Για πολλούς, η τέχνη βρίσκεται κάπου πάνω από τη γη και λίγο πιο κάτω από τον παράδεισο. Διαβάζοντας λίγες μόνο σελίδες του βιβλίου, εύκολα ο αναγνώστης - ακροατής οδηγείται σε αυτόν τον τόπο. Εκεί, χωράμε όλοι. Στην τέχνη της δικαιοσύνης, όπως λέει ο Τάσος Λειβαδίτης –σύγχρονος καλλιτέχνης, λάτρης της Αιγιάλειας. Εκεί, που κάθε έκφραση είναι ωραία. Από τη ζωγραφιά του μικρού παιδιού στη σελίδα του βιβλίου, μέχρι το πολυβραβευμένο έργο που διαχρονικά κοσμεί πολυσύχναστα μουσεία.
Το βιβλίο «Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο», εύκολα μας οδηγεί στην τέχνη του απέραντου και διαχρονικού, όπως μας την αποκαλύπτουν οι χιλιάδες καλλιτέχνες ανά τα έθνη και ανά τους αιώνες.
Όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί, από τα όσα έχουν ειπωθεί έως τώρα, είναι ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα. Ξέραμε ότι έτσι θα 'ταν, όσοι γνωρίζουμε την Μαίρη Ζαχαράκη, μέσα από την πορεία της ζωής της και όσοι αφήναμε τη φωνή της στο ραδιόφωνο να αφυπνίζει γλυκά την ανθρώπινη υπόστασή μας.
Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου θα πει ότι στην ποίηση υπάρχει η αλήθεια και η λύτρωση. Αυτή την αλήθεια και αυτή τη λύτρωση αναζητά το βιβλίο, μέσα από τις λέξεις του, όπως τις διαχειρίζονται οι δύο συγγραφείς, και μέσα από τη μουσική και τη ζωγραφική, όπως τις αποδίδουν οι υπόλοιποι καλλιτέχνες κοιτάζοντας ο καθένας την ίδια πραγματικότητα από τη δική του οπτική γωνία.
Η κάθε σελίδα είναι μία διαδρομή από τις εγκλωβισμένες αλήθειες των συναισθημάτων και των παθών της καθημερινότητας μας, (κοινές αλήθειες και κοινά πάθη όλων μας) προς τη λύτρωση του όλου, του άφθαρτου, του διαχρονικού.
Αν το βιβλίο ήταν ημέρα της εβδομάδας, θα ήταν σίγουρα η Κυριακή. Και μάλιστα Κυριακή μεσημέρι. Τότε που οι αγαπημένοι κάθονται ξένοιαστοι γύρω από το ίδιο τραπέζι, μιλούν γελούν και απολαμβάνουν νόστιμες λιχουδιές ευδαιμονίας.
Αν ήταν έφηβος θα ήταν αυτός που με την τσάντα του γεμάτη όνειρα και καρδιοχτύπια, θα έτρεχε με τους φίλους του να συναντήσει τη δύναμη της νιότης στα πολύχρωμα σκιρτήματα της ζωής.
Αν ήταν μωρό, θα ήταν αυτό που τραβώντας το ρούχο της μάνας του λαχταρά να χωθεί για μια ακόμα φορά εκεί που ανήκει... στην αγκαλιά της.
Όταν σε γνώρισα Μαίρη, εισέπραξα γενναιόδωρα την αύρα της σμιλεμένης ψυχής και του καθαρού πνεύματός σου. Πνεύμα, εξιλεωμένο από τις ατέλειωτες διαδρομές στις λεωφόρους της ποίησης και της λογοτεχνίας.
Χάρηκα ιδιαίτερα όταν έμαθα για το βιβλίο, που δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το απόσταγμα των τόσων ωρών αναζήτησης και περιπλάνησης σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο.
Με τον Ηλία, τον Mattia και με τους άλλους καλλιτέχνες, μας κάνετε να ρεμβάζουμε μέσα στον χρόνο. Μαζί σας, νοσταλγούμε, χαιρόμαστε αδημονούμε...
Τα συναισθήματα απελευθερώνονται από τις χαραμάδες της καθαρότητας των εννοιών και της πληθώρας των εννοιολογικών αποχρώσεων που χρησιμοποιείτε.
Φαίνεται πως η καλλιτεχνική φαρέτρα σας διαθέτει πολλά όπλα και πολλά εκφραστικά μέσα. Οι γνώσεις σας υποστηρίζουν το φτερούγισμα των λέξεων σε κόσμους αλληγορικούς, που θα γοήτευαν τους πολλούς, θα άγγιζαν όμως τους λίγους. Νομίζω ότι είναι επιλογή, που πηγάζει από τον χαρακτήρα σας, να αποδίδετε τολμηρά τις αλήθειες των λέξεων χωρίς κρυφά μηνύματα. Παρ' όλα αυτά, όπως κάθε δυνατό στον χρόνο έργο τέχνης, δίνετε πολλές ευκαιρίες στον αναγνώστη - ακροατή που επιθυμεί να περιπλανηθεί σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις, να αντιληφθεί το όλο ή τα μέρη της σκέψεώς σας σαν μία μεταφορά, και να σχηματίσει τον δικό του κόσμο, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη ή συναισθηματική κατάσταση.
Χρησιμοποιείτε πολύ την προσωποποίηση ενός θέματος, κάτι που δίνει ιδιαίτερο κύρος στο ίδιο το θέμα που διαπραγματεύεστε. Χρησιμοποιείτε τον μονόλογο και τον εσωτερικό διάλογο σε σχέση με την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας σας. Έτσι, το έργο γίνεται ζωντανό, και τα μηνύματά σας πιο ξεκάθαρα.
Η τεχνική του βιβλίου, να περιστρέφει την ανάπτυξή του γύρω από την πολύπλευρη προσέγγιση των ίδιων εννοιών, είναι εντυπωσιακή και πρωτότυπη. Προσωπικά, πέρα από τα πολύτιμα ανθολόγια που κοσμούν τις βιβλιοθήκες μας, δεν έχω συναντήσει τέτοια προσέγγιση, και μάλιστα εμπλουτισμένη με πινελιές ζωγράφου και με μελωδίες καρδιάς. Δεν σας κρύβω, ότι αυτή η προσέγγιση με έκανε να αντιληφθώ διαφορετικές δυναμικές και μηνύματα ακόμη και πολύ οικείων τραγουδιών, που πιστεύω ότι ήταν από τις βασικές επιδιώξεις σας, όταν συλλάβατε και εξελίξατε αυτή την ιδέα.
Χρησιμοποιώντας όρους του βιβλίου, το «Ρεμβάζοντας μέσα στον χρόνο», είναι σαν το θερινό σινεμά. Το οποίο, η Μαίρη το παρομοιάζει σαν το δέντρο της πόλης.
Για αυτό τον λόγο ακριβώς, χαίρομαι να το έχω στο κομοδίνο μου και όχι μόνο στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Γιατί, έστω και μία κλεφτή ματιά προσφέρει άπλετα, το μαγικό φως που χρειάζεται κανείς για να φύγει από την καθημερινότητα και να έρθει πιο κοντά στην πραγματική υπόστασή του.
Εύχομαι από καρδιάς, να είναι καλοτάξιδο, και να το ακολουθήσουν και άλλα, το ίδιο δυνατά έργα σας.
Κατερίνα Πατρόκλου-Σκορδά
Παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, ξεκίνησα ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, με οδηγούς την Μαίρη, τον Ηλία και τον Mattia με τις ζωγραφιές του. Τι θα ήταν το ταξίδι χωρίς ζωγραφιές; Και μουσική, πολλή μουσική! Αυτό λοιπόν, το δικό μου ταξίδι θα προσπαθήσω να περιγράψω απόψε.
Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο, θα ανοίξουμε τα μπαούλα που σφραγίζουν αποπνικτικά σε περιόδους ασφυξίας τη ζωή μας και θ' αφήσουμε το αεράκι να μεταφέρει μυρωδιά ναφθαλίνης και λεβάντας και αυτόματα θα σκεφτούμε τα όνειρα τα παιδικά, τις ζωές, τους έρωτες.
Με το σταφύλι θα πιούμε να μεθύσουμε από τη θυσία, να ξεχαστούν οι φόβοι, να περάσουμε από την πλατεία που είναι τόπος συνάντησης... Πλατεία λες, και μόνο η λέξη, πώς μοιάζει με χαμόγελο!
Βλέπω την κούνια, δυο χοντρά σχοινιά κι ένα σανίδι. «Έλα μπες μέσα», μου λέει η φωνή της, «νύχτωσε πια». Σίγουρα κάπου εκεί είναι και η μαργαρίτα, που στα πέταλά της κρύβεται η ερώτηση, αλλά και η απάντηση με μια υποψία έρωτα να πλανάται στον αέρα. Να και το ηλιοτρόπιο. Τι έρωτας κι αυτός απλωμένος με ηλιαχτίδες να κοιτά μόνον στον ουρανό!
Πώς να μην μιλήσουμε για το παγκάκι; Αν ήμουν παγκάκι θα ήθελα να στέκομαι σ' ένα λιμάνι, να ξανασαίνουν στις σανίδες μου οι ιδρωμένες καλημέρες του κάβου… Ωωω! Κάποιος ξέχασε το καπέλο του. Τι μου ήρθε και νοιάζομαι για τα παραμελημένα καπέλα; Λέω να πλέξω ένα καπέλο απόψε, αρκεί να υπάρχει κεφάλι να το δεχτεί έτσι αλάνθαστα.
Τι σκέφτηκα τώρα! Κάτι που μου είπε η Κατερίνα: ό,τι μου λείπει με διδάσκει, ό,τι μου 'χει απομείνει μ' αποπροσανατολίζει γιατί μου προβάλλει εικόνες από το παρελθόν, σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Απ' το μπαλκόνι μου βλέπω τον φάρο. Μου υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει ν' ανάβει απ' το φεγγάρι μόνο για μένα. Κράτησε την υπόσχεσή του. Γέμισε η φύση γύρω πορτοκαλιές με πανσέληνους καρπούς, ελιές, ξύλο και γλυπτό μαζί, ροδιές με την πορφυρή τους φλέβα, τρελές μυγδαλιές που τόλμησαν ν' αντισταθούν στην ισχυρογνωμοσύνη του χειμώνα κι εκείνες τις μικρές φωτίτσες που κάνουν κύκλους τη νύχτα. Πυγολαμπίδες τις λένε.
Τώρα θα κλείσω τα μάτια για να πάω στο όνειρο, στο όνειρο που κρεμάστηκε από μια φάλτσα νότα και ανέβηκε σ' ένα αερόστατο. Η φωτιά των δεύτερων σκέψεων καψάλισε τις άκρες του, αλλά η πυκνότητα του έρωτα διέλυσε τη βαρύτητα. Κι ανέβηκε, κι από κει είδε το φόρεμα… όχι, όχι, το φουστάνι είδε. Το είδε να κρέμεται από δύο κόκκινα χείλη…
Δίπλα χόρευαν μεθυστικά οι ενδείξεις της πυξίδας, με τη νοητή βελόνα να πάλλεται δείχνοντας σταθερά προς μια ρότα και η πυξίδα ανακοίνωσε: αναμένονται ώρες ευπαθείς, ρίχνω τους δείκτες μου. Πιαστείτε!
Και το όνειρο γύρισε πάλι με τα μάτια κλειστά και μου είπε μην κοιτάξεις κανέναν στα μάτια, αν δεν θες να βυθομετρήσει την ψυχή σου. Τι όμορφοι που είναι οι υγροί καθρέφτες της γης, που έχουν τη γεύση και το διάφανο χνάρι μας στα κύτταρά τους! Αυτοί που ψιθύρισαν πως «η αγάπη είναι το άλας της γης».
Εμείς όμως έχουμε από τους άλλους καθρέφτες, τους επικίνδυνους, που μας κοιτάζουν αμείλικτα κρύβοντας στα βάθη τους όλα τα μυστικά που δεν θέλουμε να αντικρίσουμε.
Μα έχουμε πιο πολλές οθόνες· αντικατάσταση του μυαλού τις λένε. Γιατί να κουραζόμαστε αφού η ευκολία μάς δίνεται τόσο πλουσιοπάροχα;
Θυμήθηκα τη μάνα μου. Αχ. και τι δε μου έλεγε η μάνα μου! Πρόσεχε την ιδέα, μου έλεγε. Είναι φιλόδοξη και αυθάδης. Είναι επαναστάτισσα, γι' αυτό επικίνδυνη. Δεν μπορείς να τη διακρίνεις γιατί κρύβεται πίσω από μια μάσκα, μια μάσκα που δεν διάλεξα. Μου τη φόρεσαν από παιδί ακόμα και μου είπαν ότι έτσι πρέπει. Πετάξου μου έλεγε στο περίπτερο ν' αγοράσεις ένα πακέτο στιγμές, να υπάρχουν, μην ξεμείνουμε. Κι αν δεις εκείνη τη γυναίκα που κάποτε υπήρξε αγαπημένη, με χείλη δροσερά, ρίξε ένα κέρμα, κι ας είναι κάδρο αδειανό, κι ας μπήκε μέσα στο ξύλο, η μελωδία θα ακουστεί. Και μην πειράξεις τα πουλιά. Κάρφωσε δυο καλώδια απ' την καρδιά σου έως το άπειρο για να 'χουν κάπου να ξεκουράζονται.
Στην επιστροφή σου, πρόσεχε το λύκο. Τριγυρίζει στο δάσος πεινασμένος κι αποδιοπομπαίος, κι ας είναι αθώος, δεν είναι κακός, κι ας λέει ο κόσμος. Μα περισσότερο φυλάξου από την αράχνη. Σαν μέγγενη σε σφίγγει ο ιστός της δίχως να φαίνεται. Και τη φωτιά πρόσεχε! Υπάρχει μέσα της μια αδυναμία που αν την πιείς, θα καίγεσαι για πάντα και ποτέ δεν θα καίγεσαι.
Με τα μάτια κλειστά, με ορίζουν ταξίδια. Ένα «θέλω» που πέφτει σαν μόρια κίτρινης σκόνης. Κρατώντας σφιχτά απ' τη χειρολαβή τη βαλίτσα, που γέμισε σιγά σιγά, θα προσπαθήσουμε να χωρέσουμε σ' ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι 30 χρόνων, ρεμβάζοντας με τη μουσική των παύσεων που είναι χρόνος ελεύθερος.
Θα απαντήσουμε και στο ερώτημα αν μπορεί μια ραδιοφωνική εκπομπή να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου και να εκπέμψει ραδιοφωνικά σήματα. Όλα είναι δυνατά, γιατί όλα είναι ταξίδι, μικρά αναμνηστικά στον σάκο του χρόνου.
Έτσι ολοκληρώθηκε το δικό μου ταξίδι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Τους ευχαριστώ γι' αυτό το ταξίδι.
Αγγελική Σαμπάνη
Τα κείμενα (εδώ παρουσιάζονται σε επιμέλεια Τζένης Κουκίδου) διαβάστηκαν στην παρουσίαση του συλλογικού έργου, Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι. Το βιβλίο συνυπογράφουν οι: Μαίρη Ζαχαράκη (ραδιοφωνική παραγωγός), Ηλίας Παπακωνσταντίνου (ποιητής) και Mattia Manco (εικαστικός και μουσικός). Κάθε θέμα παρουσιάζεται από ένα ποιητικό κείμενο της Μαίρης Ζαχαράκη, ένα ποίημα του Ηλία Παπακωνσταντίνου, ένα σχέδιο του Mattia Manco και το τραγούδι (σε qr code), που θα συνόδευε τον λόγο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.
«Πολλά τα βράδια των ρεμβασμών και των διάφορων αφιερωμάτων, πολλές κι οι επ' ευκαιρία συναντήσεις. Μία πολύτιμη απ' αυτές και με τον καλό μου φίλο ποιητή-συγγραφέα Ηλία Παπακωνσταντίνου. Επέλεγα μία λέξη, ένα συναίσθημα, μία έννοια, μία συνθήκη κι αναζητούσα τραγούδια, κείμενα και ποιήματα, που να ψηλαφούν τις εκδοχές τους. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν εγώ το ζήτησα από τον Ηλία πρώτη φορά ή εκείνος με το πηγαίο ταλέντο του με αιφνιδίασε ευχάριστα στέλνοντας μου ένα ποίημα, που άγγιζε το θέμα της εκπομπής. Δεν έχει και τόση σημασία πια αυτό, όσο το γεγονός πως σύντομα συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός πρωτόλειων υπέροχων ποιημάτων».Μαίρη Ζαχαράκη