Το μυθιστόρημα μου είναι η σχεδόν δεκαετής αποτύπωση μιας συγκεκριμένης πόλης (της Αθήνας με μια τζούρα από Θεσσαλονίκη και μια ακόμη από Βαρκελώνη), μιας συγκεκριμένης ώρας της ημέρας (μετά τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες) και κάποιων συγκεκριμένων επαγγελματικών χώρων (αφενός της δημοσιογραφίας και αφετέρου ο κόσμος των μπαρ και των κλαμπ).
Στην υπόθεση ένας 30αρης δημοσιογράφος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το τέρας της απότομης ενηλικίωσης. Σε αυτήν την δεκαετή πορεία του, θα αντιμετωπίσει διάφορα εμπόδια, όπως τις διάφορες επαγγελματικές του αποτυχίες λόγω της οικονομικής κρίσης, την αδυναμία του να συνδεθεί ουσιαστικά με τους ανθρώπους γύρω του, την προβληματική επιρροή της οικογένειας του, την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση του από τα ναρκωτικά και το ποτό, κυρίως και πρωτίστως όμως τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ανώνυμος. Όχι ότι παίζει κάποιο ρόλο. Επίσης είναι αθεράπευτα κυνικός και απαθής ενώ γενικώς και ειδικώς απεχθάνεται τους πάντες και τα πάντα, πρωτίστως τη δουλειά του, τους συναδέλφους του και, γενικά, οποιονδήποτε συναντάει στο δρόμο του –με απειροελάχιστες εξαιρέσεις. Είναι «παιδί του καιρού» του και, κατά έναν περίεργο τρόπο, ουσιαστικά έχει δει το (άσχημο και κακογραμμένο) μέλλον του να πλησιάζει απότομα και να απειλεί να τον κατασπαράξει.
Ο αναγνώστης καλό θα ήταν να προσεγγίσει το έργο με όσο το δυνατόν πιο ανοιχτό μυαλό. Όχι επειδή το ίδιο το μυθιστόρημα το απαιτεί, αλλά επειδή όλα τα διαδραματιζόμενα έχουν μέσα τους έστω μια τόσο μικρή δόση αλήθειας, έστω ένα 1%. Οπότε είναι σαν να διαβάζει γεγονότα που δεν είναι αποκύημα φαντασίας, αλλά καταστάσεις που (πιθανώς, κάποια στιγμή) συνέβησαν δίπλα του, εν γνώσει ή εν τη αγνωσία του.
Ευχή μου είναι να μην δίνω ευχές γενικότερα, γιατί σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται.
Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος μιλάει για το μυθιστόρημά του, Ντοπαμίνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στην περίληψη λέει:
Είναι ένας κυνικός και απαθής τριαντάρης που εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’00. Απεχθάνεται τους πάντες και τα πάντα, πρωτίστως τη δουλειά του, τους συναδέλφους του και, γενικά, οποιονδήποτε συναντάει στον δρόμο του –με απειρο-ελάχιστες εξαιρέσεις.
Σε αυτό το σχεδόν δεκαετές ταξίδι του μέσα στην αθηναϊκή ημέρα και κυρίως την αθηναϊκή νύχτα, θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να συμφιλιωθεί με το τέρας της απότομης ενηλικίωσης, με μόνο του σύμμαχο τον καλύτερό του φίλο, παρέα με αλκοόλ και τόνους κοκαΐνης.
Όταν όμως μια σειρά από άσχετα μεταξύ τους γεγονότα και συμβάντα καταστρέφουν ολοσχερώς τη φούσκα μέσα στην οποία ζει, τότε του απομένει μόνο ένα πράγμα. Να πάρει την αμείλικτη εκδίκησή του από τον απατεώνα εργοδότη του, τους φορτικούς γονείς του και την κυκλοθυμική σύντροφό του. Κυρίως όμως να πάρει, έστω και καθυστερημένα, τη ρεβάνς από τον ίδιο του τον εαυτό.
Μια σκοτεινή, βίαιη, σατιρική, αστεία και άκρως διασκεδαστική αποτύπωση της προ και μετά Ολυμπιακής Ελλάδας, ιδωμένης μέσα από ένα ζευγάρι μάτια πρησμένα από τα ναρκωτικά, τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια.
Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος κάπου εκεί γύρω στα σαράντα ένιωσε ότι βαριέται με τα πάντα στη ζωή του, ειδικά τη δημοσιογραφία από την οποία βιοπορίζεται τα τελευταία χρόνια, οπότε το έριξε στο γράψιμο. Έχει γράψει κάποιες μουσικές βιογραφίες για τους αγαπημένους του μουσικούς και συγκροτήματα και αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.