Υπάρχουν κάποιες στιγμές που αισθάνεσαι ότι και μόνο απ' το εξώφυλλο του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου, θα συναντήσεις κάτι το συγκλονιστικό, το ιδιαίτερο, σαν κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό να υπάρχει στις σελίδες, που περιμένει μ' αγωνία να το ανακαλύψεις.
Έτσι ένιωσα, όταν παρέλαβα την ποιητική συλλογή του Γιώργου Ματαλλιωτάκη, Ηχώ του Όχι: μες στον Λαβύρινθο, κοιτάζοντας ένα δαιδαλώδες αδιέξοδο να απεικονίζεται στο εξώφυλλό της. Ένα σωρό ερωτηματικά άρχισαν να με κατακλύζουν: για ποιο Όχι και ποιον Λαβύρινθο άραγε μιλά ο ποιητής; Και με ποιους τρόπους μπορεί κανείς να αποδράσει αν και εφόσον αυτό είναι εφικτό;
Με περισσή λοιπόν περιέργεια άρχισα να διαβάζω το πρώτο ποίημα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το μυστικό που προσδοκούσα ότι θα βρω σε κάποιο στίχο του.
Άνοιξες το εξώφυλλο αργά,
ανυποψίαστος
πως μπήκες στον λαβύρινθο.
Και τώρα; θα γυρίσεις τις σελίδες μία μία,
ψάχνοντας την έξοδο που δεν υπάρχει.
(Στον Αναγνώστη)
Διαβάζοντας το παραπάνω, σαν καλωσόρισμα προς τον αναγνώστη, δεν αργώ να συνειδητοποιήσω μια κοινή παραδοχή, πως είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι σε έναν Λαβύρινθο, που για να τον διαβούμε και να τον κατανοήσουμε, θα πρέπει να περιηγηθούμε στα έγκατα της ύπαρξής μας, να τον εξερευνήσουμε ως τα μύχια της ψυχής μας με κάθε κόστος και οδύνη. Εκεί που κυριαρχεί σκοτάδι, εκεί πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο. Ενδιαφέρον μου ακούγεται… γιατί οι σκοτεινές πλευρές είναι πάντα εκείνες που μας δείχνουν τον δρόμο για το φως… άρα και τη σωτηρία.
Ας προχωρήσω όμως παρακάτω, δεν πρέπει να χρονοτριβώ, με περιμένει η Είσοδος και ο ναός του άφαντου μυστηρίου που προσμένει να αποκαλυφθεί …
Δεν μιλώ αληθινά,
παρά μόνο όταν μιλώ,
σαν να μπαίνω σε ναό.
(Είσοδος)
Μ' αυτή τη λακωνική φράση ξεκινά και τελειώνει το δεύτερο ποίημα. Εκεί στην είσοδο λοιπόν, θα παιχτεί το σκηνικό της αναμέτρησης με τον εαυτό μας και ο εγκαταλελειμμένος ναός, που θα εισέλθουμε ανυποψίαστοι, μπορεί να παρομοιαστεί με την ερημιά της ψυχής του εσώτερου εγώ, που κρύβεται καιρό ξεχασμένο στα βάθη…
Εκεί, στα τάρταρα, η ποίηση σαν γκράφιτι στους ερειπωμένους τοίχους της φυλακής-ψυχής, γίνεται φωτεινός σηματοδότης που δείχνει, προσωρινά έστω, τον δρόμο απ' το αδιέξοδο.
Κι εγώ υπήρξα εδώ, φωνάζει... Κι αν συναντήθηκε με τον ποιητή, όπως και πριν από αυτόν με τόσους και τόσους άλλους, κι αν την προϋπάντησε μιαν άναστρη νύχτα στα σκοτάδια, κι αν γοητεύτηκε από την ομορφιά της, κι αν του άπλωσε το χέρι για να τον οδηγήσει με το φανάρι της, εκείνος ανυποψίαστος δεν κατάλαβε ότι υποκρινόταν πώς ξέρει τον δρόμο… Μετά τον εγκαταλείπει και νιώθει πιο μόνος και προδομένος από ποτέ, ο τρόμος κυριαρχεί και προσπαθεί να πιαστεί από κάπου να σωθεί… Οι λέξεις όμως είναι κούφιες και η ποίηση τον έχει πλέον εγκαταλείψει. Μόνη αναλαμπή φωτός, προσωρινή έστω, η αίσθηση ότι μπορεί ακόμα να αισθανθεί αγάπη.
Η αγάπη σου είναι το μάκρος της αλυσίδας.
Φοβάσαι, μήπως
δεν είναι αρκετή.
(Τρόμος)
Το Δωμάτιο που περιγράφει στη συνέχεια και ο Ιστός, που περιπλέκεται μέσα σ' αυτόν, μήπως δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό του και όλα όσα τον απαρτίζουν; Κι έχει τόσες πόρτες, όσες και ανεξιχνίαστες πλευρές; Ή μήπως είναι η ίδια η ζωή με τα πολλά στενά και δύσβατα μονοπάτια της;
Δεν ξέρω, αμφιταλαντεύομαι· θα κρατήσω όμως και τις δύο εκδοχές. Η μάχη και η γνωριμία με τον εαυτό μας, και εντέλει με την ίδια τη ζωή και την κοινωνία που μας περιβάλλει, δεν προκύπτει αλώβητη και αναίμακτη, αλλά χρειάζεται κανείς συνέχεια να ματώνει και ν' αγωνίζεται… και πολλές φορές, στην προσπάθειά του αυτή να πληγώνει και τους άλλους…
Κάθε μας βήμα κι ένας φόνος,
κάθε μας άγγιγμα και μια πληγή.
Το δωμάτιο μικρό
μα το σφαγείο απέραντο.
Άραγε, ζωγραφίσαμ' έστω ένα λουλούδι
με τόση άφθονη, κόκκινη μπογιά;
(Το Δωμάτιο)
…αναρωτιέται. Και το πιο τραγικό και οδυνηρό είναι ότι δεν γνωρίζει πόσους πλήγωσε ή από ποιους πληγώθηκε κι εκείνος…
Πόσους έχω σκοτώσει
και δεν το ξέρω·
πόσοι μ' έχουν σκοτώσει
και δεν το ξέρουν
(Ιστός)
Και αν στον πηγαιμό για την όποια Ιθάκη «χαθεί» και περιπλανηθεί μέσα στην ερημιά του και στον κόσμο, φοβάται ότι στην επιστροφή καμιά Πηνελόπη δεν θα περιμένει. Γιατί το ταξίδι με τον άγνωστο εαυτό μας μπορεί να αποβεί τόσο μεγάλο και ατελές, που υπάρχουν πιθανότητες να χαθούμε και να μη γυρίσουμε ποτέ στην πρότερη ασφάλειά μας… Ή ακόμα, γοητευμένοι από την περιπλάνηση, να ξεχαστούμε ταξιδεύοντας…
Μπες πάλι στο πλοίο σου και φύγε μας προτρέπει τότε… Και στην μάχη ή τις μάχες που θ' ακολουθήσουν, κοίτα να κρύψεις καλά τον φόβο σου, τονίζει στο μικρό «παιδί του», στη μικρή αθώα πλευρά του.
Σοφία γεννιέται μόνο,
μέσα από τον πόνο και το πάθημα συλλογίζεται… πριν φορέσει το κράνος του για νέες μάχες… κι αν υπάρχουν στιγμές, που αισθάνεται χωρίς καταφύγιο, είναι επειδή… δεν υπάρχει ούτ’ ένας ίσκιος, τώρα πια, / να μας κρύψει από την κάψα του χρόνου. (Χωρίς καταφύγιο)
Ο ποιητής-πολεμιστής οφείλει να αποδεχτεί κάθε του πληγή, κάθε τραύμα, κάθε ράγισμα, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορέσει ν' ανταμώσει την ευαίσθητη πλευρά του, την πιο ζοφερά ανεξιχνίαστη. Και πώς αλλιώς θα συναντηθεί με Εκείνη, την πολυτραγουδισμένη Ποίηση, πώς θα εμπνευστεί;
Μόνο λίγο θάρρος και τόλμη χρειάζεται για να βουτήξει στα βαθιά και επικίνδυνα νερά της.
Συνήθως, οι περισσότεροι τσακιζόμαστε στα βράχια πριν,
βγαίνουμε στην ακτή κι επιστρέφουμε πίσω,
μόνο με δυο-τρεις στίχους που ν' αξίζουν,
παραμάσχαλα.
Μόνο οι τολμηροί, που δεν φοβούνται να πεθάνουν
ή
να επιζήσουν έναν τέτοιο θάνατο,
φτάνουν κάποτε
στο τέρμα.
(Μικρή περιπέτεια)
Φαίνεται πως αυτές οι στιγμές, η μοναχική και μοναδική αυτή περιπέτεια για να κρυφτεί στο καταφύγιό της, είναι και η απέλπιδα σανίδα σωτηρίας του, αυτή που θα του επιτρέψει να επιβιώσει στην καταχνιά της ζωής.
Κάθε ποίημα, μια μικρή φωτιά
που προσπαθεί να πυρπολήσει τη νύχτα·
κάθε στίχος, ένα σπίρτο
που ανάβει και σβήνει,
προτού μπορέσει να βλάψει
το απέραντο μαύρο σκηνικό.
Η νύχτα, μόνο αυτή, στέκει σιωπηλός μάρτυρας της δίψας του για εξερεύνηση, στη δική της αγκαλιά μπορεί να κρυφτεί και να γράψει τα ματωμένα ποιήματά του… Ο χρόνος όμως τον πολιορκεί κι εκείνος γράφει για να εξιλεωθεί.
Ο καιρός μάς χτυπάει αλύπητα,
μέρα και νύχτα.
Όμως, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε,
από το να καλλιεργούμε τον κήπο μας,
ακούραστα,
στη βροχή, στην μπόρα και στην καταιγίδα…
(Εποχές)
Εδώ θέτει ένα καίριο ζήτημα, της συνεχούς ενασχόλησης με την τέχνη, άσχετα με τις καιρικές συνθήκες, τις καταστάσεις που επικρατούν εντός του και τριγύρω. Και μάλιστα αφήνει να εννοηθεί ότι μέσα από την τριβή και την σύμπραξη με τους άλλους, μέσα από το πλήθος και όχι μακριά από αυτό, θα πρέπει κανείς να δημιουργεί. Οφείλει επομένως να μη στέκει απλός παρατηρητής. Κατά τον ίδιο πρέπει να υπάρχει μια ροή των πραγμάτων, το τέλμα φαίνεται να μην οδηγεί πουθενά.
Τα πάντα ρει, ναι·
κι εσύ δεν κάνεις ποίηση από την ακτή,
αλλά μέσα απ’ το ποτάμι,
εν κινήσει,
με το ένα σου χέρι,
καθώς με το άλλο παλεύεις
να μείνεις στην επιφάνεια,
να μην πνιγείς.
(Εν κινήσει)
Ο ποιητής μας, βαθιά ανατόμος της καλλιτεχνικής του φύσης και του εύθραυστου ψυχισμού του, γνωρίζει πως η έμπνευση δεν έρχεται όποτε το επιθυμεί, μπορεί να κάνει και χρόνια να τον επισκεφτεί… Και πάλι τότε να μην έχει τι να γράψει, να αισθάνεται πως όλα έχουν ειπωθεί…
Γράφει, λοιπόν, ο ποιητής… Μα τι να γράψει;
Με τον πυρσό των ιδεών του τι ν’ ανάψει;
(Ψίθυρος)
Στην ποίηση του Γιώργου Ματαλλιωτάκη ανακάλυψα πολλά χαρίσματά του, όπως αυτό του έμμετρου στίχου, που σας παραθέτω στο παρακάτω απόσπασμα από το Σονέτο Καραντίνας.
Κλειστήκαμε στα σπίτια μας για μήνες.
Στους δρόμους γάτες μόνο και φαντάσματα,
κανένα περιπολικό και άσματα
του ανέμου μπρος στις έρημες βιτρίνες.
Ανακάλυψα επίσης τη χαρά της γραφής σε δουλεμένα νοήματα, ένα ψυχικό ξέσπασμα σαν απαλό αναστεναγμό να με συντροφεύει σ' όλες τις σελίδες αυτής της περιήγησης στον Λαβύρινθο… Περπάτησα μαζί του νιώθοντας την επιθυμία να καίει στα σωθικά, επιθυμία σαν μαύρο πηγάδι, που ρίχνεις πέτρα μέσα του και δεν ακούς τον κρότο του πυθμένα. (Επιθυμία)
Ένιωσα τη δίψα για φως να μου στεγνώνει το είναι, το καρδιοχτύπι σε όλη τη διαδρομή. Η δίψα μου πιο μεγάλη από τη νύχτα· το λαρύγγι μου πιο στεγνό κι από σελήνη. (Δίψα)
Αισθάνθηκα την ίδια απορία για το πώς ένα φιλί μπορεί να σου χαρίσει τον κόσμο ή να στον πάρει μονομιάς. Ποτέ δεν ξέρεις αν γυρεύει να δώσει στον άλλον τον κόσμο ολόκληρο ή αν γυρεύει να του πάρει ό,τι έχει και δεν έχει· (Το φιλί)
Διαπίστωσα πως πίσω από κάθε πόρτα που προσπερνούσα και δεν άνοιγα, είτε από φόβο είτε από άγνοια του τι θα συναντήσω, καραδοκούσε και μια άλλη χαμένη ευκαιρία. Όλες οι χαμένες ευκαιρίες, όλα τα Εάν που τώρα μας κοιτούν από τις κλειδαρότρυπες επτασφράγιστων θυρών, που δεν ανοίξαμε -μια θάλασσα ανεκπλήρωτου που μέσα της πνιγόμαστε. (Πόρτες) Λύγισα από το βάρος και τις αλυσίδες τόσων μάταιων χρόνων και προσδοκιών, τις θύμισες της χαμένης παιδικότητας.
Κι όσο προχωρώ, μ' αλυσοδένουν τα χρόνια και οι μνήμες, οι κλειδώσεις μου σκουριάζουν απ' το αίμα του καιρού. (Το Βάρος)
Σε αυτόν τον μαγικό Λαβύρινθο, είχα πολλά να μάθω και σοκάκια να περιδιαβώ…Πότε με συντροφιά ένα ταπεινό χαϊκού, πότε με μια περίτεχνα λυρική μαντινάδα… Είχα όμως και έναν καλό οδηγό… την Ποίηση, τη δική μου σανίδα σωτηρίας και διαφυγής από τα όποια αδιέξοδα… Τώρα γνωρίζω με βεβαιότητα όπως κι ο ποιητής, πώς μ' αυτόν τον κλήρο που μου έλαχε (μεγάλο ή μικρό, δεν έχει σημασία), δεν έχω να φοβάμαι τίποτα πια… γιατί μπορώ να βροντοφωνάξω το δικό μου Όχι.
Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Ματαλλιωτάκη, Ηχώ του όχι: μες στον Λαβύρινθο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή.
Επιμέλεια άρθρου: Τζένη Κουκίδου