Ο Χεμινγουέι έγραψε το διήγημα «Οι φονιάδες» το 1927 για το περιοδικό Scribner’s Magazine, έλαβε ως αμοιβή 200 δολάρια και θεωρήθηκε το πρώτο έργο της ωριμότητάς του που δημοσιεύτηκε σε αμερικανικό περιοδικό. Το διήγημα έγινε γνωστό επειδή πραγματευόταν όλα τα θέματα που έκαναν διάσημο τον συγγραφέα: η ανδρική φιλία, η μηδαμινότητα της ζωής, το ζειν επικινδύνως, ο αναπόφευκτος θάνατος.
Το διήγημα γνώρισε τρεις κινηματογραφικές μεταφορές. Η πρώτη ήταν το 1946 με πρωταγωνιστές τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Άβα Γκάρντερ. Η δεύτερη ήταν το 1956 και πρόκειται για τη ρώσικη διασκευή του έργου με βοηθό σκηνοθέτη τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Η τρίτη μεταφορά του έργου ήταν το 1964 με πρωταγωνιστές τον Κασαβέτη, την Άντζι Ντίκινσον και τον Λη Μάρβιν.
Η υπόθεση του διηγήματος του Χεμινγουέι είναι η εξής: Δύο πληρωμένοι δολοφόνοι μπαίνουν σε ένα εστιατόριο του νότου με σκοπό να σκοτώσουν έναν μποξέρ. Παρόλο που ο μποξέρ γνωρίζει το σχέδιο, δεν προσπαθεί να διαφύγει αλλά χωρίς να προβάλει κάποια αντίσταση, σκοτώνεται. Ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι ο νεαρός Νικ (το alter ego του νεαρού Χεμινγουέι που κατά κάποιο τρόπο αναγκάζεται να ενηλικιωθεί).
Όλα αυτά για το ιστορικό. Από εδώ και πέρα έχουμε την παράσταση των Αθηνών και συγκεκριμένα του Rabbithole.
Στην ελληνική διασκευή οι δολοφόνοι φεύγουν άπρακτοι, επειδή δεν βρίσκουν το θύμα τους. Όταν φεύγουν όμως οι δολοφόνοι, ένας θαμώνας του ντινεράδικου (όρος αμερικανοελληνισμένος που σημαίνει εστιατόριο-μπαρ) και συγκεκριμένα ο Νικ, σκοτώνει κατά λάθος μια άλλη θαμώνα.
Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο η υπόθεση έχει αλλάξει και τι ακριβώς θέλουν να πουν οι δημιουργοί της ελληνικής, σύγχρονης παραγωγής. Προφανώς ότι ίσως άλλοι παρουσιάζονται ως δολοφόνοι και άλλοι είναι; Ότι άλλους πρέπει να φοβόμαστε; Ότι από αλλού το περιμένεις και από αλλού έρχεται;
Ας αφήσουμε όμως την υπόθεση. Και ας μιλήσουμε για θέατρο. Γιατί πήγαμε για να δούμε θέατρο και όχι κινηματογράφο. Γιατί πήγαμε σε μια θεατρική παράσταση. Δεν διαβάσαμε το διήγημα του Χεμινγουέι. Δεν είδαμε την ταινία με τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Η κάθε μορφή τέχνης έχει εντελώς άλλη δομή. Στην παράσταση που είδαμε, ο σκηνοθέτης δίνει μεγαλύτερη βάση στις κινηματογραφικές σκηνές παρά στην σκηνική παρουσία των ηθοποιών.
Είναι συνηθισμένο πλέον στις μέρες μας να χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μέθοδοι προκειμένου να παρουσιαστεί μια θεατρική παράσταση. Είναι συνηθισμένο να παρουσιάζονται κάποια λίγα στοιχεία μέσω μιας οθόνης για να συμπληρώσουν την σκηνή. Αλλά αυτό έχει μεγάλη διαφορά με το να χρησιμοποιούμε σε ένα ποσοστό ογδόντα τοις εκατό τον κινηματογράφο στο θέατρο.
Και για να γίνω πιο σαφής: η παράσταση διήρκησε 80 λεπτά. Από αυτά τα 50 λεπτά ήταν κινηματογραφική προβολή· για να μην πω τα 60 λεπτά. Οι έξι ηθοποιοί πιο πολύ εμφανίστηκαν στα χειροκροτήματα στο τέλος της παράστασης παρά στη διάρκειά της.
Ένα σκηνικό υποτύπωνε το κελάρι του εστιατορίου με διάφορα τσουβάλια, πλαστικά δοχεία κ.λπ. και μια οθόνη προβολής από πάνω, που έδειχνε τους ηθοποιούς κινηματογραφημένους να λένε διάφορες ατάκες. Το φουαγιέ του θεάτρου αποτελεί το σκηνικό που παρακολουθούμε στην κινηματογραφική προβολή που βλέπουμε: είναι το υποτιθέμενο μπαρ μέσα στο οποίο μπαίνουν οι δυο δολοφόνοι για να σκοτώσουν το θύμα τους: τον μποξέρ, ο οποίος δεν εμφανίζεται ποτέ στο έργο. Το πάτωμα ασπρόμαυρο, στους τοίχους αφίσες από διάφορα έργα και ένα πορτρέτο του Κλίντον. Όλα μας παραπέμπουν σε ένα επαρχιακό ντινεράδικο του νότου.
Τα κουστούμια είναι αρκετά πετυχημένα: παραπέμπουν στον τόπο και στην εποχή, ειδικά αυτά του μπάρμαν και του μάγειρα.
Από τις ερμηνείες ξεχώρισα αυτήν της Μαρίας-Νεφέλης Δούκα, που είναι και η μοναδική ηρωίδα της παράστασης.
Παρόλο που είμαι θαυμάστρια του Έρνεστ Χεμινγουέι και τον θεωρώ έναν από τους συγγραφείς του εικοστού αιώνα που άφησαν πραγματικά το στίγμα τους στην λογοτεχνία, δεν είμαι σίγουρη για τον λόγο που επιλέχτηκε αυτό το συγκεκριμένο έργο φέτος από τους συντελεστές της παράστασης.
Σημείωμα σκηνοθέτη:
Το κείμενο του Χεμινγουέι είναι ένα διήγημα. Είναι φυσικό και επόμενο όταν μεταφέρεται στο θέατρο να μιλάμε για διασκευή, δηλαδή να αλλάζει. Είναι άλλη γλώσσα, άλλο μέσο, αλλιώς θα ειπωθεί. Ο μόνος τρόπος να μην αλλάξει είναι να γίνει αναλόγιο με τα άτομα που μετέχουν. Ο κινηματογράφος και το θέατρο αλλάζουν την μορφή, το χαλάνε για να το φτιάξουν με την δική τους γλώσσα. Τώρα, το θέμα είναι όχι τι γλώσσα είναι αυτή, αλλά πώς μιλάει.«Οι δολοφόνοι» μεταφέρθηκαν αυτούσιοι στο κοινό. Τι εννοώ; Είναι ένα διήγημα 11 σελίδων με τις δέκα σελίδες να είναι διάλογος! Τις πέρασα κατευθείαν στο θέατρο –η μόνη διασκευή που έκανα ήταν το πρόσωπο της γυναίκας και στοιχεία από δύο άλλες ιστορίες του ίδιου συγγραφέα, από τον ίδιο τόμο, που με βοήθησαν στην δραματουργία. Σε αυτό που ήθελα να πω με λίγα λόγια. Άρα από άποψη διασκευής νομίζω ότι όχι μόνο δεν προδίδει τον συγγραφέα, ίσα ίσα τον φέρνει στην επιφάνεια.(Να θυμίσω εδώ πως και στις δύο ταινίες που έχουν γίνει –του Ταρκόφσκι δεν την μετρώ διότι επρόκειτο για πτυχιακή εργασία– έχει γίνει πιο άγρια διασκευή και η μία έχει όντως γυναικείο πρόσωπο, που στην ιστορία δεν υπάρχει.)Τέλος, όσον αφορά την κινηματογράφηση και την πρόζα... Το έργο έχει δομηθεί έτσι ώστε η κάμερα να παίρνει live τις σκηνές που παίζονται κάτω από τα πόδια τους: δηλαδή θέατρο, αλλά όχι με γυμνό μάτι. Αυτό είναι ένα (κατά την άποψή μου) πολύ ισχυρό σχόλιο: για την εποχή που πέρασε με τα live streaming, για τη φιλοσοφία της σκηνοθεσίας στο θέατρο εν έτει 2021, για τον τρόπο που βλέπουμε μια ιστορία. Οι σκηνές, οι καθαρά θεατρικές, δεν εκλείπουν και παρουσιάζονται με δομή: π.χ. οι σκηνές των δολοφόνων είναι τρεις. Μια από κάμερα, μία μισή μισή όπου οι θεατές βλέπουν μισό live μισό ζωντανό (βέβαια το μισό ζωντανό είναι αστεία επισήμανση μιας και οι ηθοποιοί παίζουν live) Και μία ολοζώντανα μπροστά τους. Δεν έγινε ποτέ καταμέτρηση ποσοστού θεάτρου/κάμερας, γιατί είναι μια νέα γλώσσα.Γιώργος Σίμωνας
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία - διασκευή: Γιώργος Σίμωνας
Θίασος ηθοποιών: Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία-Νεφέλη Δούκα, Δημήτρης Παπαλάμπρος, Γιώργος Σαββίδης, Συμεων Τσακίρης, Μιχάλης Φραγκιαδάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Αντριάνα Ανδρέοβιτς
Σκηνογραφία - Κοστούμια: Τώνια Ράλλη
Μουσική σύνθεση: Μανταλένα Κρικελλή
Φωτογραφία: Μαρία Τούλτσα
Μάσκες - ειδικά εφέ: Αλέξανδρος Λόγγος, Δημήτρης Φίλιος