Ο συνημμένος διάλογος –της τριπλής διύλισης– οφείλεται στον ξεχασμένο μάλλον Σωκράτη. Υπήρξε θεμελιωτής της ανθρωποκεντρικής, διαλεκτικής Ελληνικής φιλοσοφίας, με γενικότερη επίδραση σε όλον τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες.
Εντούτοις στον σχετικό διαγωνισμό του Sky που κατέληξε σε 3 υποψήφιους –Σωκράτης, Μέγας Αλέξανδρος, Γιώργος Παπανικολάου– μεγαλύτερος Έλληνας όλων των εποχών ανακηρύχθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Γιατί αυτός διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό, όπως και η φιλοσοφία του Σωκράτη, σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και αποτέλεσε την 1η οικουμενική εποχή, με 2η τη Ρωμαϊκή και 3η τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ακολούθησε ο χιλιετής Δυτικός Πολιτισμός, ο οποίος έδυσε τον περασμένο αιώνα και είχε στηριχθεί «σε τρεις πυλώνες: τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, το Ρωμαϊκό δίκαιο και τη Χριστιανική Αγάπη» κατά την γνωστή και καθιερωμένη έκφραση του Paul Valery.
Σήμερα στη μεσοβασιλεία των πολιτισμών, εποχή σύγχυσης και αποξένωσης, ο τόσο ανθρώπινος Σωκράτης έχει πολλά να μας πει!
Ας δοκιμάσουμε λοιπόν το τεστ του Σωκράτη και στο άμεσο προσωπικό και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μας. Η αλήθεια, η καλοσύνη, η χρησιμότητα, μας είναι πολύτιμες και αξίζει να τις προστατέψουμε από αφελείς και καλοθελητές.
Το τεστ του Σωκράτη
Το αληθινό, το καλό και το χρήσιμο!
Μια μέρα, εκεί που ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του.
Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να κάνουν το τεστ της «τριπλής διύλισης».
— «Τριπλή διύλιση;», ρώτησε με απορία ο γνωστός του.
— Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις. Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
— Ε... όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και...
— Μάλιστα, άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα. Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο, αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;
— Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον...
— Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.
Ο γνωστός του έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
— Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορείς ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
— Όχι δεν νομίζω...
— Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;
Ο γνωστός του, έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα...
Μήπως είναι καιρός να βάλουμε κι εμείς αυτό το σοφό τεστ στη ζωή μας, προσωπική και κοινωνική;
Οι αλογόμυγες του Σωκράτη… τσιμπούν στην εποχή μας;
Εισαγωγή
Ως γνωστόν ο Σωκράτης δεν έχανε ευκαιρία για να τσιγκλίσει τους συμπολίτες του Αθηναίους για συμπεριφορές ή πράξεις τους –κοινωνικά, ηθικά, λογικά– απαράδεκτες ή επιζήμιες. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός ήταν από τους αφανείς, ανομολόγητους λόγους που συνέτειναν στην καταδίκη του.
Στην εποχή μας και ειδικά στην Ελλάδα, όπου βέβαια οι τέτοιες συμπεριφορές με λόγους και πράξεις δεν λείπουν ούτε σπανίζουν, θα είχε θέση ένα τέτοιο τσίμπημα ή τσίγκλισμα για να ξυπνήσουν και να κάνουν το σωστό;
Βέβαια, δεν υπάρχει σήμερα ένας αγοραίος διαλεκτικός φιλόσοφος και λείπει συνήθως η αμεσότητα στην επικοινωνία, αλλά και ο χρόνος που υπήρχε στη μακρινή εκείνη εποχή.
Τότε τι θα έπρεπε να πράξουμε; Να κάνουμε πως δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν καταλαβαίνουμε; «Ο πειρασμός της αθωότητας» δεν είναι μόνο ένα συναρπαστικό βιβλίο του Πασκάλ Μπρύκνερ, αλλά και μια πολύ διαδεδομένη πραγματικότητα.
Ή μήπως θα έπρεπε να γενικολογούμε και να γενικο...γράφουμε, όπως γίνεται συνήθως εκ του ασφαλούς και… απαθούς; «Είδες τι ωραία που τα λέει;», θαυμάζουν οι ίδιοι οι δράστες, θεωρώντας τη σοφία για τους… άλλους! Ή όταν καταγγέλλουν, για παράδειγμα, τη βιβλιοφιλική διαφήμιση. Την οποία, όμως, οι ίδιοι εφαρμόζουν με τη μορφή άρθρων, συνεντεύξεων, ρεπορτάζ για δήθεν ενημέρωση ή μόρφωση του κοινού.
Αν κανείς δεν θα ήθελε να ακολουθήσει αυτά τα ρεύματα –της υποκριτικής αθωότητας, ασφαλούς γενικολογίας ή δήθεν ενημέρωσης– τι θα έπρεπε να κάνει; Να πει: «Άστον αυτόν δεν ξέρει τι λέει. Περιφρόνησέ τον!». Ή να πει: «Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι…». Ή: «Πού να βάλεις μυαλό στον άλλον; Ματαιοπονείς!».
Αυτές και παρόμοιες απαντήσεις, συνηθισμένες και όχι αβάσιμες· αναγνωρίζουνε πάντως ότι υπάρχει θέμα, αλλά αποφεύγουν να το δείξουν ή να το αντιμετωπίσουν. Πόσο υπεύθυνη είναι αυτή η στάση; Και πού οδηγεί τελικά; Μήπως οδηγεί στα «σαν» και «δήθεν» της σύγχρονης ζωής μας –ΕΣΥ, παιδεία, ασφαλιστικό, αστυνομία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολεοδομία, διαφάνεια… όπου και το χειροκρότημα του «σιωπηλού κοντσέρτου», ενός πιανίστα που έπαιξε επί μιάμιση ώρα σε αίθουσα επίσημη, χωρίς να ακουστεί μια νότα;! Την άλλη μέρα το βράδυ δήλωσε στην τηλεόραση: «Ήθελα να δω μέχρι ποιο σημείο φτάνει η μωρία του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν έχει όρια!»
Και επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: «Τι θα έπρεπε να κάνουμε;». Εφόσον, φυσικά, έχουμε αίσθημα ευθύνης για τα γεγονότα της κοινωνίας μας.
Διάλογος και ευθύτητα[1]
Διαπιστώνοντας το κενό, ανάμεσα στην ανάρμοστη συμπεριφορά των μεν και στην αδιάφορη στάση των δε, επιχειρήσαμε να το καλύψουμε όχι με ειρωνικό τσίμπημα, αλλά με ένα λογικό διάλογο επί του πραγματικού, με τη μέθοδο του κριτικού ρεαλισμού, γραπτό κατευθείαν στον ίδιο πρώτα και με δημοσιοποίηση μετά, μαζί με την τυχόν απάντησή του. Μήπως αυτή η στάση απουσίας επί του πραγματικού της αλήθειας οδηγεί στην σκοπιμοθηρία; Ή και στην έμμεση κολακεία ή ενθάρρυνση κάθε είδους μετριότητας, προπαγάνδας ή θρασύτητας;
Αυτός ο διάλογος επιχειρεί να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα, να γεννήσει δημιουργικές ανησυχίες, να προβληματίσει θετικά, να ανοίξει με τη διαφάνεια και την ειλικρίνεια, δρόμους επικοινωνίας, Αλήθειας και Δημιουργίας, για τον νέο ανθρωποκεντρικό πολιτισμό.
Δύο κατηγορίες ανθρώπων δεν κάνουν λάθη. Οι άπραγοι και οι υποκριτές. Αυτοί δηλαδή που δεν κάνουν τίποτε και αυτοί που βλέπουν τα λάθη των άλλων ή και τα μεγεθύνουν, ώστε αγνοούν τα δικά τους. «Μα στη ζωή μας κάνουμε τίποτα άλλο από λάθη;», είπε ένα βράδυ σαν να μονολογούσε ο καθηγητής Τσιριντάνης.
Ξεκινώντας επομένως αυτούς τους διαλόγους τι θα τους εξασφάλιζε το αλάνθαστο; Τίποτε! Εκείνα, όμως, που θα τους έδιναν σωστή βάση θεμελιώνοντας θα ήταν:
α. Η διαλεκτική, ερωτηματική τους μορφή και όχι η κατηγορηματική ή αποφατική τους έκφραση.
β. Η θέση τους υπό την κρίση του ίδιου του προσώπου ή φορέα που τον αφορά.
γ. Η ρεαλιστική, δεμένη με τα γεγονότα, αλήθεια τους.
δ. Η βάσιμη υποψία ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά ή πράξη δεν οφείλεται σε «τυχαίο» λάθος, αλλά σε νοοτροπία –οπότε είναι συνηθισμένη, μεταδοτική, δυσανάγνωστη, επικίνδυνη.
ε. Τέτοιες νοοτροπίες είναι: η επιπολαιότητα, η φιλοκατηγορία, η αδιαφορία, η ανευθυνότητα, ο εγωκεντρισμός, η ζηλοφθονία κ.ά. Οι δύο τελευταίες επισημαίνονται από τον Τσιριντάνη ως κληρονομιά της ελληνικής φυλής από την αρχαιότητα ήδη («Εμείς οι Έλληνες»). Ανενόχλητες μάλιστα στην ατομικιστική εποχή μας και γιγαντωμένες τείνουν να μας αφανίσουν ως φυλή…
στ. Η παράλληλη, πολλαπλάσια δημιουργία θετικού Έργου στο χώρο του Βιβλίου και του Πολιτισμού, που δίνει τη βεβαιότητα πορείας, της αίσθηση του μέτρου, τη σύνεση και την ισορροπία.
Πάντως η αποτύπωση της πράξης είναι αντικειμενική και τελείως διακεκριμένη από το πρόσωπο, ως σύνολο, που δεν είναι δυνατό να κριθεί ή ανταποκριθεί ως τέτοιο, ολοκληρωτικά.
Τι άραγε απ’ ό,τι δεν εκφράστηκε, μπορούμε τελικά να γνωρίζουμε; Μόνο υποθέσεις επί υποθέσεων μπορούμε να κάνουμε –συχνά μάταιες, κάποτε επικίνδυνες. Η εσωτερική πραγματικότητα του ανθρώπου ξεπερνάει την όποια φαντασία και μια καλή ιδέα της μας έδωσαν υπαρξιακοί συγγραφείς σαν τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και τη Μάρω Βαμβουνάκη.
Σίγουρα όμως, έστω και στην απομονωμένη πράξη, η αντικειμενική αλήθεια –στα συγκεκριμένα– ξαφνιάζει. Δεν συνηθίζεται, θεωρείται… εξωκοσμική, ενοχλητική, περιττή, ξεβολεύει, καλύτερα να λείπει…
Μήπως γιατί πάει κόντρα στο ρεύμα της κολακείας;
Η ελληνική κοινωνία… αυλοκολάκων… Τίποτα πια δεν προοδεύει…Τσιριντάνης (Βιβλίο και Ζωή, 3ο, σ. 28)
Συχνά ο διάλογος αυτός μας φέρνει σε αμηχανία καθώς άνθρωποι μορφωμένοι…
Ήδη η Λέσχη έχει κάνει πολλούς τέτοιους Δημιουργικούς Διαλόγους με επώνυμους ή μη, οι περισσότεροι αδημοσίευτοι. Π.χ:
Η θρησκεία σώζει;
Πρωτοφανείς κατηγορίες
Συνέδρια με ψυχή
Θεωρία και πράξη
Η αλήθεια και οι δημοσιογράφοι
Π.Δ. Ροζάκης
Φωτογραφίες Ένθης Κουιρίνη
[1] Θεμελιώδη χαρακτηριστικά του πνευματικού ανθρώπου: Σωκράτης και Σόλων: Βιβλίο και Ζωή, 6ο, σ. 40.