Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τη μέρα που έρχονται στο γραφείο τα άπαντα ενός δημιουργού· όχι επειδή μας λείπουν τα βιβλία, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι αλλιώς όταν έχεις με τη μία όλη την εργογραφία, για πλήθος λόγων όπως: δεν χρειάζεται να ψάχνεις παλαιότερους ή νεότερους τίτλους, μπορείς να δεις όλη τη συγγραφική διαδρομή με τη μία, αισθάνεσαι να περισσεύει η καλή σου τύχη κ.π.ά. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η Πόπη Κλειδαρά κι έτσι είχα την ευκαιρία, όχι μόνο να δω κάτι δικό της αλλά να διαβάσω όλα τα βιβλία της, να την ανιχνεύσω εξονυχιστικά και, επί της ουσίας, να την γνωρίσω καλύτερα.
Η Πόπη Κλειδαρά γράφει ποίηση –κι όταν δεν γράφει ποίηση μιλάει για τα λογοτεχνικά βιβλία που της αρέσουν. Έχει επιλέξει την πιο ολιγόλογη φόρμα δηλαδή ενώ στον πρώτο τίτλο, όπως θα δούμε παρακάτω, το Οδύνες, εμφανίζεται ως Πηνελόπη Θ. Κλειδαρά.
Στο Οδύνες λοιπόν (το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Σταμάτη Σταματόπουλου), με το οποίο ξεκινά η παρουσία της στα ελληνικά γράμματα, παρατηρούμε ότι κρατάει συγκεκριμένο μέτρο και ομοιοκαταληξίες. Μια «πρακτική» έκφρασης που απορρίπτεται στα επόμενα, το πιθανότερο λόγω ωρίμανσης συγγραφικής. Εμπνέεται από ένα πρόσωπο, μια συνθήκη ή ένα συναίσθημα και έχει ενδοσκοπική διάθεση-πρόθεση. Σε σχέση με τον τίτλο της συλλογής, οι οδύνες μπαίνουν σε ένα είδος αντιπαραβολής με τις ηδονές ενώ αρκετοί στίχοι ή ολόκληρα ποιήματα μπορούν να εισπραχθούν με διάφορους τρόπους. Υπάρχει μια διττότητα· αλλού μια ποιητική πολυσημία που προσφέρει εναλλακτικές όψεις –αν θελήσει να το «ψάξει» κανείς– και ποικιλίες.
Ξεχώρισα –με άγγιξε είναι πιο σωστό– το Πόσο θ' αντέξεις όπου γράφει χαρακτηριστικά: κάποιοι ματώνουν με καρδιά και κάποιοι με ασήμι. Οπωσδήποτε δείχνει ότι διαθέτει την ενσυναίσθηση, που απαιτείται στον/στην δημιουργό, μαζί με την ικανότητα να λες πολλά γράφοντας λίγα, που βοηθά, αν όχι ορίζει, την ποίηση. Ακόμα κι όταν γράφει σε δεύτερο πρόσωπο αισθάνεσαι ότι αναφέρεται στην ίδια, δηλαδή δεν αποστασιοποιείται από τα κείμενα.
αλώβητος δε θα εξέλθει κανείς
Αργότερα στο βιβλίο, περνά και στην πεζοποίηση. Ίσως εδώ είναι το σημείο που αρχίζει να απεγκλωβίζεται από τη ρίμα «δοκιμάζοντας» την ελευθερία του πεζού παράλληλα με την φειδωλικότητα του στίχου.
Γίνεται αλληγορική και παραβολική –βλέπε και παραπάνω το σχετικό σχόλιο περί πολυσημίας– και συχνά συμβουλευτική. Γράφει για ό,τι την πόνεσε και την πονά κρατώντας ένα ρυθμικό τέμπο.
Στα Λόγια της άμμου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή), που ακολούθησαν, σημειώνω ότι μιλάει για μοναξιά, απάγκιο, φόβο, έρωτα, απουσία... μέσα από αντανακλάσεις, καθρέφτες, κάτοπτρα και, όπως προδίδει και ο γενικός τίτλος, συχνά αναφέρεται σε θάλασσες και αμμουδιές. Θέτει ερωτήματα, αναρωτιέται ενώ μιλάει και ρητορικά.
Σ' ένα λίγο / βυθίστηκε το πολύ / και κατέληξε τίποτα.
Στον στίχο: Κι η θάλασσα φυλάκιζε μέσα της χιλιάδες ονόματα κάνει αναφορά στην έξοδο της Παλαιάς Διαθήκης όμως, παράλληλα, θίγει και το μεταναστευτικό ζήτημα της εποχής μας.
Εδώ... να μετράμε τι λείπει, / βουβοί, σκυθρωποί, ξεχασμένοι.
Σαν Κυριακάτικος κλαυσίγελος ομοιάζει, που συνδυάζει τη χαρά της ανάπαυσης με τη μελαγχολία μαζί. Όπως και ο έρωτας, στον οποίο «βλέπει» αυτή τη διπλή ιδιότητα: από τη μια χαρά, ηδονή κι από την άλλη πίκρα.
Προσφέρει βαθύτερα νοήματα, μέσα από τις πάγιες αγωνίες του ανθρώπου που είναι η αγάπη και ο έρωτας.
Είπα να παίξω με τις λέξεις / μα με τις λέξεις δεν παίζουνΑφήνω το χνάρι μου, τη χαρά και τη λύπη μου, εδώ... / Ένας κόσμος έγινε ανάμνηση, βιβλίο και ιστορία.
Η τρίτη της ποιητική συλλογή, Ρέουσα Σιωπή (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή), αποτελείται από μια ποικιλομορφία έργων, ανάμεσα στα οποία θα συναντήσουμε χαϊκού, πεζά ποιήματα, επιγράμματα, δίστιχα κ.ά.
Φυσικά ο έρωτας έχει κυρίαρχο λόγο. Η δημιουργός έχει αποδεχτεί την έκθεση που προσφέρει η γραφή, συνεκδοχικά η έκδοση, και λειτουργεί πιο ανοιχτά στις σκέψεις, όψεις, απόψεις... Επίσης, έχει κατανοήσει τη μοναχικότητα της ποίησης και έχει καταλάβει την αξία της διαδικασίας. Προτρέπει και εδώ, ξανά, τον αναγνώστη να δράσει, να αντιληφθεί τη δύναμή του, να διεκδικήσει, να προχωρήσει...
Δεν μετανιώνω
για εκείνο το φιλί,
μα για τ' αντίο.
Ζέστη και άπνοια
ξεκοίλιασαν το δροσερό πρωινό
και βγήκαμε γυμνοί μες στα ποιήματα.
Δεν μπορεί να είναι αστόχαστο, μήτε τυχαίο, που η ίδια περιγράφει τη συλλογή με τη λέξη «αυτογνωσία». Κάθε άλλο.