Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Σήμερα δεν μου ρίχνει ούτε μια ματιά

Αγγέλας Καστρινάκη

Renee Dumont (Summer Night Romance Painting)

Πέτρες μαλλιαρές και χιλιάδες ζωύφια. Μόλις σηκώσεις μια πέτρα, άλλα το στρίβουν, άλλα χώνονται στην άμμο, τα περισσότερα δεν έχουν παρά να περιμένουν τη μοίρα τους. Φουσκωτή πεταλίδα πρώτης ποιότητος: αυτή δεν τη γλιτώνει. Όταν ξέρεις να τις πετυχαίνεις στον ύπνο, η υπόθεση είναι εύκολη. Χτυπάς άξαφνα με μια πέτρα και χραπ! την άρπαξες. Νόστιμη.
Θα μπορούσα ίσως να γίνω φυσιοδίφης και να μελετάω τον βυθό. Αφού με διασκεδάζει να κάθομαι πλατσουρίζοντας, μετακινώντας πέτρες και παρακολουθώντας την υδρόβια ζωή. Μου αρέσει να μυρίζω τα φύκια και να μαζεύω κοχύλια. Αυτά τα φυτά μοιάζουν σαρκοβόρα: σαλεύουν τα πλοκάμια τους, κίτρινα, πορτοκαλιά, έτοιμα να αρπάξουν τα απρόσεκτα δάκτυλα.
Μόλις εξαφανιστεί ο ήλιος πίσω απ' το λόφο, θα πηγαίνω. Ίσως έχει έρθει, αλλά αν δεν; Ας τραβήξω καλύτερα για πέρα, να περάσει η ώρα.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω. Τα παπούτσια μου έχουν διαλύσει· σχοινιά ξεπετάγονται δεξιά κι αριστερά, τα δάχτυλά μου πότε πότε αγγίζουν τη γη. Μου αρέσει: «παπούτσια που γυρνούν στη φύση» ­ κάπως έτσι. Οι θάμνοι, τα σκοίνα, το ξερό χορτάρι, έχουν πυρώσει όλη μέρα και τώρα βγάζουν τη ζέστη και τη μυρωδιά τους. Ή μήπως οι άνθρωποι είμαστε πιο ικανοί αυτή την ώρα να νιώσουμε τις μυρωδιές και τα χρώματα; Πρέπει να καταγράφω τις παρατηρήσεις μου. Ας πούμε την ξαφνική ανατριχίλα της θάλασσας, τα γκλιν γκλαν των προβάτων κάπου μακριά... Τι άλλο; Α, τις κουτσουλιές στο μονοπάτι, που έχουν ένα άρωμα πολύ γοητευτικό. Αυτό δεν θα το πιστέψει κανείς, αλλά είναι αλήθεια.
Αν δεις ξαφνικά τη μητέρα σου να ταλαντεύεται δεξιά κι αριστερά μες στο μισοσκόταδο, σαν να χορεύει, με τον άντρα της μες στην αγκαλιά της; Κάνεις στροφή επιτόπου και φεύγεις.
Ήταν ανάγκη να τρέχεις στα όρη και στα βουνά;
Περπάτα ήρεμα. Τα φώτα ανάψανε στον μώλο. Ο αδελφός παίζει με τον γιο της Πόπης και κυλιούνται στην άμμο.
Ας ρίξουμε κορώνα-γράμματα: αν πέσει κορώνα, θα έρθει...
Λοιπόν, θα έρθει!
Ωστόσο, κανείς δεν είναι κάτω απ' τις λεμονιές. Ούτε σακίδιο στο πηγάδι. Καμιά φωνή. Μόνο ο θείος διαβάζει κάτω από την γκαζόλαμπα. Δεν με προσέχει.
Γλιστρώ μες στο δωμάτιο, που μυρίζει κλεισούρα, ασβέστη, αρχαία σεντόνια και βατραχοπέδιλα. Τα σερπετά (γιατί τα ερπετά έγιναν σερπετά;) χαρχαλεύουν στο ταβάνι, αλλά μόλις ρίξω τον φακό εξαφανίζονται. Δεν προλαβαίνω να δω ούτε την άκρη της ουράς τους. Ανοίγω το βιβλιαράκι μου.
- Τι κάνεις; Κοιμάσαι;
Το φουντωτό κεφάλι της θείας προβάλλει στο θυρόφυλλο. Η δυνατή και περιπαικτική φωνή, απ' όπου δεν λείπει και μια ιδέα προστατευτικότητας, με κάνει και πετάγομαι.
- Όχι, διαβάζω, λέω.
- Πάμε να φάμε!
Σκουντουφλώ στο καλντερίμι. Οι άλλοι έχουν κιόλας κατέβει. Φωνές φτάνουν απ' το μώλο. Είναι η Πόπη που έχει φωνή καμπάνα. Σου 'ρχεται να κλείνεις τα αφτιά σου. Βρίσκονται όλοι καθισμένοι στον πάγκο κάτω απ' τη λάμπα.
- Καλώς τη, καλώς τη! Αγουροξυπνημένη;
Γιατί δεν με αφήνουν ήσυχη;
- Πιες, λέει η θεία και μου βάζει ένα νερωμένο ούζο.
Το χταπόδι ποτέ δεν είναι αρκετό, και γίνεται αυστηρή και ακριβοδίκαιη μοιρασιά. Τα παιδιά δεν δικαιούνται περισσότερο. Ίσως τα ρίχνουν κιόλας. Αυτό είναι το σύστημα εδώ. Αυτοσυγκράτηση: πρέπει να περιμένεις να ξανάρθει η σειρά σου.
Αλλά αγγουράκια, ντομάτες, τυρί τραγίσιο, που λέει ο λόγος, κάτι γίνεται σιγά σιγά. Η μητέρα, φορώντας τη μάσκα της κοινωνικότητας (μα δεν την ενδιαφέρει τίποτε άλλο, μόνο αυτός που κάθεται πλάι της), δοκιμάζει να επικοινωνήσει.
- Τι χαμπάρια, βρε Γιώργη;
Είναι η τελετή επαφής με τον λαό. Ο κυρ-Γιώργης κάθεται για λίγο στο τραπέζι και κάτι λέει με την ακατανόητη προφορά του. Κάποια κατσίκια που χάθηκαν, ο τσοπάνης που είναι αγαθός... πονάκια στην πλάτη. Κι εν τω μεταξύ είναι πια πολύ αργά. Δεν θα 'ρθει.
«Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες με έχουνε κάνει τρελό...»
(Να είμαι καταδικασμένη ποτέ να μη ρωτάω, και πάντα να περιμένω. Κι αν δεν έρθει, όλο το Σαββατοκύριακο πάει στράφι. Κι αν έρθει, δεν ξέρεις πάλι τι να κάνεις.)
Κι όμως!
Ψηλά, χοντρά, πελώρια, τα δυο αδέλφια προβάλλουν απ' το μονοπάτι. Κατεβαίνουν φορτωμένα με τα σακίδιά τους, πατώντας βαριά σαν αρκούδες. Με έναν ελιγμό απελευθερώνονται απ' το βάρος. Κάθονται. Τα μάτια του λάμπουν παιχνιδιάρικα και το στόμα του χαμογελάει πλατιά. Ήρθαν, λέει, όλο το δρόμο με τα πόδια!
Η παρέα γίνεται ζωηρότερη. Η συζήτηση ανάβει. Λέγονται αστεία ακατάλληλα δι' ανηλίκους. (Τόσο ακατάλληλα, ώστε πραγματικά δεν τα καταλαβαίνω.) Η μποτίλια του ούζου κατεβαίνει διαρκώς: μετά ο κυρ-Γιώργης θα κάνει έναν υπολογισμό κατά προσέγγιση.
- Ω, διάβολε! φωνάζει ο θείος σέρνοντας τα φωνήεντα (διάβολε, έχει αρχίσει να μεθάει). Τα αδέλφια τον έχουν στριμώξει σε πολιτική συζήτηση. Αυτοί είναι «δογματικοί ως το κόκκαλο» κι εκείνος είναι «ρεβιζιονιστής». Αν ίσχυαν όσα λένε οι δυο τους, δεν θα 'πρεπε να μας κάνουν παρέα, τους «αστούς διανοούμενους». Βέβαια, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει, θα πουν εκείνοι.
Ωστόσο κι αυτός κουβαλάει μια ηρωική ιστορία (άκρες μέσες έχω ακούσει) γι' αυτό, ό,τι και να πει, διατηρεί το φωτεινό στεφάνι γύρω απ' τα μαλλιά του­ στην κυριολεξία, άλλωστε, έτσι όπως πέφτει το φως.
«Ποτααάμι μέσα μου πικρόοο...»
Η Πόπη, που δεν είναι αστή διανοούμενη αλλά σκέτα αστή, ξεφωνίζει αποφασισμένη να κόψει τη συζήτηση, αλλά το «πικρόοο» είναι γλυκό, θεόγλυκο, έτσι όπως το φωνάζει μια γυναίκα με χαρακτήρα έξω καρδιά. Ο θείος ακολουθεί παράφωνα.
Περιμένω να ανοίξει κι εκείνος το στόμα του. Αλλά αυτός σπάνια τραγουδά, κι ίσως ο λόγος είναι ότι έχει πάρα πολύ καλή φωνή. Από σεμνότητα. Μουρμουρίζει μόνο πολύ χαμηλόφωνα ένα μπάσο σεκόντο. Αλλά κι αυτό ακόμα αναστατώνει -μπορεί και περισσότερο. Με δυσκολία κρατιέται κανείς στην καρέκλα του.
Α, πέρυσι τέτοιον καιρό, δίπλα σε μια φωτιά στην παραλία, πολύ μετά τα μεσάνυχτα... Σου μιλούσε για κότες και για πάπιες, για αντικείμενα που φτιάχνει με τα χέρια του, για όνειρα εγκατάστασης στη φύση· τον άκουγες συγκινημένη (συγκινημένη επειδή σου μιλούσε) κι αναρωτιόσουν ταυτόχρονα μήπως νόμιζε πως μόνο τέτοια πράγματα ταιριάζουν στην ηλικία σου. Την άλλη μέρα πράγματι με είχε ρωτήσει, κι είχε γουρλώσει τα μάτια του όταν του είπα πόσων χρόνων είμαι. Του είπα την αλήθεια, εννοείται. Λέγοντας μάλιστα «και μισό», αφού κάθε καλοκαίρι είμαι «και μισό», εκείνος όμως έπειτα με ψιλοκορόιδευε. Με θεωρούσε του νηπιαγωγείου. Θα του πω ότι φέτος «προβιβάστηκα στο Δημοτικό», αν μου δώσει ευκαιρία να του μιλήσω.
Πράγμα δύσκολο, γιατί σήμερα δεν μου ρίχνει ούτε μια ματιά. Μουρμουρίζει, χαμογελάει, τρώει, πίνει. Δεν υπάρχω. Όταν τραγουδά, ξεχωρίζω τη φωνή του μέσα στο μπέρδεμα. Θα ήταν τόσο άτοπο άραγε...
Διάφορες μετακινήσεις γίνονται στο τραπέζι. Η θεία μεταφέρει την καρέκλα της πλάι του (κι αυτή λοιπόν!). Η Πόπη, γέρνοντας πάνω στον αδελφό του, άλλοτε σιγοψιθυρίζει κι άλλοτε γελάει γάργαρα. Κεφάλια σμίγουν, μαλλιά ακουμπάνε μεταξύ τους. Έπρεπε να 'χω πάει για ύπνο μαζί με τους μικρούς. Ή, ακόμα καλύτερα, να είχα μείνει σπίτι.
«Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει!»
Είναι το κλασικό τραγούδι της αποχώρησης. Αλλά η παρέα έχει σήμερα κέφι για ξενύχτι.
Το φεγγάρι έχει δύσει. Προχωρούν προς τα βραχάκια, κι εγώ από πίσω. Φαίνεται να ξεμέθυσαν. Προχωρούν σιωπηλοί και συγκεντρωμένοι. Ακούγονται μόνο τα βήματά μας πάνω στο ψιλό χαλίκι που υποχωρεί, και το νερό που γλείφει μαλακά την παραλία φωσφορίζοντας.
Δεξιά πίσω απ' τους θάμνους, ο σκελετός του ξενοδοχείου που ποτέ δεν προχώρησε πέρα απ' τις κολόνες, φαίνεται σαν μια τεράστια μπετονένια ακρίδα μες στην ερημιά. Το πέρασμά μας ξυπνάει τα τριζόνια· ρίχνουν δύο τρία τριξίματα κι έπειτα βουβαίνονται: Τρρρ τρρρ.
Η μαμά πιάνει απ' τη μέση τον μοναδικό της (αν και ξέρει ότι βρίσκομαι πίσω της). Πλησιάζουμε κι οι μαύροι όγκοι των βράχων γίνονται όλο και πιο μαύροι, σαν μια τρύπα μες στο σκοτάδι. Δεν είναι κανείς εντελώς σίγουρος πως τίποτα δεν κρύβεται εκεί στα σκοτεινά.
Κάθονται σκορπισμένοι πάνω στα βράχια. Η καύτρα του τσιγάρου του αναβοσβήνει μες στο σκοτάδι: έλα ­ μην έρθεις ­ έλα ­ μην έρθεις. Από ώρα με βασανίζει ένας σφυγμός που χτυπάει πολύ έντονα στο κεφάλι μου, σχεδόν με πονάει, και το στόμα μου έχει στεγνώσει (Τι ζητά ένα μικρό κορίτσι ανάμεσα στους μεγάλους; Γιατί τρέχει ξωπίσω τους στα μαύρα μεσάνυχτα, αντί να κοιμάται ήσυχα, παρέα με τις σαύρες;).
Ένας ένας ξαπλώνονται στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, ανάσκελα, με το κεφάλι προς τους βράχους και τα πόδια προς τη θάλασσα. Η θάλασσα πηγαινοέρχεται δέκα εκατοστά απ' τις πατούσες τους. Σιωπούν σαν μισοκοιμισμένοι. Αν πάω στη σειρά από αυτή τη μεριά, ξαπλώνω πλάι του.
Η άμμος είναι δροσερή -εγώ καίω· η νύχτα, θεοσκότεινη: εκατομμύρια αστέρια. Δεν μιλάει κανείς. Η θάλασσα ψιθυρίζει υποτονικά, πότε πότε, σαν να θυμάται κάτι κι άλλοτε σαν να ξεχνάει. Δεν τολμάς ν' αναπνεύσεις.
Αν βυθιζόσουν αργά, λικνιστικά μες στα νερά... να 'ναι σκοτάδι, να φωσφορίζει το πλαγκτόν καθώς κατεβαίνεις, κι όλο πιο βαθιά ως τον πάτο, όπου βρίσκεις ένα στρώμα και κοιμάσαι... ένα στρώμα από φύκια ή μήπως από πορτοκαλιά και κίτρινα, μαύρα τώρα, φυτά, που σε τραβούν σαν χταπόδια και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις... Μια πεταλίδα κολλάει πάνω σου και σε ρουφάει, γίνεσαι μικρή, τόση δα, χάνεσαι...
Κάτι με αγγίζει δίπλα στο γόνατο. Είναι κάποια δάχτυλα που ψηλαφούν την κλείδωση. Δεν κουνιέμαι. Δεν αναπνέω. Αργά, ήρεμα, κάθετα, οριζόντια. Κάθε κίνηση έχει το δικό της ενδιαφέρον. Ατελείωτες παραλλαγές, σε έναν τόσο περιορισμένο τόπο. Τρυφερά, πιο έντονα, απαλά, πιο αποφασιστικά. Ρεύματα ανεβαίνουν ως το κεφάλι. Μια δίπλα κάτω απ' το αριστερό γόνατο: δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Σαν να περνούν ώρες. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, όμως εγώ κοιτάζω διαρκώς τα αστέρια, τους γαλαξίες.


Αγγέλα Καστρινάκη
Σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Renee Dumont (Summer Night Romance Painting)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα