Μια ποιητική συλλογή που κοσμείται, ή αν θέλετε συμπληρώνεται, από εικαστικά έργα του ίδιου δημιουργού, οπωσδήποτε παραπέμπει σε μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία. Όχι μόνο με λέξεις αλλά και με εικόνα. Κι έχει σημασία που βρίσκεται ο ίδιος άνθρωπος πίσω και από τις δύο μορφές έκφρασης· γιατί έτσι βλέπουμε περισσότερες πτυχές του ή έτσι μας επιτρέπει να δούμε περισσότερες πτυχές του...
Ο Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης, πέρα από τη συγγραφή των κειμένων της συλλογής, Ίχνη φωτός, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, παρουσιάζει επιπλέον στοιχεία καλλιτεχνίας και συγκεκριμένα ματιές του που έχουν δομηθεί με την τέχνη –και τεχνική– της ψηφιακής φωτογραφίας. Οι δύο εκφράσεις –ποίηση και φωτογραφία– βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία, τόσο «εικαστικά», νοηματικά, αισθητικά, όσο και συναισθηματολογικά.
Διαβάζοντας τα κείμενα, είναι από τις λίγες φορές που ένα βιβλίο ποιημάτων αποκτά τόσες σημειώσεις και υπογραμμίσεις από πράγματα που μου «βγάζει», που θέλω να θυμάμαι, που έχω/θέλω να σχολιάσω κ.ο.κ. Η παρούσα παρουσίαση διαφοροποιήθηκε τρεις φορές ώστε να μπορεί να αναγνωστεί ηλεκτρονικά χωρίς να κουράσει –προφανώς επειδή έκοψα και συνέπτυξα διάφορα.
Η συλλογή χωρίζεται σε περιόδους ποιητικής έκφρασης, φόρμας, είδους κ.λπ. χωρίς να γίνεται κάποιος εμφανής τυπογραφικός διαχωρισμός, π.χ. σε μέρη ή κάτι άλλο. Όλα τα κείμενα παρουσιάζονται σε μία συνέχεια, όμως οι διαχωριστικές γραμμές είναι ευδιάκριτες, λειτουργούν ως αόρατα «περάσματα» από το ένα στο άλλο δημιουργώντας έτσι μια έκπληξη και ποικιλία.
Ξεκινάει με τον προσδιορισμό της ποίησης, δηλαδή αυτής καθαυτής της φόρμας με την οποία γράφει, της ποιητικής (του) διαδρομής και των πώς, πότε, τι, γιατί... Μελετά τον ποιητή, τον ανιχνεύει και η ποιητική πράξη συνδέεται με τη νύχτα (Ζει μόνος στο σκοτάδι) και με τη μέθεξη –παρακάτω θα δούμε πως συνδέεται με την ακόρεστη δίψα, όπως κι άλλες μορφές έκφρασης. Με ειλικρίνεια γράφει και συνετή σκέψη, κι έτσι στο Νύχτες μέθεξης θα πει: «Η ποίηση σε βρίσκει / όταν ο Θεός σε εγκαταλείπει.», δηλαδή στα δύσκολα, στα ζόρια, ενώ κάπου μετά: «Αλλάζεις λέξεις, νόημα, ρυθμό. / Ανακαλύπτεις πάλι τον Θεό.», δηλαδή την αξία της ποιητικής πράξης. Η σχέση του με τη νύχτα βγαίνει σε όλη την έκταση, όχι μόνο από απομονωμένους στίχους όπως: φως ξεδιάντροπα λαμπρό, αλλά εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία: Πόσο μου μοιάζει ο γκρίζος ουρανός... (από το Καλοκαίρι...). Τελικά, προσδιορίζει τον ποιητή –ίσως εαυτόν ίδιο– στο Είμαι.
Η ποίηση προκύπτει / απ' το τίποτα...
... τι είναι ποίηση / αν όχι έσχατη πράξη / περήφανης απελπισίας;
Σε αυτή την ποιητική περίοδο –αναφορικά με το πώς απαντώνται στο βιβλίο– επιλέγει τον ελεύθερο στίχο, προβάλλοντας παράλληλα επιτυχώς –υπερασπίζεται σθεναρά, θα λέγαμε– το ελεύθερο πνεύμα, το αδέσμευτο και το μοναδικό. Και γενικότερα όμως, αγαπά τις ελευθερίες και τις καινότητες, και χρησιμοποιεί πολλές φορές νεωτερισμούς και λέξεις που έχει συνθέσει και θέσει στην υπηρεσία των κειμένων του.
Γράφοντας πείθω τον εαυτό μου να πιστέψει.Δημιουργώντας μεταμορφώνομαι από μαζάνθρωπο σε υπεράνθρωπο.
Διερευνά τη μοναχικότητά του –του ποιητή αλλά και του εαυτού του προφανώς– και όχι τη μοναξιά, που τη διαχωρίζει εύγλωττα. Γιατί ο μοναχικός είναι επιλογή και ταιριάζει στην προσωπικότητά του.
Ω Μοναξιά / Μούσα της έμπνευσης
Το σημείο όμως που λάτρεψα, κάνει τη μεγάλη διαφορά και δημιουργεί ή κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο μιλά και διαχειρίζεται τον φόβο, όπως και ο συσχετισμός του με τον θάνατο. Η επιστήμη της ψυχολογίας και η φιλοσοφία αναφέρουν πως κάθε φόβος του ανθρώπου έχει πηγή τον έναν και μοναδικό φόβο του ανθρώπου, αυτόν του θανάτου. Ο Μαρκογιάννης λοιπόν εδώ ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο τη θέση και την κοσμοθεωρία του μιλώντας για απουσία φόβου, αφού έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο, και για ανυπαρξία άγχους θανάτου, αφού έχει συμφιλιωθεί με τον φόβο. Μια ισορροπία που τον βοηθά να προχωρήσει χωρίς τους "περισπασμούς" του φόβου ή/και του θανάτου, που τον εξελίσσει ως δημιουργό και τον βγάζει από αδιέξοδα.
... είσαι ένας απ' αυτούς...
Τους σημαδεμένους.Τους καταραμένους.Τους μοναχικούς.
Βλέπει τη δημιουργία ως αυτοσκοπό αλλά και ως μεθυστική απόλαυση, ηδονικό εθισμό κτλ. όμως καταδικάζεται στη ματαιότητα της κακόγουστης καθημερινότητας –όπως την αποκαλεί–, της ανώφελης ρουτίνας, που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να φθείρει. Στα βαθύτερα σκοτάδια του βέβαια, όταν πέφτει σε λήθαργο, αναγνωρίζει την ανυπαρξία της οντότητάς του υπό το πρίσμα της απουσίας ουσίας, αφού δεν υπάρχει έργο, άρα σκοπός κ.ο.κ. Σε εκείνες τις στιγμές –της αβύσσου– τίποτα δεν γεμίζει το κενό του και όλα είναι μάταια. Μια ψυχή, λοιπόν, που αναγεννάται και δυναμώνει μέσα από τη δημιουργία, που την αναζητά διαρκώς και που δεν υφίσταται έξω από αυτό το πλαίσιο· είναι μια ψυχή άκρως καλλιτεχνική και ποιητική.
φοβάμαιτο τίποτατο κενόκαι το μηδένφοβάμαιμήπως βρωπως φόβοςδεν υπάρχει
Στο Άκου άνθρωπε γίνεται προστακτικός. Άραγε γράφει προς τον εαυτό του ή προς εμάς; Πάντως προβάλει την ταπεινότητα και τον ενάρετο άνθρωπο. Και τον μοναχικό, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά και τον ασυμβίβαστο. Ε,ναι. Πώς αλλιώς;
Στο εκπληκτικό Ανίεροι αφορισμοί, στα δύο πρώτα δίστιχα ορίζει και στα δύο επόμενα ρωτάει· ένα υπαρξιακό έργο, όπου με την απόλυτη λιτότητα της ποιητικής γραμμής θίγει τη σχέση ανθρώπου και Θεού.
Για να ακολουθήσουν κι άλλα προσδιοριστικά όπου, εκτός από την ποίηση όπως είπαμε, ασχολείται με την αρετή, τη σοφία, την αγάπη... ορίζει τις έννοιες με ερωτήματα, με προτροπές... και μετά, στις Αιρετικές παραινέσεις, συμπληρώνει όλα αυτά τα ζητήματα και έννοιες με τα οποία έχει απασχοληθεί (μοναχικότητα, σάρκα, αρετή, θάνατος, σοφία κ.λπ.). Στο ίδιο λέει: Ευτυχία είναι / ο άδειος νους / και η γεμάτη καρδιά. Συνεκδοχικά, εκείνος που έχει ένα μυαλό γεμάτο από εκρήξεις ιδεών, σκέψεων, συναισθημάτων, στοχασμών κ.ά. και απουσία άλλων ανθρώπων (μοναχικός) μπορεί να είναι καλά; Αυτό το ερώτημα νομίζω το θέτει στο σύνολό της η συλλογή, δηλαδή ο Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης, και το αφήνει εκεί, να το απαντήσει ο κάθε αναγνώστης από μόνος του, όχι για λογαριασμό τού Κωνσταντίνου, για λογαριασμό του ίδιου.
Όλα είναι εδώ / Όλα είναι τώρα
Μόλις περάσει στην επόμενη περίοδο του βιβλίου η ποίηση γίνεται απέριττη, ολιγόλογη, λιτότατη... αποτελείται από μία σκέψη, μια φράση τη φορά, μια εικόνα (όπως τα χαϊκού, που τόσο έγιναν μόδα τα τελευταία έτη στον Έλληνα δημιουργό –χωρίς ωστόσο να έχω καταλάβει τον λόγο που μας οδήγησε στην υιοθέτησή τους). Αυτά τα κείμενα, της μιας ανάσας, θα μπορούσαν λειτουργούν ως μονόστιχα –χωρίς να είναι–, διαβάζονται αυτοστιγμεί και εισπράττονται ως σύντομες εκρήξεις· ένταση σε ελάχιστο χρόνο.
Στην επόμενη φάση, η ποίηση γίνεται έμμετρη και διαθέτει στιλ και στοιχεία δημοτικής ποίησης, ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, οκτασύλλαβου και τετράστιχων κ.ά. Ακόμη μία αναγνωστική έκπληξη, καθώς τίποτα ως εδώ δεν σε έχει προετοιμάσει για μια τέτοια φόρμα, μέτρο και ρυθμό.
Στην τέταρτη περίοδο γίνεται αντιδραστικός, φωνάζει, κραυγάζει, κριτικάρει με σθένος, σατιρίζει και καυτηριάζει τις κοινωνικές παθογένειες. Σκέφτομαι πως γι' αυτό δεν του αρέσει ο κόσμος όταν κυκλοφορεί έξω (Ο περιθωριακός) βλέποντας παράλληλα και την απόκλισή του από αυτόν, τις διαφορές και την απόσταση τελικά που τον χωρίζει.
Και μετά από και αυτήν τη φάση, «βλέπει» το μετά, το πέρα από το παρόν, το φως που περιμένει και προσδοκά... και που θα 'ρθει (Θα 'ρθει...). Στο Κόλαση και παράδεισος φαίνεται πως το σκοτάδι είναι στο τώρα –εν ζωή– και πως το φως είναι στο αύριο –στον θάνατο– ενώ στο Μηδ(έν) ενδυναμώνει τη ρήση της Γένεσις: Χους ει και εις χουν γράφοντας απ' το μηδ(έν) ξεκίνησες, στο μηδ(έν) θα επιστρέψεις.
Ανάγκες υλικές μας καθηλώνουν στο σώμα και το χώμα
Το κορμί είναι αυτό με το οποίο «συνομιλεί» λίγο πριν το τέλος –ίσως να/επειδή επιστρέφει στο «χώμα». Αφήνοντας το πνεύμα, τη δημιουργία, την ποίηση, τον Θεό και τον θάνατο... τις νύχτες... γράφει για το σώμα, το υλικό του στοιχείο, για τη σύνθεση και τις ανάγκες του (π.χ. για ύπνο). Σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου, ως καλλιτεχνική φύση, στο Προορισμός θα αντιστρέψει την «Ιθάκη» λέγοντας: Είναι το ταξίδι που αξίζει / ή ο τελικός προορισμός; Ναι, γιατί «βλέπει» το αιώνιο και όχι το θνητό. Στο ίδιο θα γράψει: Άλλωστε τι είναι η ζωή / μπρος στην αιωνιότητα;
ΘάνατοςΛύτρωσηΈκστασηΉθελαΜε γλώσσα λιτή[...]Να μιλήσωΓια ζητήματα μεγάλαΣώμα σε (κατασ)τρέφω
Μετά την Ενδοσκόπηση είναι φανερό ότι προχωρά προς το αιώνιο... φως, τι άλλο; Ως Άγγελος; Γιατί όχι; Πάντα αναζητητής (Αναζήτηση) κι έτσι θα κλείσει την αυλαία του, με έναν δικό του επίλογο.
Στον εαυτό μου κλείνομαιΣκοτάδι βρίσκωΚαι ίχνη φωτός
Αναζητήστε τον!