Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασία: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος * Τα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το Τέρας, η Πανωραία και η ροδοζάχαρη

Χρυσούλας Διπλάρη

Πίνακας ζωγραφικής του εικαστικού Κώστα Ευαγγελάτου από τη σειρά έργων «Τα τριαντάφυλλα του Ρίλκε»

Η αδελφή Ευμορφία χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους για να φύγουν τα χώματα, έπιασε την πονεμένη της μέση και σήκωσε τα μάτια στον ορίζοντα, που είχε αρχίσει να βάφεται πορτοκαλί. Σύντομα, θα χτυπούσε ο εσπερινός.
Έπρεπε να πάει να πλυθεί, αλλά χρονοτριβούσε στον ροδώνα, τριγυρίζοντας σαν μέλισσα γύρω από τις τριανταφυλλιές, αγγίζοντας, μυρίζοντας, χαζεύοντας, χαϊδεύοντας τα φίνα ροζ άνθη τους, γεμίζοντας τα ρουθούνια της με το μεθυστικό τους άρωμα, που την διαπότιζε βαθιά, ως τα μύχια της ύπαρξής της.
Η τριανταφυλλένια θάλασσα απλωνόταν μπροστά της σε μεγάλη έκταση και αυτή την εποχή, στα τέλη του Μάη, βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της.
Τα λεπτά, λυγερά κλαδιά των θάμνων ήταν κατάφορτα με στρογγυλά, εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, που σάλευαν αργά στο ελαφρύ αεράκι σκορπίζοντας ολόγυρα τη θεϊκή ευωδιά τους.
«Τι καλύτερο θυμίαμα από αυτό για να δοξάσουμε τον Δημιουργό;» αναλογίστηκε η αδελφή Ευμορφία, καμαρώνοντας τα ρόδα της, που τα μεγάλωνε και τα περιποιόταν σαν παιδιά της. Κρίμα που ξεκινούσε η συγκομιδή κι έπρεπε να κοπούν. Αλλά πάλι… τι θα γίνονταν οι αδελφές χωρίς τα έσοδα από το γλυκό;
Η αδελφή Ευμορφία έσκυψε πάνω από ένα ρόδο και ρούφηξε το άρωμά του μέχρι τα φυλλοκάρδια της. Μετά, ακούγοντας να χτυπά το σήμαντρο για τον εσπερινό, άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι, σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί στη λειτουργία. Οι σκέψεις βούιζαν στο κεφάλι της όπως τα έντομα στον ροδώνα. Η συγκομιδή, η παρασκευή του γλυκού, το κορίτσι που είχε φτάσει μόλις χτες και χρειαζόταν φροντίδα κι αγάπη… Στη βραδινή τράπεζα, με το ζόρι κατάπιε το λιτό φαγητό της… ίσα να στυλωθεί λίγο το σώμα, είχε πολλά να κάνει την επομένη. Τώρα όμως, θα πήγαινε στο κορίτσι.
Χτύπησε απαλά κι αμέσως μετά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ήταν ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι, ακίνητη. Ούτε που έστρεψε το κεφάλι να δει ποιος ήταν, αν και δεν κοιμόταν. Τα μάτια της -ανοιχτά, όσο τους επέτρεπε το πρήξιμο από τα χτυπήματα- ήταν στυλωμένα στο ταβάνι. Στο μουντό φως του καντηλιού, το πρόσωπό της έδειχνε βασανισμένο και αποστεωμένο, σαν των μαρτύρων στις εικόνες του καθολικού. Η αδελφή Ευμορφία έβαλε το χέρι στο μέτωπό της και μετά έλεγξε τον σφυγμό της. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά, εκτός από τις μελανιές και τους μώλωπες που ήταν διάσπαρτοι σ’ όλο της το σώμα, αδιάψευστοι μάρτυρες της κακοποίησης που είχε υποστεί. Η αδελφή αναστέναξε βαθιά αναριγώντας κι αυτόματα η οδύνη του κοριτσιού πέρασε σ’ εκείνη, ταράζοντας την ψυχή της, γεμίζοντάς την αγωνία. Πήγε στο μικρό παράθυρο κι άνοιξε τα κλειστά παντζούρια να μπει φρέσκος αέρας, να τη συνεφέρει. Μεμιάς όρμησαν μέσα οι ευωδιές του ροδώνα, σαρώνοντας τις σκιές, γεμίζοντάς την ουράνια ευδαιμονία. Το κορίτσι σάλεψε πάνω στο κρεβάτι κι έστρεψε το πρόσωπο προς το παράθυρο. Η αδελφή Ευμορφία επέτρεψε σ’ ένα μικρό χαμόγελο ν’ ανθίσει σαν ρόδο στο πρόσωπό της. Όλα θα πήγαιναν καλά! Είχε εμπιστοσύνη. Ξαφνικά το αεράκι δυνάμωσε και η τριανταφυλλιά που σκαρφάλωνε δίπλα στο παράθυρο, έγειρε απότομα προς το άνοιγμα, φανερώνοντας ένα και μοναδικό μοσχοβολιστό τριαντάφυλλο. Η αδελφή το έπιασε και με τα δυο της χέρια, πέρασε τρυφερά τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μεταξένια πέταλα και μετά το έκοψε και το πρόσφερε στο κορίτσι.
«Ορίστε! Είναι rosa centifolia, τριαντάφυλλο εκατόφυλλο, ένα πραγματικό θαύμα! Συμβολίζει την ανανέωση της ζωής, μετά τις κακουχίες και τη σκληράδα του χειμώνα. Θα σε βοηθήσει να σταθείς στα πόδια σου ξανά, όπως τόσες και τόσες πριν από σένα…» Και τραβώντας τη μοναδική καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, κάθισε παίρνοντας τα χέρια του κοριτσιού στα δικά της, με το ρόδο να φυτρώνει, λες, ανάμεσά τους κι άρχισε ψιθυριστά, σαν να προσευχόταν, να της αφηγείται μια ιστορία.
«Πριν από πολλά χρόνια, ήρθα εδώ στην ίδια κατάσταση μ’ εσένα. Μετά από έναν χρόνο βιασμών, ξυλοδαρμών και κακοποιήσεων πάσης φύσεως, βρήκα την ευκαιρία και το θάρρος να το σκάσω από το Τέρας. Ήμουν μόνο δεκαεφτά χρονών…στα χέρια του Τέρατος μ’ έριξε ο ίδιος μου ο πατέρας. Μ’ έπαιξε στα χαρτιά…όταν δεν είχε άλλο τίποτα πια να χάσει, το Τέρας του πρότεινε να παίξει τη μοναχοκόρη του, παιδί ακόμα, στα δεκάξι…κι εκείνος δέχτηκε! Τέρας κι αυτός, χωρίς τίποτα μέσα του παρά μόνο σκοτάδι. Θυμάμαι που γονατιστή τον παρακαλούσα να μην με δώσει… θυμάμαι τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι και ξέπλεναν τη λάσπη απ’ τα βαριά του άρβυλα… θυμάμαι ένα από αυτά τα άρβυλα να με πατάει στο λαιμό και μετά, να με κλωτσάει προς το μέρος του κερδισμένου…
»Τα χρέη στα χαρτιά, είναι χρέη τιμής, είπε, λες και γνώριζε τι πάει να πει η λέξη "τιμή", αυτός, ένας άτιμος εγκληματίας! Ήμουν ένα μπουμπούκι όμορφο, πάνω στο άνθισμά μου… το Τέρας με τσαλαπάτησε με όσους τρόπους μπόρεσε να επινοήσει η διεστραμμένη του φαντασία. Επί έναν ολόκληρο χρόνο ήμουν σκλάβα του. Όσο φως είχα μέσα μου, ξοδεύτηκε στην προσπάθεια να βρω δρόμο διαφυγής μέσα απ’ τα δικά του σκοτάδια. Μετά, κάποιο βράδυ παρουσιάστηκε μια ουρανοκατέβατη ευκαιρία. Φωτιά ξέσπασε κάπου στο κτήμα κι ο αέρας την έσπρωχνε προς τον στάβλο… έφυγε αλλόφρων να σώσει τα ζώα του, την περιουσία του, ξεχνώντας πάνω στη φούρια του να με κλειδαμπαρώσει ως συνήθως. Πήδηξα απ’ το πίσω παράθυρο κι έφυγα. Έτρεξα όλη τη νύχτα, όλο τον μακρύ δρόμο προς το μοναστήρι, να ζητήσω άσυλο στο σπίτι του Αϊ-Γιώργη, που λέγανε πως κάποτε έσωσε ένα κορίτσι απ’ το θεριό. Κι αν ήταν έτσι, ίσως μπορούσε κι εμένα να με σώσει…
»Με βρήκε το χάραμα η αδελφή Θεοπίστη, σωριασμένη μπροστά στην ξώπορτα, με τα πόδια μου ξεσκισμένα απ’ τ’ αγκάθια και τα μυτερά λιθάρια του δύσβατου μονοπατιού που είχα πάρει, μέσα από το βουνό, για να καλύψω όσο μπορούσα τα ίχνη του φευγιού μου. Με κουβάλησε αγκαλιά μέχρι τα κελιά, μου καθάρισε τις πληγές, με τάισε, με πότισε, με κανάκεψε…
»Στο μοναστήρι ζούσαν τότε δυο αδελφές και η ηγουμένη, που ήταν μεγάλης ηλικίας και σχεδόν τυφλή. Έτσι τα βάρη, είχαν πέσει όλα στις πλάτες της αδελφής Ευλαλίας και της αδελφής Θεοπίστης. Η Ευλαλία είχε αναλάβει να προσέχει την ηγουμένη, έτσι η Θεοπίστη έγινε μάνα, δασκάλα, αδελφή και φίλη μου. Περνούσε ο καιρός και οι πληγές μου επουλώθηκαν, τουλάχιστον οι εξωτερικές. Μόλις ανέκτησα πλήρως τις δυνάμεις μου, άρχισα να βοηθώ τις αδελφές όπου και όπως μπορούσα, προσπαθώντας ν’ ανταποδώσω την καλοσύνη και τις περιποιήσεις τους. Εξέφρασα την επιθυμία να ντυθώ το ράσο, αλλά η Θεοπίστη με συμβούλεψε να μην βιαστώ.
Είναι νωρίς ακόμα παιδί μου…τώρα σε προστάζουν οι φόβοι σου και όχι η καρδιά σου…άσε να περάσει λίγος καιρός και βλέπουμε. Όμως στο μεταξύ, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. Χρειάζομαι βοήθεια στον κήπο. Κάποιος πρέπει να φροντίσει τις τριανταφυλλιές, κοντεύουν να τις πνίξουν τ’ αγριόχορτα. Και χωρίς τριαντάφυλλα δεν θα μπορέσουμε να φτιάξουμε ροδοζάχαρη… κι άμα δεν φτιάξουμε ροδοζάχαρη, τριαντάφυλλο γλυκό δηλαδή, να το αγοράσει ο κόσμος και να εξοικονομήσουμε έτσι τα προς το ζην, αλίμονό μας!
Βλέπεις, δεν είμαστε μεγάλο, πλούσιο μοναστήρι, να έρχεται ο κόσμος να λειτουργηθεί και ν’ αφήνει τον οβολό του… ούτε περιμένουμε χρήματα από τη μητρόπολη ή από οπουδήποτε αλλού για να συντηρηθούμε. Όσο λίγο και να τρώμε, χρειάζονται και κάποια χρήματα. Κι ο Αϊ-Γιώργης, μεγάλη η χάρη του, άγιος είναι όχι τραπεζίτης –Θεέ μου σχώρα με– κι έτσι έχουμε τα κεντήματα της Ευλαλίας και τα τριαντάφυλλά μου, από όπου φτιάχνουμε το περίφημο γλυκό μας, που είναι δυσεύρετο και γευστικό πολύ και πιάνει καλή τιμή, δοξασμένο ας είναι τ’ όνομα του Κυρίου!...
»Κι έτσι έγινε η γνωριμία μου με την Ροδή την Δαμασκηνή την εκατόφυλλη, την αγαπημένη μου Rosa centifolia. Στην αρχή απλά σκάλιζα τις ρίζες καθαρίζοντάς τις από τ’ αγριόχορτα. Σιγά σιγά όμως, με την καθοδήγηση της αδελφής, έμαθα τα μυστικά του φυτέματος και του κλαδέματος… έμαθα πως να καταπολεμώ τα παράσιτα με σαπουνόνερο, ή νερό από βρασμένες τσουκνίδες… έμαθα πως να φέρνω βόλτα το ροδώνα. Κι όταν το έμαθα αυτό, έμαθα να φτιάχνω και ροδοζάχαρη, από τα ευωδιαστά, φίνα ροδοπέταλα.
»Η συγκομιδή των λουλουδιών γίνεται πάντα τέλη Μαΐου, να, σαν τώρα καλή ώρα. Αφού κοπούν τα άνθη, ξεχωρίζουμε τα πέταλα και τα ζυμώνουμε με ζάχαρη για αρκετή ώρα, ωσότου η ζάχαρη λιώσει με το χυμό των φύλλων και μας δώσει μια ομοιόμορφη πάστα. Ύστερα βάζουμε σ’ ένα καζάνι νερό να βράσει, ρίχνουμε την υπόλοιπη ζάχαρη που αναλογεί και τέλος την πάστα από τα ζαχαροζυμωμένα πέταλα. Μετά, μόλις το σιρόπι αρχίσει να δένει, ρίχνουμε λίγο χυμό λεμονιού κι ανακατεύουμε με κουτάλα ξύλινη για αρκετή ώρα ακόμα, μέχρι να δέσει εντελώς. Ταυτόχρονα, παίρνουμε μια γεύση από παράδεισο, μιας και είναι απερίγραπτη η θεϊκή μοσχοβολιά των αρωματικών ατμών που αναδύονται μέσα από εκείνο το καζάνι… Όταν λοιπόν δέσει το σιρόπι, αφήνουμε το γλυκό να κρυώσει για να γεμίσουμε μ’ αυτό τα βαζάκια και να πάρει το δρόμο του…
»Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασαν τρία χρόνια από τότε που πήγα στο μοναστήρι. Η αδελφή Θεοπίστη και τα τριαντάφυλλα, με βοήθησαν ν’ αφήσω πίσω το γεμάτο αγκάθια παρελθόν μου και ν’ αρχίσω ν’ ατενίζω μια ζωή στρωμένη ροδοπέταλα. Αμ δε! Όσο όμορφα ρόδα και να βγάζει η τριανταφυλλιά, όσο θεσπέσιο άρωμα κι αν έχουν, τα αγκάθια είναι πάντα εκεί, έτοιμα να σε τρυπήσουν…
»Εκείνη τη χρονιά το Πάσχα έπεσε αργά, πρώτη του Μάη. Γιορτάσαμε τον άγιο Γιώργη την αμέσως επόμενη, όπως συνηθίζεται όταν η γιορτή πέφτει μέσα στο σαρανταήμερο. Ήταν η μόνη μέρα που το μοναστήρι άνοιγε για το κοινό. Ήρθε κόσμος πολύς. Η μέρα ήταν υπέροχη κι ο ροδώνας στις δόξες του, μαγεύοντας τους επισκέπτες. Οι πωλήσεις του γλυκού, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Θα ήταν όλα τέλεια αν… αν τα επίμονα βλέμματα κάποιου επισκέπτη δεν μου έφερναν τόση ταραχή, αν δεν άναβαν ένα φωτεινό σήμα κινδύνου μέσα στο μυαλό μου. Με ήξερε άραγε; Από πού; Ήταν από κείνους που χαρτόπαιζαν κάθε βράδυ με το Τέρας και τους είχα σερβίρει άπειρες φορές χωρίς να τους βλέπω στ’ αλήθεια; Έσπαγα το κεφάλι μου αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ευτυχώς σουρούπωνε και η πόρτα του μοναστηριού θα έκλεινε σε λίγο, αφήνοντας όλους τους περίεργους αγνώστους έξω από τον μικρό, ειρηνικό μας κόσμο.
»Πέρασαν μέρες χωρίς τίποτα να συμβεί κι άρχισα να ησυχάζω. Ξεκίνησε κι η συγκομιδή και ήμουν στον ροδώνα από τα χαράματα μέχρι νωρίς το πρωί, μαζί με την αδελφή Θεοπίστη, συλλέγοντας τα μαγικά μας εκατόφυλλα, που εκείνες τις ώρες συγκεντρώνουν το μέγιστο του αρώματός τους. Εκείνη τη μέρα, πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε καλά καλά (σκοτάδι ήταν ακόμα), ακούσαμε χτύπημα στην πόρτα. Αναπηδήσαμε κι οι δυο αλαφιασμένες, ασυνήθιστες σε επισκέψεις και μάλιστα τέτοιες ώρες. Η Θεοπίστη, γνωρίζοντας τις ανησυχίες μου, με πρόσταξε να μείνω κρυμμένη στον ροδώνα, ενώ εκείνη πήγε να δει τι συμβαίνει. Η αντρική φωνή απέξω, σιγανή και παρακλητική, την πληροφόρησε πως ήταν ένας κυνηγός, που είχε ατύχημα στο βουνό και πλήγωσε άσχημα το πόδι του. Μήπως οι αδελφές θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν;
»Όταν το Κακό αποφασίσει να παίξει τον ρόλο του ανήμπορου για να σε παραπλανήσει, το κάνει με μεγάλη επιτυχία. Το Τέρας, χτύπησε ακριβώς τη χορδή που έπρεπε και η καρδιά της αδελφής Θεοπίστης, τρυφερή σαν τα ροδοπέταλα του κήπου της, ευαισθητοποιήθηκε άμεσα στον πόνο του συνανθρώπου και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Το μετάνιωσε την ίδια στιγμή, καθώς ο άντρας διαγράφηκε απειλητικός στο αμυδρό, πρώτο πρωινό φως. Το ένστικτό της μίλησε, προτού η φωνή του φτάσει σαν σφύριγμα φιδιού στ' αφτιά της: Ήρθα να πάρω αυτό που μου ανήκει, είπε. Η αδελφή Θεοπίστη έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα, αλλά ήταν πλέον αργά. Το Τέρας την άρπαξε από τον λαιμό κι άρχισε να βαδίζει προς τον ροδώνα, σέρνοντάς την μαζί του. Φτάνοντας εκεί, στάθηκε και με κάλεσε με το παλιό μου όνομα: Πανωραία! Πανωραία! Φανερώσου τώρα! Το ξέρω πως κρύβεσαι εδώ… όμως τώρα, θα βγεις και θα έρθεις μαζί μου με το καλό, αλλιώς… τις σκοτώνω όλες τις παλιόγριες! Μ’ ακούς που σου μιλάω μωρή βρώμα; Θα έρθεις μαζί μου τώρα, αλλιώς τις κλειδώνω μέσα και τις καίω ζωντανές! Όσο για σένα, θα έχεις σπέσιαλ μεταχείριση. Εμένα δεν με άφησε ποτέ καμιά, όλες εγώ τις σκόλαγα.
»Σηκώθηκα αργά μέσα από τις τριανταφυλλιές, τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Ο ορίζοντας γαλάκτιζε πια για τα καλά, τα τριαντάφυλλα μοσχοβολούσαν μ’ όλη τους την ένταση, τα έντομα άρχισαν ήδη να ζουζουνίζουν γύρω γύρω -ή μήπως ήταν μέσα στο κεφάλι μου; Ο αέρας έγινε ξαφνικά πιο πυκνός, με πλάκωνε στο στήθος… ένιωσα για μια στιγμή να αιωρούμαι και μετά, μ’ ένα γδούπο σωριάστηκα καταγής.
»Ξύπνησα από τα χαστούκια που μου έδινε αυτός για να συνέλθω, γερμένος όλος πάνω μου, μουρμουρίζοντας μέσα στ' αφτί μου μη μου το παίζεις, εμένα, αναίσθητη σκατοκαργιόλα… θέλω να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, θέλω να καταλάβεις καλά τι σε περιμένει. Κι άρχισε να με ψαχουλεύει πάνω απ’ τα ρούχα, λέγοντας προστυχιές. Αναρωτήθηκα φευγαλέα τι να είχε συμβεί στην αδελφή Θεοπίστη, ενώ το σώμα μου, ενστικτωδώς, κινήθηκε με δική του βούληση, προσπαθώντας να απεγκλωβιστεί από κείνο το σιχαμερό αγκάλιασμα. Αυτό όμως τον εξαγρίωσε περισσότερο και άρχισε να με τραβολογάει και να με χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Φώναξα ξεψυχισμένα «άγιε βόηθα με!» και ξαφνικά, ανάμεσα από τις τριανταφυλλιές, κραδαίνοντας ένα φτυάρι, ξεπρόβαλε αλαλάζοντας η αδελφή Θεοπίστη, σαν άλλος Αϊ-Γιώργης που ορμάει με το κοντάρι του για να σώσει την βασιλοπούλα…
»Η αδελφή Θεοπίστη ήταν γεροχτισμένη γυναίκα και με την σκληρή δουλειά στον κήπο τόσα χρόνια, τα χέρια της είχαν αποκτήσει μούσκουλα αντρικά και δύναμη υπολογίσιμη. Κατέβασε με δύναμη το φτυάρι της κι έτσι όπως αυτός γύρισε ξαφνιασμένος, τον βρήκε κατευθείαν στον σταυρό και τον άφησε στον τόπο! Τον θάψαμε κοντά στον εξωτερικό τοίχο, στους λάκκους που είχαμε σκάψει για να φυτέψουμε κυπαρίσσια. Μετά, σοκαρισμένες και καταχτυπημένες, υποβαστάζοντας η μια την άλλη, γυρίσαμε στο μοναστήρι.
»Όλο αυτό είχε διαρκέσει λιγότερο από μια ώρα, ούτε έξι δεν ήταν καλά καλά όταν επιστρέψαμε. Ευτυχώς η αδελφή Ευλαλία δεν είχε ακούσει τίποτα και συνέχιζε τις ασχολίες της ως συνήθως, ανυποψίαστη για το δράμα που παίχτηκε λίγο πριν, ανεπηρέαστη από την μαύρη σκιά που βάραινε πάνω μας.
»Οι επόμενες μέρες πέρασαν μέσα στην αγωνία… Όλο πεταγόμουν στον ύπνο μου, νομίζοντας πως κάποιος έχει μπει στο κελί και η ανάσα μου κοβόταν από φόβο… έστηνα αφτί ν’ ακούσω χτύπημα στην πόρτα, κάποιους να ψάχνουν, να ρωτάνε για κείνον... Όμως, όχι. Κανείς ποτέ δεν μας ενόχλησε, κανείς ποτέ δεν έφτασε ως το μοναστήρι να τον ψάξει. Ήταν λες και δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στη φαντασία μας…
»Συνεχίσαμε την συγκομιδή και την ετοιμασία του γλυκού, αλλά όχι με τη χαρά που το κάναμε πάντα. Εγώ ήμουν συνέχεια αφηρημένη και κατατρυπούσα τα χέρια μου στ’ αγκάθια και η αδελφή Θεοπίστη, όλο το κομποσκοίνι της έπιανε και μουρμούριζε συνέχεια την προσευχή του Ιησού: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με την αμαρτωλή. Αυτό που είχε συμβεί... είχε κολλήσει σαν μίασμα πάνω μας και η ψυχή μας είχε απολέσει τη γαλήνη της. Το Τέρας, αν και νεκρό, είχε μπει για τα καλά στη ζωή μας. Στο μυαλό μας έπαιζε ξανά και ξανά, σαν χαλασμένη ταινία, η σκηνή του σκοτωμού και δεν βρίσκαμε ησυχία πουθενά. Δεν κατάφερναν να μας παρηγορήσουν ούτε τ’ αγαπημένα μας τριαντάφυλλα, παρ’ όλες τις αντικαταθλιπτικές τους ιδιότητες.
»Ύστερα, έκανε ο Αϊ-Γιώργης το θαύμα του. Μια μέρα, ο έμπορος που μας έφερνε προμήθειες με αντάλλαγμα τα εργόχειρα της Ευλαλίας και το γλυκό μας, έφερε μαζί του κι ένα κορίτσι ίσαμε δώδεκα, δεκατριών χρονών… Κατατρεγμένο!, μας είπε. Η μάνα, ξενομερίτισσα, έφτασε στο χωριό με το παιδί πριν μερικά χρόνια, βρήκε κάποιον να την μαζέψει, έμεινε. Έκανε κι άλλα παιδιά μαζί του, ετούτο το παράτησε στο έλεος του Θεού και στις ορέξεις τ’ αντρός της. Το βρήκα να τριγυρνάει έξω απ’ το χωριό, ερχόμενος εδώ σήμερα. Με το που το είδα, έσβησε τ’ αμάξι καταμεσίς του δρόμου, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα! Κατεβαίνω, ανοίγω το καπό, σκαλίζω, δεν βλέπω κάτι στραβό. Ξαναβάζω μπρος, τίποτα… Στο μεταξύ, αυτό είχε πλησιάσει και με κοίταζε.
— Βρε τι κοιτάς; το ρωτάω. Τράβα σπίτι σου, θα σε ψάχνουν… τι γυρεύεις στις ερημιές;
— Δεν ξαναπάω εκειδά… μου λέει και τρέμει το χείλι του. Με βαράνε!... πάρε με μαζί σου, να φύγω μακριά…
— Μα να σε πάω πού, κατακαημένο; Εγώ πάω στη δουλειά μου.
— Και πού είναι η δουλειά σου;
— Να, εκεί, στο μοναστήρι.
— Πάρε με τότε στο μοναστήρι. Εκεί θα πάω κι εγώ!
Και δίνει ένα σάλτο και μπαίνει και κάθεται στη θέση του συνοδηγού.
Βρε φωτιά στα μπατζάκια μου σήμερα…, σκέφτομαι ανταριασμένος και μπαίνω κι εγώ μέσα, προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να βάλω μπρος.
— Και πως σε λένε για να ’χουμε καλό ρώτημα;
— Γιωργία… Γιωργία με λένε…
Και με το που το λέει, παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο και φωτίζεται ο νους μου, τούτο είναι τ’ Αϊ-Γιώργη δουλειά, σκέφτομαι και τσουτσούριασα ολόκληρος, ο άγιος το προστατεύει, ο άγιος σταμάτησε και τ’ αυτοκίνητο, να το βρω και να το φέρω στο σπίτι του, να σωθεί! Δοξασμένο τ’ όνομά του!
»Κι άρχισε να σταυροκοπιέται, και να τα δάκρυα, να τα αναφιλητά, δεν έλεγε να σταματήσει… εμείς είχαμε απομείνει με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να χωνέψουμε όσα είχαμε μόλις ακούσει… το κορίτσι τότε, πλησίασε την αδελφή Θεοπίστη και την πήρε από το χέρι. Αδελφή, θα μου δώσεις λίγη ροδοζάχαρη; Έχω μια πείνα…
»Η Θεοπίστη γιάτρεψε με ροδοζάχαρη την πείνα της Γεωργίας και με ροδόνερο, που επουλώνει τις πληγές, γιάτρεψε τα καψίματα και τα χτυπήματα στο μικρό της σώμα. Και γιατρεύοντάς την, γιατρεύτηκε κι η ίδια από τις ενοχές της, που διέπραξε –έστω και άθελά της, έστω και για να με σώσει– το βαρύ αμάρτημα του φόνου. Γιατρεύτηκε, γιατί θυμήθηκε και τις δικές μου πληγές. Γιατρεύτηκε, γιατί κατάλαβε πως υπάρχουν αμαρτήματα κι από το φόνο πιο βαριά ακόμα…γιατρεύτηκε, γιατί κάθε πληγή της ιστορούσε πόσοι τρόποι υπάρχουν για να σκοτώσεις κάποιου την ψυχή, να ποδοπατήσεις κάποιου την ανθρώπινη υπόσταση, πόσους τρόπους έχουν τα Τέρατα να προσβάλουν τον Θεό, τσακίζοντας τις ομορφιές προτού καν προλάβουν ν’ ανθίσουν. Κι όπως λιώνει η ζάχαρη μέσα στο βελούδινο σιρόπι του γλυκού, έτσι ένιωσε να λιώνει και το αμάρτημά της μέσα στη γλυκύτητα της αγάπης, με την οποία περιέβαλε όλες τις βασανισμένες γυναίκες που άρχισαν να έρχονται στο μοναστήρι. Γιατί «το θαύμα του αγίου», από στόμα σε στόμα διαδόθηκε και πολλές δυστυχισμένες και κακοποιημένες ψυχές ήρθαν ως εδώ να βρουν παρηγοριά κι ελπίδα… Ακούραστη, αβάρετη, φρόντιζε όσες έρχονταν ως την πόρτα μας, έχοντας ακούσει από άλλες, έχοντας μάθει από δω κι από κει, ότι το σπίτι του Αϊ-Γιώργη είναι καταφύγιο για τις δεινοπαθημένες.
»Άλλες έμειναν για λίγο, όσο να σταθούνε στα πόδια τους ξανά και να ξεκινήσουν πάλι, κάπου αλλού, καινούργια ζωή… Άλλες ντύθηκαν το ράσο κι έμειναν για πάντα εδώ –όπως κι εγώ– να συνεχίσουν το έργο της αδελφής Θεοπίστης, που αναπαύεται πια εν ειρήνη… Κι άλλες επιστρέφουν ξανά και ξανά, κάθε Μάη, όπως γυρνάνε τ’ ανοιξιάτικα πουλιά στην φωλιά τους… Μας βοηθάνε με την συγκομιδή και το γλυκό –τάμα στον άγιο για τη βοήθειά του, τάμα και στις αδελφές για την αγάπη τους. Όμως πάνω κι απ’ αυτά, είναι η ανάγκη τους να βρεθούνε ξανά στον ροδώνα, να ζουζουνίσουν γύρω απ’ τα τριαντάφυλλα, να νιώσουν τη μαγεία των ρόδων να τις περιβάλλει και να τις πλημμυρίζει μ’ εκείνο το ανυπέρβλητο συναίσθημα της αγάπης και της πνευματικής ζωντάνιας, που τις βοήθησε ν’ απαλλαγούν από τις σκιές και την ασχήμια. Να βυθιστούν στην ομορφιά… γιατί η ομορφιά είναι εθιστική: αν την ζήσεις έστω και μια φορά, θα την αναζητάς πάντα!
»Γι’ αυτό σου λέω μικρή μου, κι εσύ θα γιατρευτείς… εδώ, ανάμεσα στα ιαματικά ρόδα της μαγιάτικης τριανταφυλλιάς, που το μύρο τους είναι το μύρο της αγάπης… γιατί η Αγάπη είναι το Ρόδο το Αμάραντο, που επουλώνει όλες τις πληγές και νικάει όλα τα Τέρατα. Και κάθεται εντός σου, όπως η γεύση απ’ το γλυκό τριαντάφυλλο, που μένει ν’ αρωματίζει το στόμα για ώρα…»


Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής του εικαστικού Κώστα Ευαγγελάτου από τη σειρά έργων «Τα τριαντάφυλλα του Ρίλκε» που δημιούργησε εμπνευσμένος από τα ποιήματα του Ρίλκε.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης, Πόπης ΚλειδαράΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα