Η Σταυρούλα Δεκούλου, που υπογράφει τη συλλογή, Σε έντυσα Έρωτα (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βεργίνα), δεν είναι άγνωστη σε τούτες τις σελίδες. Έχει μιλήσει από αυτό το βήμα για διάφορα λογοτεχνικά πονήματα, θέματα τέχνης και έχει δημοσιεύσει διηγήματα και παραμύθια της ενώ δεν είναι το πρώτο προσωπικό της βιβλίο που παρουσιάζεται· έχουμε ήδη αναφερθεί στο παλαιότερο, Στον αστερισμό του ιβίσκου, όπως και στο θεατρικό, Τρόφιμος 12519, που συνυπογράφει με τον Άγγελο Μαρίνο.
Στο προλογικό της σημείωμα, η Παναγιώτας Ζαλώνη, χρησιμοποιεί μια μεσαιωνική λέξη για να μιλήσει για το βιβλίο: ...όταν η Σταυρούλα Δεκούλου κρένει τις αλήθειες της..., λέει χαρακτηριστικά και όχι τυχαία. Υπάρχει το διαχρονικά πανανθρώπινο συναίσθημα στις σελίδες και στα έργα που ακολουθούν, κι αυτό δημιουργεί μια κλασικοτροπεία στην ποιητική ματιά –χωρίς ωστόσο να είναι κλασική· αντιθέτως είναι μοντέρνο το ύφος, η «δόμηση»...
Γράφει για τη θάλασσα και για την άνοιξη, για εκείνα τα χείλη –τα δικά της ήταν ή του άλλου;–, για το λευκό όπως το φως, οι αλυκές ή ο αφρός των κυμάτων, για το κόκκινο της έντασης, για το φεγγάρι –το κάθε φεγγάρι–, για τις γυναίκες-θεές ή την ψυχή. Ειδικά στην ψυχή μένει κάπως περισσότερο, στο μέσα του ανθρώπου, δίνει βάρος, αναφέρεται πιο πολύ, την (συμ-)πονάει...
Είναι ερωτική, αισθαντική και αισθησιακή η γραφή της και διαθέτει μια ομοτέλεια και σύμπνοια. Χρησιμοποιεί επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων για να προκαλέσει το συναίσθημα και την ένταση και συνδέει –μαγικά θαρρείς– όλες τις έννοιες, τις εικόνες μεταξύ τους. Έτσι, ο έρωτας, για παράδειγμα, συνδέεται με το φιλί αλλά το φιλί συνδέεται με την αλμύρα, άρα και ο έρωτας με την αλμύρα συνδέεται κ.π.λ.
Ο έρωτας, ξέρεις, έχει κάτι από αλμύρα... / Διαρκώς διψασμένος ξημερώνεις.
Ως προς το τελευταίο, αναφέρεται στην πρώτη, την παρθενική φορά τού έρωτα πολυεπίπεδα: στην πρώτη αγάπη, στο πρώτο σκίρτημα ή τότε που ξημερώνω γυναίκα. Σε άλλες περιπτώσεις, προσκαλεί· όπως στην Παραίνεση ή στο Έλα απόψε.
Ένα ρόδο ανθίζει κι εγώ ανατέλλω / στης ψυχής σου το κρυφό χειροκρότημα.
Αντί κάποιας στείρας περιγραφής του ύφους, παραθέτω ένα απόσπασμα από το Ποίημα γυμνό, που μπορεί να λειτουργήσει από μόνο του ακριβώς έτσι.
...θα ντυθώ ποίημα / γυμνό από ρίμα και μέτρο / και θα κατοικήσω / ζερβά στην καρδιά σου
Γυμνή από ρίμα, μέτρο, στεγανά, κανόνες... μια ελεύθερη ψυχή, που ταξιδεύει στον κόσμο, αφουγκράζεται και μοιράζεται –έτσι την αντιλαμβάνομαι τη συνθήκη– κι έπειτα, εκεί προς το τέλος, τη διαβάζω που λέει: Είχε ένα αθεράπευτα κακό ελάττωμα. / Συνήθιζε να είναι ο εαυτός της. Τί κι αν αναφέρεται σε κάποια που πέρασε· όλοι περαστικοί είμαστε, μα το ζητούμενο είναι τί στίγμα αφήνουμε. Κι αν αυτό δεν γίνεται να το κρίνουμε μοναχοί μας, ας το κρίνουν οι άλλοι, οι επόμενοι... μα ας είναι κάτι αυθεντικό, τουλάχιστον αυτό. Ας μην είμαστε υποκριτές.
Με αυτές τις σκέψεις έκλεισα το πόνημα, στις σελίδες του οποίου συναντήθηκα με μια γυναίκα, που εκφράζει και επιθυμίες, ενώ μία από αυτές αναγράφεται στο οπισθόφυλλο: Θέλω να σου μάθω... / ...τη λαχτάρα να περιγράφεις. Τελικά, νομίζω ότι αυτό κάνει.
Γνωρίστε την κι εσείς!