Η εμπειρία της νέας ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ζαραμπούκα, Οι άνθρωποι στις κορνίζες, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι (έχει προηγηθεί η συλλογή Το αναπόφευκτο της μοναξιάς), ξεκινά με ένα εισαγωγικό σημείωμα από την Πασχαλία Τραυλού. Ο ίδιος πρόλογος πρέπει να διαβαστεί από κάθε φιλαναγνώστη ανεξαιρέτως, καθώς προσφέρει την ποιητική διάσταση, μιλάει για έννοιες όπως το ταλέντο, προσδιορίζει –αν θέλετε προσεγγίζει– τι είναι ποίηση και τι ποιητής κ.ά. Κι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η προσέγγιση αυτή για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων επειδή προτρέπει ακόμα και τον πιο αμύητο ποιητικά στη φόρμα, χωρίς επιτηδεύσεις και ξύλινη γλώσσα.
Εκεί διαβάζουμε ότι: μαγιά της ποίησης αποτελούν το βίωμα κι η ανάμνηση που ενεργοποιούν ό,τι ονομάζεται ταλέντο. [...] Η αξιόλογη ποιητική ενέργεια φέρει τη μοναδική σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή... [...] ...ότι ποιητής είναι εκείνος που πετυχαίνει να αντικατοπτρίσει στο χαρτί τον ψυχισμό του μ' έναν τρόπο πρωτότυπο, μοναδικό, αμίμητο κι ανεπανάληπτο, αποδίδοντας με λέξεις το όραμα. [...] Ποίηση σημαίνει μέθεξη στη σφαίρα του ιδεατού κι αρμονία σημαίνοντος και σημαινόμενου... [...] όπως και ότι τους ποιητές δεν τους γεννά ένα οποιοδήποτε βίωμα αλλά το τραύμα.
Ο Ζαραμπούκας τώρα, μας εισάγει στα κείμενα με το Αδέσποτοι. Ένα έργο για τους μόνους, όπως κι αν αποδίδεται η μοναξιά. Εκείνους που δεν ανήκουν σε αγέλη (;), τους άνευ οίκου (;), τους νομάδες της ζωής (;) και ακολούθως, στο Προνύμφη, ένα αγόρι γίνεται έφηβος –μεταμόρφωση– μέσα από μια σουρεαλιστική εικόνα. Το ίδιο αγόρι θα συναντήσουμε κι αργότερα, όταν θα μπαίνει στην ενηλικίωση κι εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολουθείται μια χρονική συνέπεια, βλέπουμε δηλαδή τις φάσεις του ατόμου με τη σειρά που συμβαίνουν. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο «στιγμές» μεσολαβεί το ομότιτλο έργο, το οποίο αναφέρεται στα πρόσωπα των φωτογραφιών, κι αντιστοίχως στις «παγωμένες» στιγμές του χρόνου. Είναι όμως έτσι;
Σαν κουραστούν,γίνονται πάλι χάρτινοι,αφήνοντας στο τζάμι μια ρωγμή.
Έπονται οι Μεταμεσονύχτιες συναντήσεις και τα φαντάσματα από το παρελθόν, οι νεκροί! Και στα δύο αυτά κείμενα διακρίνουμε μια ενεργητική δράση των προσώπων που, λογικά, αδυνατούν να πράξουν το οτιδήποτε –από τη μια εκείνοι που απεικονίζονται στις κορνίζες κι από την άλλη εκείνοι που έφυγαν από τη ζωή– όμως ο δημιουργός δεν νοιάζεται για τη φυσική τους δράση, παρά για την επίδρασή τους σε εκείνους με τους οποίους αλληλεπίδρασαν, για τον αχό τους που εξακολουθεί. Έτσι, μην περιμένετε «οι άνθρωποι στις κορνίζες» να αφορούν μια παρελθοντική γενιά· αντιθέτως, όπως θα δούμε και παρακάτω, ο Γιάννης Ζαραμπούκας έγραψε αυτό το βιβλίο για τους εγκλωβισμένους της ζωής –όσο αυτοί είναι παρόντες– και για τον απόηχο εκείνων που σχετίστηκαν/σχετίζονται μαζί τους.
Έπονται πολλά έργα με πρόσωπα μέσα σε/από ένα οικογενειακό πλαίσιο. Κι εδώ προκύπτει μια αντίθεση/αντιπαράθεση με τους μοναχικούς τύπους που προαναφέρθηκαν. Οι «αδέσποτοι» πάσχουν από έλλειψη συντρόφων (ανθρώπων, αγέλης, φίλων κ.ο.κ.) αλλά και τα ενταγμένα μέλη οικογενειών πάσχουν λόγω συγγένειας με άλλους. Αν η έλλειψη αγάπης «κομματιάζει» τους πρώτους, η λάθος αγάπη βλάπτει τους δεύτερους.
Στο Μπαμπάς ένας χαρακτήρας ζει υπό το φόβο της σύγκρισης με το πατρικό πρότυπο αλλά και με τον φόβο της ομοιότητας με εκείνο. Στη μια μεριά αναρωτιέται αν θα καταφέρει να φθάσει τον πατέρα, στην άλλη τρομάζει στην πιθανότητα να ταυτιστεί μαζί του. Είναι εμφανής η ανθρωποκεντρική προσέγγιση, που διαθέτει σε όλη την έκταση, και η ψυχαναλυτική χροιά.
Τα δέκατα όγδοα γενέθλια σηματοδοτούν έναν ακόμα μεγάλο σταθμό στη ζωή του ατόμου, το πέρασμα στην ενηλικίωση. Αλλά αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί χαρά, σημαίνει νέα πάθη καθώς για άλλη μια φορά το άτομο καλείται να ακολουθήσει τις οικογενειακές επιταγές και τις ευρύτερες κοινωνικές συμβάσεις, ένα καλούπωμα και υπαγόρευση ζωής. Δηλαδή πνίξιμο, ασφυξία.
Ο δημιουργός παρατηρεί τον κόσμο, τους ανθρώπους, και καταγράφει με την πένα του τα θλιμμένα, σκυθρωπά πρόσωπα, την ταλαιπωρία, την τυραννία, το μάταιο... την προσποίηση και, εντέλει, τη μοναξιά. Συνεκδοχικά, είτε μέλος οικογένειας-ομάδας είσαι είτε μοναχικός «λύκος», η μοναξιά καιροφυλακτεί. Γιατί αν ο εαυτός σου δεν γίνει αποδεκτός από το σύνολο δηλαδή αν δεν του επιτρέψεις να γνωριστεί με αυτό, αν συμβιβαστείς στα «θεσμοθετημένα» καλούπια της εποχής σου κι αν σε καταπνίξεις πίσω από μια μάσκα... μία μόνη πραγματικότητα σε περιμένει.
Ξοδεύει μια ζωή,
προσπαθώντας
να μην πέσει.
Σε κάθε μου βουτιά,
όλο και πιο βαθιά
να καταδύομαι,
απ' το όνειρο μέχρι το Τίποτα
και πάλι πίσω.
Τις αλήθειες τους διπλώνουν
κάτω απ' τις χαρτοπετσέτες.
Με λέξεις συμβατικές και ψέματα κατά συνθήκη
υφαίνουν εύθραυστες ευτυχίες.
[...]
Άλλη μια Κυριακή καρμπόν,
μαζί και συνάμα χώρια,
θα περάσουν.
Όλα στη ζωή ρόλος...
Το νησί είναι μια ανίχνευση εαυτού, εσωτερικού κόσμου (της ψυχής;) –παράλληλα, παρατηρώ ότι δύο ήρωες τις συλλογής ταΐζουν πουλιά με αποφάγια και ψίχουλα και σκέφτομαι πως όλοι ταΐζουν τις ψυχές τους με κάτι από ζωή: δανεική (;), καταπιεσμένη (;), άδικη (;)...
Στο Νυχτερινός επισκέπτης θα γράψει για εκείνη που τον επισκέπτεται κάθε βράδυ, την ώρα της σιωπής· αναρωτιέμαι αν αναφέρεται στην ψυχή του, αν κάνει μια ενδοσκόπηση, αν ανιχνεύει τον ίδιο... Τελικά, νομίζω ότι σε βάζει να σκεφτείς πως αναφέρεται στον άλλο του εαυτό όταν: Στο βλέμμα της σε αντικρίζω / δακρυσμένο.
Έχει παλμό (και καρδιακό), αισθαντισμό και ουσία.
Βρείτε το!
Περισσότερα: Αρθρογραφία Γιάννη Ζαραμπούκα στο koukidaki.gr