Χρυσούλας Διπλάρη
Ένιωθε να πέφτει. Ήταν σε μια σκοτεινή τρύπα μέσα στη γη και γλιστρούσε μέσα της σε αργή κίνηση, όπως μια νιφάδα χιονιού γλιστράει και πέφτει με στροβιλισμούς στο έδαφος. Παρ' όλο που ήταν πολύ σκοτεινά, δεν ένιωθε φόβο, δεν ένιωθε άγχος. Δεν ένιωθε τίποτα, πέρα από μια περίεργη οικειότητα, λες και είχε ξανακάνει αυτή τη διαδρομή, λες και επέστρεφε σε γνώριμο μέρος. Ύστερα από λίγο –ή μήπως ήταν πολύ;– προσγειώθηκε ομαλά πάνω σε μαλακό χώμα. Έπεσε με το πλάι κι έτσι όπως μάζεψε ενστικτωδώς τα πόδια προς το στήθος της, παίρνοντας εμβρυική στάση, της δημιουργήθηκε η εντύπωση πως προσγειώθηκε στη μήτρα της μάνας της και θέλησε να μείνει για λίγο έτσι, απολαμβάνοντας την ασφάλεια που ένιωθε εκεί, μακριά από έναν άσχημο και αφιλόξενο κόσμο. Έμεινε ακίνητη, απολαμβάνοντας την αίσθηση. Δεν μπορούσε να δει και πολλά, αλλά το σκοτάδι δεν ήταν πια τόσο πηχτό, ένα αμυδρό φως που ερχόταν από κάπου, προσέδιδε στο χώρο τον μυστικισμό ενός λατρευτικού τόπου. Είχε επίσης την αίσθηση μιας αόρατης καθησυχαστικής παρουσίας. Σαν κάποιος να της κρατούσε το χέρι, σαν κάποιος να της ψιθύριζε μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ! Σε κρατάω… Σήκωσε το χέρι της ως το πρόσωπο. Μπα! Ιδέα της ήταν. Κανείς δεν το κρατούσε. Μόνη της ήταν σ' εκείνο το μέρος. Δεν την ένοιαζε όμως. Ήταν καλά εκεί. Τι περίεργο! Τόσο μικρός χώρος και να μην της προκαλεί κλειστοφοβία… Αντίθετα, ένιωθε απελευθερωμένη και ήρεμη. Και πάνω απ' όλα, τυχερή! Ναι, αφάνταστα τυχερή που είχε ανακαλύψει αυτό το μαγικό μέρος…
Ο Σωτήρης ήταν ανήσυχος και φοβερά αγχωμένος. Κοίταξε ξανά το ρολόι του, για εκατομμυριοστή φορά μέσα στο τελευταίο μισάωρο. Οι δείκτες κινούνταν με βασανιστική βραδύτητα, σαν μύγες που προσπαθούσαν να κινηθούν σε ένα πιατάκι με μέλι. Ηρέμησε! είπε απευθυνόμενος στον εαυτό του. Έτσι όπως πας, θα πάθεις έμφραγμα… και τότε, ποιος θα την βοηθήσει; Είναι νωρίς ακόμα, πολύ νωρίς…
Κάπου μακριά κάτι άστραψε στο μισόφωτο του απογεύματος και μετά από λίγο, ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος, λες κι ο ουρανός έσπαζε σε χίλια κομμάτια… ο αέρας γέμισε όζον και η χαρακτηριστική μυρωδιά του πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Από στιγμή σε στιγμή, θα ξέσπαγε άγριο μπουρίνι…
Ευτυχώς, όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά, γιατί δεν ήθελε να αφήσει την Αλίκη μόνη, ούτε για τα λίγα δευτερόλεπτα που θα του έπαιρνε να τα κλείσει. Μόνο ένα μικρό άνοιγμα στις κουρτίνες, του επέτρεπε να έχει αντίληψη του τι γινόταν έξω, καθώς και οι διάφοροι κρότοι που άκουγε κατά διαστήματα. Να, τώρα ξεκίνησε η βροχή… μεγάλες, βαριές στάλες που τις παράσερνε ο αέρας είχαν ήδη αρχίσει να χτυπάνε στα τζάμια, σαν τυφλά πουλιά που γύρευαν κάπου να κουρνιάσουν. Η καταιγίδα ξεκίνησε για τα καλά, γεμίζοντάς τον δέος και ταραχή, γεμίζοντάς τον για μια ακόμα φορά με την επίγνωση της μικρότητας του ανθρώπου μπροστά στα θαύματα και τα μάγια της Φύσης.
Γύρισε τα μάτια του στο σώμα της Αλίκης, που ήταν ξαπλωμένο μπροστά του, στον καναπέ, με το χέρι της μέσα στο δικό του κι ευχήθηκε μ' όλη του την καρδιά, η φύση να κάνει κι εδώ τα μαγικά της, θεραπευτικά αυτή τη φορά, όπως έκανε από την απαρχή αυτού του κόσμου και που οι άνθρωποι, μέσα στην τερατώδη υπεροψία τους, τα είχαν παραπετάξει.
Έσφιξε ελαφρά εκείνο το αδύναμο χέρι μέσα στο δικό του και γέρνοντας πάνω της, είπε σιγανά: «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ! Σε κρατάω…».
Η Αλίκη άκουγε την καρδιά της να χτυπά, μ' έναν ήρεμο, σταθερό χτύπο. Σταδιακά, ο σταθερός αυτός καρδιακός παλμός, μετατράπηκε σε μουσικούς ήχους, που σιγά σιγά, συνέθεσαν μια μελωδία. Και σε κάθε νότα αυτής της μελωδίας, γεννήθηκε κι από ένα χρώμα, που έκανε τα μισόκλειστα μάτια της Αλίκης ν' ανοίξουν διάπλατα, γεμάτα θαυμασμό! Για φαντάσου! Ένα μαγικό καλειδοσκόπιο γεμάτο σχήματα και χρώματα, που ακολουθούσαν τον ρυθμό της μουσικής, τον ρυθμό της καρδιάς της! Η Αλίκη ανασηκώθηκε και χτύπησε ενθουσιασμένη τα χέρια της. «Είμαι η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων!», είπε φωναχτά και μπουσούλησε μέχρι την άκρη του τούνελ, για ν' ανακαλύψει κι άλλα μαγικά.
Ο Σωτήρης ένιωσε την αλλαγή… το βλέμμα του διέτρεξε με αγωνία το πρόσωπό της και στάθηκε στα χείλη της. Μια υποψία χαμόγελου κρυβόταν εκεί, στην άκρη, μην έχοντας ακόμα αποφασίσει αν θα εγκατασταθεί, ή θα φύγει γρήγορα, όπως ήρθε. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Πόσον καιρό είχε να δει μια υποψία έστω χαμόγελου, σ' εκείνα τα χείλη; Μήνες; Τον τελευταίο χρόνο τουλάχιστον… Πριν το χειρουργείο, σίγουρα… Τότε, εκείνες τις αγχωμένες μέρες που υπήρχε ακόμα ελπίδα, τα χαμόγελα σπάνιζαν και ήταν ζορισμένα πολύ, αλλά υπήρχαν. Άνθιζαν ξαφνικά, σαν τα λουλούδια του κάκτου, για να πνιγούν αμέσως μετά σ' ένα πλήθος ακανθωδών εικασιών και δυσοίωνων προβλέψεων, που έγιναν τελικά η καθημερινότητά τους. Μετά το χειρουργείο, τα χαμόγελα εξορίστηκαν σε ένα μακρινό τόπο, που ήταν σαν να μην τον είχαν επισκεφτεί ποτέ. Η Αλίκη, μαζί με τα έσω γεννητικά της όργανα, απώλεσε όχι μόνο το χαμόγελο, αλλά και την διάθεση για την χαρά της ζωής.
Και ενώ ο γιατρός πανηγύριζε ότι με την αφαίρεση πρόλαβαν εγκαίρως το Κακό, το Κακό ήταν ήδη εκεί, ανάμεσά τους και μέρα τη μέρα γιγαντωνόταν, ένα καρκίνωμα της ψυχής, που κανένα χειρουργικό νυστέρι δεν μπορεί να το αφαιρέσει, γιατί είναι καμωμένο από ένα υλικό τόσο συμπαγές και αδιαπέραστο, που εξοστρακίζονται πάνω του και τα πιο κοφτερά εργαλεία.
Αυτό το υλικό, που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζεται κατάθλιψη και αποτελείται από πόνο, απογοήτευση, απελπισία και λύπη, κάθεται μέσα σου και σε μεταμορφώνει μέρα τη μέρα, σε κάτι άλλο από αυτό που ήσουν. Σου αφαιρεί σιγά σιγά τα ενδιαφέροντα, την αυτοεκτίμηση, την όρεξη, τον ύπνο, τη λειτουργικότητα και τη χαρά σου και αφήνει ένα κενό κέλυφος, σαν άδειο οστρακοειδές, που άγεται και φέρεται από το πιο απαλό κυματάκι. Έτσι πήγαινε κι ερχόταν κι η Αλίκη, χωρίς σκοπό, χωρίς όρεξη, χωρίς τίποτα μέσα της, παρά μια μαύρη τρύπα, από το χείλος της οποίας γαντζωνόταν, χωρίς να τολμάει να βουτήξει, αρνούμενη όμως και να ξεκολλήσει από κει. Ο Σωτήρης σπάραζε μαζί της, θύμωνε μαζί της, απελπιζόταν μαζί της, δεν ήξερε τι να κάνει μαζί της… την παραχάιδευε σαν μικρό παιδί κι άλλοτε πάλι προσπαθούσε να την συνετίσει. Καμιά φορά την απειλούσε κιόλας ότι θα την παρατήσει και θα σηκωθεί να φύγει… Όλα μάταια! Κάθε μέρα η Αλίκη βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο. Δοκίμασαν αντικαταθλιπτικά και ψυχοθεραπεία… τίποτα! Τα χάπια την έκαναν μονάχα να κοιμάται. Σταμάτησε τη δουλειά, έτρωγε ελάχιστα, έκλαιγε συχνά, δεν μίλαγε με κανέναν. Μόνο με τον Σωτήρη και μόνο για τα στοιχειώδη. Τότε ο Σωτήρης θύμωσε. Πολύ. Όχι, όχι μαζί της… Τα έβαλε με τους γιατρούς, με τους επιστήμονες… μα είναι δυνατόν, με τόση πρόοδο, να μη μπορούν να λύσουν αυτά τα θέματα, παρά να ταλαιπωρείται έτσι ο κόσμος; Τι τα θέλουν τα φεγγάρια και τα διαστήματα και την τεράστια τεχνολογία, αν δεν μπορούν να χαρτογραφήσουν ούτε τον άνθρωπο; Κούφια λόγια, κούφιες σκέψεις… Μετά την αγανάκτηση, ήρθε το πείσμα. Άρχισε να ψάχνει μόνος του, να ρωτάει, να ξενυχτάει πάνω από βιβλία, να πελαγοδρομεί, να βλαστημάει, να προσεύχεται, να απελπίζεται… και φτου κι απ' την αρχή…
Η Αλίκη κόντευε πια να βγει από το τούνελ. Το φως γινόταν όλο και πιο έντονο τώρα. Μπορούσε να δει δίπλα της μικρά σκαθάρια να κυλάνε τεράστιους βόλους χώματος και σπόρους να βλασταίνουν σε γρήγορη κίνηση και να ψηλώνουν τόσο απότομα, που τρυπούσαν την οροφή του τούνελ, σε μια κάθετη εφόρμηση προς το φως και τον φρέσκο αέρα. Κοιτώντας τα βλαστάρια που υψώνονταν προς τα πάνω, η Αλίκη αντιλήφθηκε ότι η οροφή δεν αποτελούνταν από σκέτο χώμα, αλλά και από χιλιάδες ρίζες και παράριζα, άλλες χοντρές σαν το μπράτσο της, άλλα λεπτά σαν τις τρίχες των μαλλιών της. Σκέφτηκε τότε ότι ήταν οι φλέβες των δέντρων ενός δάσους και μέσα σ’ αυτές, εκείνη μπορούσε να διακρίνει να ρέουν οι ζωογόνοι χυμοί, με τους οποίους τα δέντρα τρέφονταν και επικοινωνούσαν. Λίγες στιγμές μόνο πριν, αν κάποιος της έλεγε πως θα μπορούσε να δει τέτοιο πράγμα, θα τον περνούσε για τρελό, τώρα όμως, με τη νέα, διευρυμένη της αντίληψη, δεν το έβλεπε απλώς, το άκουγε κιόλας, το μύριζε, το αισθανόταν με όλη της την ύπαρξη. Τέντωσε προς τα πάνω τα χέρια της και με τ' ακροδάχτυλα άγγιξε εκείνες τις ξύλινες φλέβες και το πυκνό δίκτυο των τριχοειδών ινών που τις περιέβαλε. Η παλλόμενη ζωή που έβλεπε να τις διατρέχει την κατέκλυσε και ένιωσε για μια στιγμή τα δάχτυλά της να προεκτείνονται και να γίνονται μέρος αυτού του πολύπλοκου δικτύου, ένιωσε το απαλό βουητό των ζωογόνων χυμών να ρέει εντός της και να τη συνδέει με το δάσος και με τη φύση ολόκληρη, ένιωσε να την διορθώνει, ναι, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, διορθώνει, κι ένιωσε ακόμα πως ξεφορτώθηκε ένα μεγάλο βάρος που την έπνιγε κι άρχισε να αγαπά τον εαυτό της ξανά. Έπεσε τότε πάλι στο έδαφος κι έκλαψε με αναφιλητά, αυτή τη φορά από ανακούφιση.
Ο Σωτήρης τρωγόταν με τα ρούχα του… Είχαν περάσει πάνω από δυο ώρες που η Αλίκη είχε ξεκινήσει το ταξίδι. Είχαν δρόμο ακόμα μπροστά τους, αλλά φαινόταν να πηγαίνει καλά. Ποιος να το πίστευε πως η λύση (μην βιάζεσαι σκέφτηκε, δεν ξέρουμε ακόμα το τέλος), θα ερχόταν από ένα ντοκιμαντέρ για μανιτάρια…
Εκείνο το βράδυ, είχε κυριολεκτικά βουλιάξει στην απελπισία. Φως δεν έβλεπε από πουθενά. Έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε κι έτριψε τα μάτια του με τους κόμπους των δαχτύλων. Ένας επίμονος πονοκέφαλος ταλάνιζε το πίσω μέρος του κρανίου του. Έριξε μια ματιά στην Αλίκη, που κοιμόταν στον καναπέ ναρκωμένη από τα ψυχοφάρμακα, και τσίμπησε ανόρεχτα λίγη μπαγιάτικη ομελέτα, μόνο και μόνο για να πάρει παυσίπονο. Μετά, γνωρίζοντας με βεβαιότητα πως ο ύπνος δύσκολα θα ερχόταν, άναψε την τηλεόραση. Προσπάθησε να βρει κάτι ενδιαφέρον να δει, να του τραβήξει έστω για λίγο το μυαλό μακριά από τα προβλήματα που τον είχαν πιάσει σαν τη μύγα στον ιστό τους. Στην πέμπτη προσπάθεια, έπεσε πάνω στο ντοκιμαντέρ, που μόλις άρχιζε.
…Τα μανιτάρια είναι οι αξιοθαύμαστοι οργανισμοί που ανήκουν στο ξεχωριστό είδος των μυκήτων. Λειτουργούν κάπως σαν θαύμα, μιας και διορθώνουν τα πάντα στη γη… Υποστηρίζουν τη ζωή, την μεταμορφώνουν, την μεταφέρουν. Το κύριο μέρος τους, που απλώνεται κάτω απ' τη γη, αναπτύσσεται σαν ιστός και μοιάζει στην μορφολογία του με το διαδίκτυο που συνδέει την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες σημεία, συλλέγοντας/ανταλλάσσοντας πληροφορίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, το μυκήλιο, ο ιστός των μυκήτων, συνδέει υπόγεια τα δέντρα, τα οποία ανταλλάσσουν θρεπτικά συστατικά και υποστηρίζουν τα πιο αδύναμα, ώστε να τα βοηθήσουν να επιβιώσουν!
Ανάμεσα στα χιλιάδες είδη μανιταριών, υπάρχουν και κάποια, που είναι μαγικά… Τα «μαγικά μανιτάρια» (γνωστά και ως παραισθησιογόνα μανιτάρια), περιέχουν ψιλοκυβίνη, η οποία, όπως δείχνει η έρευνα, έχει απίστευτες δυνατότητες βελτίωσης της ψυχικής υγείας, γιατί έχει αντικαταθλιπτική δράση! Οι ερευνητές εκτιμούν ότι –όπως γίνεται επανεκκίνηση σε έναν υπολογιστή– η ψιλοκυβίνη «κάνει καινούργια» τα εγκεφαλικά κύτταρα που εμπλέκονται στην κατάθλιψη…
Ο Σωτήρης είδε επιτέλους μια αχτίδα φωτός να τρεμοπαίζει πάνω απ' τα σκοτάδια τους. Έψαξε, ρώτησε, έμαθε, εμβάθυνε. Πείστηκε. Μετά, έπεισε και την Αλίκη. Ήξερε πως έπρεπε να προχωρήσουν πολύ προσεκτικά. Το «ταξίδι» στη χώρα των μαγικών μανιταριών, μπορούσε να είναι μια θεραπευτική και εμπνευσμένη διαδικασία, θα μπορούσε όμως να είναι και μια τραυματική εμπειρία, γεμάτη άγχος και κρίσεις πανικού. Οπωσδήποτε η ψιλοκυβίνη, προκαλεί μια «αλλοιωμένη κατάσταση συνείδησης», κατά την οποία η αίσθηση του χρόνου αλλοιώνεται, η αντίληψη διευρύνεται και η πραγματικότητα βιώνεται με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον συνηθισμένο.
— «Πόσο χειρότερο από τα ψυχοφάρμακα μπορεί να είναι;» κατέληξε ο Σωτήρης. «Ή από την κόλαση που ζούμε τον τελευταίο καιρό;»
Η Αλίκη βάδιζε στο δάσος. Τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά, ώστε δεν μπορούσε να δει τις κορυφές τους, μπορούσε όμως να χαϊδέψει τους κορμούς και τα χαμηλότερα κλαδιά τους και να χαζέψει τα διάφορα μανιτάρια που φύτρωναν στη σκιά τους, κοντά στις ρίζες τους. Πρώτη φορά έβλεπε τόσα πολλά μαζεμένα μανιτάρια! Εδώ που τα λέμε, τα μανιτάρια φύτρωναν παντού και ήταν μια πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων… υπήρχαν αυτά που φύτρωναν στο έδαφος σε μεγάλες ομάδες, άλλα που φύτρωναν πάνω στους κορμούς των δέντρων, εκείνα που πρόβαλαν ντροπαλά κάτω από φύλλα και σπασμένα κλαδάκια κι εκείνα που λιάζονταν ανέμελα στις κηλίδες του φωτός που διαπερνούσαν κατά τόπους την πυκνότητα των φυλλωμάτων… ήταν χάρμα οφθαλμών να τα βλέπεις και να τα μυρίζεις! Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να τα δοκιμάσει κιόλας, φαίνονταν τόσο… ορεκτικά! Αχ, πέθαινε της πείνας! Άραγε τι θα πάθαινε αν δάγκωνε ένα μικρό κομματάκι;
Το μικρό δεματάκι, ήταν ελαφρύ, σαν φτερό. Ντένβερ, Κολοράντο, USA, έγραφε στη διεύθυνση του αποστολέα. Εκεί τα μαγικά μανιτάρια πωλούνται ελεύθερα. Ας είναι καλά το διαδίκτυο και ο ιστός του, που απλώνεται ως τα πέρατα! Ο Σωτήρης διάβασε και ξαναδιάβασε τις πληροφορίες με θρησκευτική ευλάβεια. Η λέξη που του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση σε όλο το κατεβατό του συνοδευτικού φυλλαδίου, ήταν η λέξη «ψυχοναύτης».
Ναύτης της Ψυχής… Πλοηγός του πνεύματος… Μακάρι… μακάρι αυτή η καταπληκτική λέξη που είναι από μόνη της ένα ποίημα, να εκφράζει επακριβώς αυτό που πρόκειται να συμβεί: ένα ταξίδι της ψυχής, με την αγαπημένη του Αλίκη να κρατάει γερά το τιμόνι κι αφού περάσει τις Συμπληγάδες του Νου της, να επιστρέψει ασφαλής στα γνώριμα νερά αυτού που υπήρξε η ζωή της. Η ζωή τους!
Αποφάσισε να στήσει για χάρη της ολόκληρη θεατρική παράσταση, ώστε όλο αυτό που επρόκειτο να συμβεί να μοιάζει με παιχνίδι, ένα δρώμενο που θα τους βοηθούσε να αποβάλουν το άγχος του «ταξιδιού». Σκέφτηκε να «παίξουν» τη σκηνή του τσαγιού από την «Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων».
Ό,τι πρέπει για την περίσταση… αυτό το παραμύθι –που μόνο παραμύθι για παιδιά δεν ήταν–, από την αρχή ως το τέλος, ήταν ολόκληρο μια ψευδαίσθηση… Και τι ψευδαίσθηση! Στη σκέψη τού τι μπορεί να είχε πάρει ο συγγραφέας όταν το έγραφε, τον έπιασε ακατάσχετο γέλιο. Γέλασε μέχρι που τον πόνεσε το σαγόνι του και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά του… Όταν τελικά συνήλθε, ρίχτηκε με τα μούτρα στις ετοιμασίες. Μέχρι κέικ είχε σκοπό να φτιάξει. Αλμυρό κέικ μανιταριού παρακαλώ… αλλά με κανονικά μανιτάρια!
Η Αλίκη άπλωσε το χέρι της και έκοψε ένα μανιτάρι, που είχε μορφή μικρού, κυματιστού χωνιού και έντονο χρυσαφένιο χρώμα. Έμοιαζε περισσότερο με λουλούδι, αλλά το άρωμά του, της θύμισε βερίκοκο. «Μμμμμ, υπέροχο!», είπε και δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι. Η φρουτένια του γεύση πλημμύρισε τον ουρανίσκο της με μια πανδαισία λεπτεπίλεπτων αρωμάτων, που την έκαναν να ευφρανθεί μέχρι το τελευταίο της κύτταρο. Ετοιμάστηκε να το καταβροχθίσει, όταν άκουσε φασαρία λίγο πιο κει, πίσω από μια πυκνή συστάδα θάμνων. Γεμάτη περιέργεια, παραμέρισε τα χαμηλά κλαδιά που της έκοβαν τη θέα και βρέθηκε μπροστά σε ένα ολωσδιόλου απροσδόκητο θέαμα: κάτω από ένα πλατύφυλλο δέντρο, βρισκόταν ένα τραπέζι στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο, φορτωμένο με λογής λογής πιάτα και πιατέλες κι ένα ωραίο σερβίτσιο του τσαγιού. Στη μια του άκρη, καθόταν ένας αστείος τύπος, που φορούσε ένα μεγάλο καπέλο, και δίπλα του καθόταν κι έπινε το τσάι του –σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο– ένας άσπρος λαγός. Η Αλίκη έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
— «Ωωωωωωω… μα… μα αυτή είναι η σκηνή του τσαγιού στη Χώρα των Θαυμάτων…», είπε η Αλίκη φωναχτά, χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. «Πώς στο καλό βρέθηκα εγώ χωμένη μέσα στο παραμύθι;»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο τύπος με το καπέλο της έκανε νόημα να πλησιάσει.
— «Θα μας προσφέρεις την ευχαρίστηση της συντροφιάς σου ωραία μου κυρία;», ρώτησε.
Η Αλίκη ήταν πολύ πεινασμένη και διψούσε αφόρητα. Σκέφτηκε πως δεν θα ήταν άσχημο ένα φλιτζάνι τσάι και κάπου είχε πάρει το μάτι της ένα λαχταριστό κέικ. Γιατί όχι; σκέφτηκε και τραβώντας μια καρέκλα, βολεύτηκε κι αυτή στο τραπέζι τους.
— «Ευχαριστώ!», είπε καθώς της σέρβιραν κι έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της.
Ο Σωτήρης κοίταξε το κέικ που μόλις είχε βγάλει από τον φούρνο και του τρέξανε τα σάλια. Η θεσπέσια μυρωδιά του γαργάλησε τα ρουθούνια κι έκανε το στομάχι του να γουργουρίσει. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο τελικά, όσο φανταζόταν. Απλά ανακάτεψε τα υλικά της ζύμης με τα τυριά και τα σοταρισμένα μανιτάρια κι έβαλε το μείγμα στον φούρνο. Παρ' όλα αυτά –όπως και σε κάθε συνταγή που σέβεται τον εαυτό της– υπήρχε κάποιο μυστικό. Το μυστικό εδώ ήταν να βάλεις διαφορετικά είδη φρέσκων μανιταριών και να προσθέσεις σε αυτά τρίμματα αποξηραμένων! Αυτό το απλό πράγμα, απογείωνε κυριολεκτικά τη γεύση και σε ταξίδευε σε γαστριμαργικούς παραδείσους που δεν μπορούσες καν να διανοηθείς, όπως διαπίστωσε ο επίδοξος σεφ Σωτήρης, δοκιμάζοντας το δημιούργημά του.
«Όλα τα θαυμαστά πράγματα στη ζωή είναι απλά…», μονολόγησε. «Για να δούμε αν και το τσάι θα αποδειχτεί θαυματουργό… και το τσάι ένα απλό πράγμα είναι, αλλά με τα μαγικά μανιτάρια μέσα, μετατρέπεται σε θαύμα, που θα χαρίσει στην Αλίκη το μεγαλύτερο δώρο: να βρει ξανά την ψυχική της Ιθάκη, και μέσα σ' αυτήν, τον κόσμο που της στέρησε το Κακό…»
Είχαν αποφασίσει, μετά από πολλή μελέτη και σκέψη, ότι το καλύτερο για κείνη θα ήταν να πάρει τα μαγικά μανιτάρια πολτοποιημένα και διαλυμένα σε νερό, με μέλι και διάφορα άλλα βότανα μαζί, ώστε να είναι όσο πιο κοντά στη φυσιολογική διαδικασία του να πιει κανείς ένα απλό τσάι. Κι έτσι, ο Σωτήρης έστησε τη φιέστα…
Ετοίμασε το τραπέζι στρώνοντας λινό τραπεζομάντηλο και το «καλό» σερβίτσιο, έκοψε το κέικ στην πιατέλα και ετοίμασε το μαγικό τσάι στην πορσελάνινη, λεπτεπίλεπτη τσαγιέρα. Φόρεσε επίσημο σακάκι και τέλος, ένα πολύχρωμο καπέλο, που είχε τροποποιήσει ειδικά για την περίσταση. Ε, ή δίνουμε παράσταση, ή δεν δίνουμε… Τι σόι Τρελοκαπελάς θα ήταν, χωρίς ένα πολύχρωμο καπέλο; Όταν ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες, φώναξε την Αλίκη.
— «Θα μου προσφέρεις την ευχαρίστηση της συντροφιάς σου ωραία μου κυρία;», ρώτησε.
Η Αλίκη αποχαιρέτησε τη συντροφιά. Είχε περάσει πολύ ωραία, αλλά έπρεπε πια να επιστρέψει.
— «Θα ξανάρθω!», υποσχέθηκε στον Καπελά, ενώ ο άσπρος λαγός, μονίμως αγχωμένος, κοίταξε το ρολόι του κι εξαφανίστηκε προτού προλάβει καλά καλά να τον αποχαιρετήσει. Ένιωθε υπέροχα! Είχε πολύ καιρό να νιώσει τόσο… ελεύθερη! Ναι, ελεύθερη και χαρούμενη και σε πλήρη αρμονία με την σφύζουσα ζωή που την περιέβαλε και με το ανώτερο Πνεύμα του Σύμπαντος.
Ένιωθε ηρεμία, πληρότητα και αγάπη.
Άνοιξε το βήμα της, ενώ τα λαμπερά χρώματα που τη συνόδευαν σ' ολόκληρο το ταξίδι της, άρχισαν να ξεθωριάζουν. Είχαν ξοδέψει όλο το φως τους να της δείχνουν τον δρόμο. Το ταξίδι τώρα τελείωνε κι εκείνη κράτησε το φως μέσα της.
Ο Σωτήρης κοίταξε κλεφτά το ρολόι του. Είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες… όπου να 'ναι, η Αλίκη θα επέστρεφε. Έριξε μια ματιά, μέσα απ' την μισάνοιχτη κουρτίνα, στο σούρουπο που άπλωνε τα φτερά του πάνω απ' τα βρεγμένα δέντρα. Η καταιγίδα είχε απομακρυνθεί, αφήνοντας μόνο την υγρασία του νερού να ξεδιψάει τον κήπο. Μακάρι κι η καταιγίδα της ζωής τους να περνούσε γρήγορα! Φυσικά και δεν θα γινόταν αυτόματα.
Είπαμε… ψευδαισθήσεις, αλλά όχι και τόσο μεγάλες πια! Δεν θα ήταν όλα ρόδινα και ζαχαρένια, αλίμονο! Αλλά είχε καλό προαίσθημα. Τα αποτελέσματα των ερευνών για την ψιλοκυβίνη στο Τζον Χόπκινς και το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου, ήταν όλα θετικά. Όλα έδειχναν πως ήταν το τέλειο αντίδοτο στην κατάθλιψη. Έξι μήνες μετά τη δοκιμή, οι εθελοντές ασθενείς διατηρούσαν χαμηλά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν προκαλούσε εθισμό. Στο μεταξύ… για την περίπτωσή τους υπήρχαν τα μαγικά μανιτάρια…
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Αλίκη άνοιξε τα μάτια και το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο πρόσωπό του. Ο Σωτήρης κράτησε ως και την ανάσα του…Χωρίς να μιλήσει, πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του…Αργά, όπως ο ήλιος που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα, ένα αστραφτερό χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπό της. Η φωνή της ήταν σιγανή, αλλά ευδιάκριτη.
— «Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Σου πάει πολύ αυτό το πολύχρωμο καπέλο…»
Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής τής Stephanie Elaine Smith (Dark Forest)