Μια καλαίσθητη και πρωτόλεια ποιητική συλλογή η Ελεγείας Χρόνος του Στέργιου Φωτόπουλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μια ενδιαφέρουσα πένα, που γράφει με ελεύθερο στίχο, και που προκαλεί μια εθιστική σχέση με τον αναγνώστη ώστε να θέλεις να διαβάσεις περισσότερο, λίγο παρακάτω και πιο κάτω και στην επόμενη σελίδα κ.ο.κ.
Μήπως η λήθη οφείλει να είναι αμείλικτη;
Από μια Κάθαρση ξεκινά, για να προχωρήσει με μια Θάλασσα, προσμένοντας μια κάθαρση, όπου φλερτάρει μαζί της –σχεδόν ερωτοτροπεί–, για να συνεχίσει στο Απογεύματος συνήθειες με το πορφυρό της θάλασσας όπου, όπως και στην επόμενη και μεθεπόμενη σελίδα –Δίψα για ζωή και Έρωτας– υπάρχει προσμονή για ζωή και δίψα. Μάλιστα, σε αυτά τα κείμενα, που ξεκινούν από τη Θάλασσα, κλιμακώνεται ο ερωτισμός (του/τους) με απόγειο το Έρωτας. Λέξη-λέξη προ(σ)φέρω τον έρωτα γράφει στην αμέσως επόμενη σελίδα (Αντικριστά) ως μια αόρατη σύνδεση με όσα προηγήθηκαν ενώ από αυτό το σημείο αρχίζει να πρωταγωνιστεί και η ψυχή.
Κι έτσι κινείται, ή έτσι εισέπραξα προσωπικά ότι «κινείται», από το ένα ποίημα στο άλλο, από τη μια στιγμή στην άλλη· σαν μια αόρατη αλυσίδα από κρίκους, που ενώνουν νοερά το ένα κείμενο με το άλλο, το προηγούμενο με το επόμενο και πάει λέγοντας. Επίσης, πολλές φορές ένα έργο δεν αφορά μια εικόνα ή μια σκηνή αλλά μια αίσθηση, ένα συναίσθημα, ή ακόμα πιο λιτά, μια αποδοχή, ένα καταστάλαγμα. Εξάλλου, αν κοιτάξει κανείς τους τίτλους εισπράττει την γενική εντύπωση: Διαπίστωση, Παραδοχή, Αποχωρισμός κ.λπ.
Όλα, ανεξαιρέτως, έχουνλεηλατηθεί[...]Από ανηλεείς πολέμους,ανοικτίρμονες εισβολείς,ανεκπλήρωτους έρωτες.
Ο πόθος, το ποθούμενο, έρχεται τη νύχτα. Φεύγει το ξημέρωμα. Κι έτσι ένας άλλος κόσμος δημιουργείται τα βράδια με καλούς και κακούς έρωτες να προσμένουν το θύμα τους. Πολύ συχνά διακρίνεται η θλίψη, η μελαγχολική αναπόληση –που άλλωστε ταιριάζει στην ποίηση. Αναζητά την αλήθεια και ανάταση ψυχής. Μιλάει όμως για κακοποίηση με στίχους όπως: μη μου μιλάς με θα / με κούρασαν οι υποσχέσεις, / μ' ακούς; Και είναι καλοκαίρι. Τα χρόνια φεύγουν / εναλλάσσοντας / χαρά-προσμονή-θλίψη-απελπισία όπως και η ποίησή του.
Περνώντας από δεινές στιγμές, έρχεται η Άσπρη αυλή και η Γέννηση και φέρνουν την αθωότητα, τα γέλια, χαρά, πολύτιμους θησαυρούς...
Και ξέρετε κάτι; Με αυτήν την αίσθηση ολοκληρώνεται το βιβλίο, μόνο που δεν ξέρεις αν εκείνο το λευκό σεντόνι των αγγέλων απλώθηκε για να καλωσορίσει μια ψυχή στην θνητή ζωή ή αν απλώθηκε για να καλωσορίσει μια ψυχή στην αιώνια... αλλά, κάπου κάπου, είναι καλύτερα να κρατάει καθένας εκείνο που του ταιριάζει περισσότερο, αυτό που τον αγγίζει και ό,τι γαληνεύει το δικό του είναι.
Τον τελευταίο καιρό έχω επιμείνει σε πρωτόφαντους συγγραφείς, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Πάντα μου άρεσε να ανιχνεύω νέες πένες, νέες γραφές και να «αφουγκράζομαι» τρόπον τινά τα ελληνικά γράμματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, γιατί σε αυτούς τους τίτλους βρίσκεται το μέλλον. Κι έχει μεγάλη αξία όταν συναντάς, ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις, ανθρώπους που διαθέτουν μια συγγραφική χάρη –άλλοι θα μιλήσουν για ταλέντο–, μια ανανεωμένη «ματιά» αλλά και μια ουσιαστική αξία, που ξέρεις ή εύκολα φαντάζεσαι πως αν προχωρήσει, θα εξελιχθεί, θα δώσει ακόμα περισσότερα, ακόμα πιο μεγάλα (ως μεγέθη) πράγματα και ακόμα πιο σημαντικά. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η παρούσα συλλογή ή/και ο Στέργιος Φωτόπουλος. Ας είμαστε σταντ-μπάι λοιπόν για τα επόμενα λογοτεχνικά ταξίδια.