Το βιβλίο Παίγνια έπεσε στα χέρια μου –από τα χέρια της Χριστίνας Κάλμπαρη– σαν μάννα εξ ουρανού. Σε εποχή πολύ δύσκολη για όλους μας και κάποια επιπλέον επιβάρυνση της υγείας για μένα. Μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να νιώσω και να εκφράσω για την χειρονομία της χωρίς το γεγονός αυτό να επηρεάζει την άποψή μου για το περιεχόμενο.
«Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε μια πρόσκληση σε ένα πείραμα εικόνας και λόγου. Τι αφηγήσεις μπορούν να γεννηθούν όταν ένας λογοτέχνης οικειοποιείται μια εικόνα και δίνει φωνή στη σιωπή που αυτή κουβαλά; Αυτό ήταν το βασικό ερώτημα που τέθηκε και που οδήγησε στην πρόσκληση συγγραφέων και ποιητών να γράψουν κάτι με κοινή αφετηρία το εικαστικό μου έργο, αποδίδοντας εμμέσως, μέσα από τις δικές τους ιστορίες, την υπαρξιακή αγωνία των κοριτσιών που αναπαριστώ.» μας λέει σήμερα σβήνοντας τα δέκα κεράκια του. [1]
Τα Παίγνια, εκτός άλλων, έχουν λοιπόν και αυτήν την πρωτοτυπία. Η ζωγράφος δεν εικονογραφεί τα κείμενα όπως συνηθίζεται. Το αντίθετο μάλιστα, τα κείμενα υπηρετούν, περιγράφουν, σκιαγραφούν, αναπαριστούν την εικόνα. Την ενδύουν ή εκδύουν –αν και η Χριστίνα Κάλμπαρη είναι η ενδυματολόγος–, την ακτινογραφούν, αποκαλύπτονται, υποκλίνονται σε αυτήν.
Με λίγες λέξεις όπως ο Αργύρης Χιόνης ή η Έρση Σωτηροπούλου. Mε μερικές σελίδες όπως η Αμάντα Μιχαλοπούλου ή ο Βασίλης Μαυρογεωργίου. Mε ένα σύντομο, πολύ σύντομο μονόπρακτο όπως η Μαριάννα Κάλμπαρη. Εκτός θέματος(!) όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο οποίος «βάφτισε» και το υπέροχο αυτό βιβλίο. Σταχυολογώ φυσικά και υποχρεωτικά από την πλειάδα των εξαιρετικών λογοτεχνών που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Χριστίνας Κάλμπαρη· 18 για την ακρίβεια. Τα βιογραφικά τους περιλαμβάνονται στο επίμετρο του βιβλίου καθώς και κατάλογος των έργων που περιέχονται σε αυτό.
«Τελικά περί τίνος πρόκειται, ποιο είναι το θέμα;» αναρωτιέμαι ως αναγνώστης, ως θαλασσοπόρος που γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού κατέληξε, καλύτερα. «Ο εγκλεισμός, η αυτογνωσία, η απόδραση.» απαντά. [2]
Και μας διευκρινίζει με ενάργεια ότι: «Στα έργα μου επιστρέφω πάντα σε αυτό το σκοτεινό και παράδοξο σύμπαν της παιδικής ηλικίας με σκοπό να αναζητήσω, πέρα από την αναπαράσταση, μια βαθύτερη υπαρξιακή πραγματικότητα. Προσπαθώ να δώσω μορφή σε αυτά τα ανείπωτα και ανεπεξέργαστα συναισθήματα που κουβαλώ, όπως όλοι μας, από παιδί και που μέσα από την τέχνη προσπαθώ να τα οριοθετήσω και να τα αναστοχαστώ.». [3]
Εμείς οι αναγνώστες καταδυόμαστε, χωρίς σκάφανδρο, στα «σκοτεινά ψυχολογικά τοπία της παιδικής ηλικίας». [4] Και ποιος/-α δεν τα έχει βιώσει; Πόσο μάλλον τα ομοιόμορφα ντυμένα κορίτσια της Χριστίνας Κάλμπαρη. Μολυβένια, θηλυκά όμως, στρατιωτάκια των παιδικών μας χρόνων –των γηραιότερων φυσικά–, τρόφιμες παρθεναγωγείων, τέως παρθένων, οικοτροφείων, οίκων ανοχής, αναμορφωτηρίων, παραμορφώσεων, εξανδραποδισμού των σαγηνευτικών με την συνδρομή της δεξιότητάς της κοριτσιών της, κοριτσιών μας δηλαδή.
«Η ελευθερία είναι σκλαβιά», τους έχουν πει οι μεγάλοι (αδελφοί) όπως στο βιβλίο 1984.
Ας παρακολουθήσουμε την απόδραση-απελευθέρωση όμως, σαν μια ταινία θρίλερ που ξετυλίγεται καρέ καρέ ή σαν ρυθμικές μυϊκές συσπάσεις του κλείστρου, μια και η Χριστίνα Κάλμπαρη είναι επίσης φωτογράφος. Σαγηνευμένα από την ανεμελιά των πτηνών και με την συνωμοτική βοήθειά τους, τα κορίτσια, αφού ολοκληρώσουν την λάτρα-αυτοκάθαρση, κλέψουν το κλειδί κι ανοίξουν το κλουβί, το σκάνε μαζί τους. Μαθαίνουν να αγκαλιάζονται, να κλωθογυρίζουν, να μαλλιοτραβιούνται. Ίπτανται, ακροβατούν, διίστανται ίσως, ανάμεσα στο δέος και την παραζάλη της ελευθερίας. Στα κείμενα δεν είναι σαφές τι τα κερδίζει, ούτε στις ζωγραφιές. Καλύτερα φυσικά! Γιατί…
…Ο τελευταίος λόγος είναι των αναγνωστών-θεατών: «των ενηλίκων που κουβαλάνε ένα σκοτεινό κομμάτι καλά κρυμμένο.». [5]
...Ή ίσως των κοριτσιών, που χορεύουν, αφήνονται, παίζουν –με την ανεμελιά της αιώνιας παιδικότητας– είτε γιατί δεν ξέρουν τι τα περιμένει, είτε γιατί του ξέφυγαν…
…Ή ίσως του μαυροπίνακα με τα φθαρτά, πλην όμως ανεξίτηλα, λευκά μονοπάτια της υπαρξιακής αναζήτησης στο πεπερασμένο άπειρο των οποίων τα έχει έντεχνα παγιδέψει κι ας μην το έχουν συνειδητοποιήσει…
…Ή ίσως… Ποιος ξέρει;
Τα Παίγνια είναι από τα βιβλία που δεν παλιώνουν, δεν φθείρονται, δεν έχουν ημερομηνία λήξης και δέκα χρόνια αργότερα νεάζουν χωρίς να χρειάζεται να φτιασιδωθούν. Μην το αφήσετε να σας προσπεράσει, αν και θα είναι για καιρό μαζί μας.
Έχει επιβιώσει άλλωστε των οικονομικών, υγειονομικών, κοινωνικών και λοιπών κρίσεων της δεκαετίας. Προφανώς και δεν είναι βιβλίο «καλοκαιρινό». Είναι παντός καιρού και για όλες τις εποχές με ιαματικές δεξιότητες στις άσχημες!
Το βιβλίο αυτό δεν θα υπήρχε εάν οι λογοτέχνες του δεν έπαιζαν με τα αείφυλλα κορίτσια του και το χχ χρωμόσωμά τους. Δεν τα κανάκευαν, δεν λικνίζονταν, δεν πέταγαν μαζί τους.
Δεν τα ζωγράφιζαν με τις λέξεις τους. Τυχεροί/-ές εμείς που συμμετέχουμε έστω και από απόσταση.
Η πρωτότυπη, όπως γράψαμε στην αρχή, διαδικασία εκίνησε με αφορμή την ατομική έκθεση της Χριστίνας Κάλμπαρη στην γκαλερί Μπαταγιάννη το 2011.
Εν κατακλείδι: όπως γλαφυρά περιγράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο βιβλίο «τα έργα της Χριστίνας Κάλμπαρη έχουν μια παιγνιώδη διάσταση… τα θέματα εκτοπίζονται συνεχώς… επιστρέφοντας ακροβατικά στην αρχική τους εκκίνηση…».
Εμείς πώς να διαφωνήσουμε;
Απολαύστε το.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Futura, 2011
Σχέδια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Κείμενα: Νάνος Βαλαωρίτης, Λεία Βιτάλη, Σωτήρης Δημητρίου, Μαριάννα Κάλμπαρη, Βασίλης Κατσικονούρης, Λένα Κιτσοπούλου, Ηλίας Μαγκλίνης, Βασίλης Μαυρογεωργίου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Αλέξης Σταμάτης, Έρση Σωτηροπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης, Σώτη Τριανταφύλλου, Γιάννης Υφαντής, Θανάσης Χειμωνάς, Αργύρης Χιόνης, Κατερίνα Χρυσανθοπούλου και Χρήστος Χωμενίδης
Παραπομπές:
[2] [4] [5] Από συνέντευξη της Χριστίνας Κάλμπαρη στην Κατερίνα Ζαχαροπούλου στο πλαίσιο της εκπομπής «Η εποχή των εικόνων στο ΤΡΙΤΟ», Μάιος 2021.
[1] [3] Από ιδιωτική συζήτηση της Χριστίνας Κάλμπαρη με τον γράφοντα με αφορμή την ανασκόπησή του για τα δεκάχρονα γενέθλια του βιβλίου.
Οι φωτογραφίες των έργων είναι από το βιβλίο.