.
Με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα που σταματάει τον χρόνο και χωρίς να κινούνται τα χείλη του μιλούσε στο μυαλό μου. Φαινόταν σαν παλιά φωτογραφία ασπρόμαυρη απέναντι μου.
Δεν είχα που να πάω μα και να είχα δεν ήθελα να φύγω. Είχα βρει τον συγγραφέα, τον φίλο και δάσκαλό μου και καθόμασταν παρέα συνομιλώντας στην αιωνιότητα. Κάποια στιγμή γύρισε την πλάτη του σε εμένα και κάτι κοιτούσε στο μαύρο σκοτάδι. Πήγα κοντά του και το είδα κι εγώ. Κοίταζα αυτό το άπειρο πηγαίνοντας σε ένα κόσμο αλλόκοτο, μα υπαρκτό.
Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα σαν άγγελος σκοτεινός και μια μέρα ξύπνησα κάτω από μια ηλιαχτίδα στον κόσμο των ζωντανών. Ανήμπορος, τρελός, απλά να υπάρχω με το μυστικό αυτό καλά κλεισμένο στην καρδιά μου.
Θλίψη με έπιασε τρομακτική, μόνος με του δασκάλου τη φωνή, να μην μπορώ να πω ότι υπάρχει. Ότι την άκουσα στη σκέψη μου πραγματικά να μου μιλά.
Πέρναγαν οι διαβάτες από κοντά και με απόφευγαν, γέλαγαν στο άκουσμα του ονόματός του.
Για αυτό κι εγώ θα σας πω μια ιστορία. Πώς άρχισαν όλα, κύριε Πόε…
Πρώτη δημοσίευση
Με αφορμή την ημέρα θανάτου του Έντγκαρ Άλαν Πόε (7 Οκτωβρίου 1849)
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία του Έντγκαρ Άλαν Πόε
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου