Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Θάνος Καπλάνης: Προσπαθούσα να γράψω πεζά, κυρίως μικρές ιστορίες των 10-15 σελίδων. Μάζεψα ένα υλικό 200 σελίδων και το πήγα για εκτύπωση σ’ ένα φωτοτυπάδικο. Ήθελα βλέπεις να έχω το έργο μου σε χαρτί, να μείνει αθάνατο στους αιώνες. Πήρα τα χαρτιά και τα διάβασα. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής σ’ αυτές τις γραμμές. Οι χαρακτήρες, οι διάλογοι, οι εικόνες, οι ιστορίες, όλα νεκρά. Κατάλαβα πως το πεζό θέλει λάντζα. Θέλει να βρεις τον χώρο σου και να γράφεις κάθε μέρα κι έπειτα αν έχεις κάποιο ίχνος ταλέντου με τον καιρό θα βελτιωθείς. Εγώ τα παράτησα επιτόπου. Πέρασαν δυο χρόνια και ξεκίνησα να διαβάζω ποίηση. Δες τι γίνεται τώρα με την ποίηση. Το να γράψεις ποίηση είναι πανεύκολο, ακόμα κι ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που βλέπει όλη μέρα ειδήσεις και κρύβει τα λεφτά του κάτω απ’ το στρώμα μπορεί να γράψει ποίηση. Αυτό συμβαίνει γιατί νομίζεις πως μπορείς να απατήσεις τον αναγνώστη, να τον δουλέψεις κανονικά. Μπορείς να γράψεις ένα σωρό ψέματα για τον έρωτα και τη ζωή που δεν έχεις ζήσει, χώνεις μερικές όμορφες λέξεις, κοιμάσαι παππάς ή νοικοκυρά και ξυπνάς ποιητής. Η ποιητική αδεία κι ένα σεβαστό ποσό για έκδοση θα κάνουν τη δουλειά.
Έγραψα ποίηση γιατί ήταν ο ευκολότερος τρόπος να πω τις ιστορίες μου, γιατί είδα ζωή αληθινή στις γραμμές, γιατί πίστεψα πως μπορώ να το κάνω καλύτερα απ’ τους άλλους.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Θ.Κ.: Απλό.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Θ.Κ.: Τίποτα.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Θ.Κ.: Χειμώνας στη Θήβα. Σ’ ένα δώμα μ’ ένα διπλό κρεβάτι κι ένα ξύλινο τραπεζάκι με τέσσερις καρέκλες.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Θ.Κ.:
[...]
το όλο θέαμα σ’ εκείνον τον καναπέ ήταν ντροπιαστικό
ένας άντρας που δεν ξέρει να φλερτάρει
και μια γυναίκα που περιμένει μάταια να τη φλερτάρουν.
[...]
Ο Θάνος Καπλάνης απαντά μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδών για το βιβλίο του, Πώς αγαπάν ένα χρυσόψαρο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Αντί περίληψης διαβάζουμε:
Tα πόδια σου είναι παγωµένα.
Μην κλαις,
σε λίγο θ’ ανάψει η θέρµανση και θα ζεσταθούµε,
η βροχή θα σταµατήσει,
οι δρόµοι θα ξεβροµίσουν,
τα παιδιά θα βγούνε να παίξουν.
Κάτσε λίγο ακόµα.
Να,
βάλε να πιεις,
το µπουκάλι είναι στο πάτωµα,
πάρε ένα τσιγάρο,
το πακέτο είναι στο κοµοδίνο·
πάρε το πάπλωµα στη µεριά σου,
πάρε το µαξιλάρι µου.
Τι θα κρατήσεις για ’σένα; µε ρωτάς…
τον µεγαλύτερό σου φόβο,
το κραγιόν σου πάνω στ’ αποτσίγαρο.
Μόνο κάτσε λίγο ακόµα,
είναι δυο ώρες µέχρι να ξηµερώσει.
Ποιήµατα καθηµερινά, ρεαλιστικά γραµµένα σε απλό και άµεσο λόγο. Ο Θάνος Καπλάνης δηµιουργεί µε τους στίχους του µικρές ιστορίες και υπέροχες εικόνες.