Στο εξώφυλλο γράφει ότι σε αυτόν τον τίτλο συναντάμε τη βραβευμένη με Booker Μάργκαρετ Άτγουντ στην καλύτερη στιγμή της, αλλά όλα τα βιβλία λένε μια βαρύγδουπη ατάκα στο εξώφυλλο –για αυτό είναι τα εξώφυλλα και τα οπισθόφυλλα– κι έτσι ο μέσος αναγνώστης ενδέχεται να μη δώσει και μεγάλη αξία εκεί, να μη σταθεί, υποψιασμένος καθώς είναι κιόλας, επειδή όλοι οφείλουν να απομονώσουν μια επαινετική φράση και να τη χρησιμοποιήσουν ως βιτρίνα.
Εδώ όμως, επιτρέψτε μου να συμφωνήσω με τον εκδότη (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Η Μάργκαρετ Άτγουντ ενδέχεται να έγραψε ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η πένα της και το Η καρδιά πεθαίνει τελευταία να περάσει στην ιστορία ως η κορωνίδα των βιβλίων της.
Στην υπόθεση, θα γνωρίσουμε ένα νεαρό ζευγάρι, τους Σταν και Σαρμέιν, που προσπαθούν να επιβιώσουν από την κατάρρευση –κοινωνική και οικονομική– ενός φανταστικού –προς το παρόν– τόπου. Χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς οικονομικούς πόρους, ζουν στο αυτοκίνητό τους το οποίο πρέπει να φυλάνε παράλληλα ως κόρη οφθαλμού, καθώς ένα όχημα που κινείται γίνεται αυτόματα στόχος συμμοριών. Μια λύση στα προβλήματά τους αποτελεί το Σχέδιο Ποζιτρόνιο, ένας εναλλακτικός, καινοτόμος τρόπος διαβίωσης στην Χρονοκράτηση όπου όλοι έχουν δουλειά και ένα καθαρό αξιοπρεπές σπίτι.
Γνωρίζοντας εκ του σύνεγγυς το πρότυπο αυτό, μαθαίνουν πως οφείλουν να ζουν εναλλάξ, μια στο όμορφο σπίτι τους και μια ως τρόφιμοι της Φυλακής Ποζιτρόνιο, και παρόλο που αυτό ως ιδέα φαντάζει κάπως άσχημο, το δέχονται με ευχαρίστηση εφόσον ξέρουν πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο εκεί έξω κι αφού είναι πια αρκετά εξαθλιωμένοι και κουρασμένοι από τη ζωή. Έχοντας ως αντάλλαγμα στέγη, δουλειά και τροφή κι αφού έχουν ταλαιπωρηθεί στο μέγιστο, η όποια θυσία τούς φαίνεται μικρή.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Σαρμέιν εμπλέκεται σε σχέση με τον άντρα που ζει στο σπίτι τους τις ημέρες που εκείνοι είναι στη φυλακή. Τότε αρχίζει ένα μπρα ντε φερ κινδύνων στη διάρκεια του οποίου η πλάστιγγα θα γέρνει μια προς όφελος του ενός και μια προς όφελος του άλλου ή τη μία προς όφελος του συστήματος και την άλλη προς όφελος του ζευγαριού, τόσο για τον γάμο τους (τη μεταξύ τους σχέση), όσο και απέναντι στον κανονισμό της νέας τους πολιτείας.
Πρόκειται για ένα δυστοπικό, ασφυκτικό κι αποπνικτικό περιβάλλον, μια κοινωνική συνθήκη που πνίγει το άτομο εφόσον του στερεί κάθε δικαίωμα: στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στην ευημερία, στην ευτυχία... Μια ατομική και γενικευμένη απελπισία που δεν έχει να προσφέρει ούτε το ελάχιστο, καμία προοπτική και κανένα όνειρο. Κι όπως είναι λογικό σε μια τέτοια κατάσταση, ο κάθε «πωλητής ελπίδας» έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
Οι ήρωες ξέρουν ότι δε θα είναι όλα ρόδινα, παραμυθένια και ονειρικά, ξέρουν ότι δεν πρέπει να πιστέψουν τοις μετρητοίς, όμως ακολουθούν παρακινούμενοι από το δικό τους τέλμα και την ανάγκη για μια διέξοδο. Η ίδια η συγγραφέας «προβλέπει» τρόπον τινά την εξέλιξη της ιστορίας (της) γράφοντας χαρακτηριστικά: δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του τόσα φούμαρα μαζεμένα. Από την άλλη μεριά, ψιλοθέλει να τα πιστέψει. Είναι αυτό το «θέλω» πάνω στο οποίο επενδύουν οι καλοθελητές, οι διπρόσωποι, οι απατεώνες κ.ο.κ.
Το πρότυπο της Χρονοκράτησης μοιάζει –για να μην πω αντιγράφει– τη λογική των πολυεθνικών: νούμερα, πίνακες, ψυχρά στατιστικά... δείκτες που πρέπει να ανεβαίνουν, πάντα, συνεχώς κι αδιάκοπα, χωρίς περιθώριο στασιμότητας· για πτώση ούτε λόγος, εννοείται. Ουσιαστικά μια ψυχρή μέτρηση αριθμών όπου ο άνθρωπος είναι μηχανή, κρίκος αλυσίδας ή γρανάζι –απεικονίστε το όπως θέλετε– χωρίς συναίσθημα, ανάγκες και διαλείμματα, ενώ οφείλει να ακολουθεί το σύστημα χωρίς αποκλίσεις και πρωτοβουλίες. Ανύπαρκτο συναίσθημα και μηχανική εργασία στα πλαίσια μιας καρμπονίστικης καθημερινότητας που εξυπηρετεί το πρότυπο. Και μόνο!
Αυτή την απουσία ανθρώπινων συναισθημάτων αποτυπώνει η Άτγουντ στη στεγνή της αφήγηση που αντανακλά την ψυχολογία των προσώπων και την εμπειρία τους (προσοχή όμως, δεν είναι δράμα ως αφηγηματικό είδος). Ως αντιδιαστολή, οι χαρακτήρες έχουν «ζωντανή» σκέψη: έναν δεύτερο εαυτό που τους αντιμιλά, τους προβληματίζει, τους βοηθά ή τους συμβουλεύει· κάποιες φορές για να μη «χαθούν», άλλες για να βοηθηθούν ή για να αμυνθούν... πάντα υπό το ανθρωποκεντρικό πρίσμα της συγγραφέως που δεν μένει στα επιφανειακά. «Σκύβει» προσεκτικά πάνω στα πρόσωπα και «βγάζει» όλες τις πτυχές τους.
«Προσποιήσου ότι όλα είναι φυσιολογικά, λέει στον εαυτό της. Αν υποθέσουμε ότι μπορείς να θυμηθείς πώς είναι το φυσιολογικό.»
Πρόκειται για εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας με άκρως ενδιαφέρουσα ιστόρηση που παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα. Οι εξελίξεις, όσο διαβάζεις, φέρνουν νέα δεδομένα και ενθουσιάζουν, ενώ η Άτγουντ γνωρίζει πολύ καλά πώς να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η εναλλάξ δομή –να «βλέπουμε» μια τον Σταν και μια την Σαρμέιν, όπως και το πρότυπο της Χρονοκράτησης– δίνει μια ολοκληρωμένη, σφαιρική εικόνα. Το καλό υποδόριο χιούμορ έχει χρησιμότητα, είναι απαραίτητο και λειτουργεί τέλεια. Η πλοκή είναι συναρπαστική (δεν ξέρει αν πρέπει να πει διαβολικό ή μεγαλοφυές) και σατανική η συγγραφέας που ποντάρει στο απίθανο, στο εκκεντρικό, δημιουργώντας συνεχώς ιδιαίτερες συνθήκες και θέσεις. Το αίνιγμα για τις τύχες τους είναι άκρως ενδιαφέρον και η περάτωση όλων αυτών εξαιρετική.
Πέρα από τα ανωτέρω, περνά μηνύματα και θέτει ερωτήματα σχετικά με την νέα κανονικότητα που ενδεχομένως υποψιαζόμαστε ή βρούμε μπροστά μας και στην αληθινή ζωή.
— «Κανείς δεν είναι θύμα;»— «Είπα ότι κανείς δε νιώθει θύμα.»
Μετατρέπεται σε περιπέτεια ανατροπών κι εκπλήξεων που διαθέτει και ίντριγκα, μεταξύ άλλων. Πάντως όσο διαβάζεις τόσο καλύτερο γίνεται και μάλλον κερδίζει εύκολα και τον πιο απαιτητικό.
Ένα απολαυστικό, πραγματικά καλό μυθιστόρημα με εμπνευσμένη ιστορία, γόνιμα μηνύματα, αναγνωστικές εκπλήξεις και ωραίους διαλόγους, που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω και συναισθηματικό (ή και το αντίθετο) αλλά και ανθρώπινο (ή και το αντίθετο).
Διαβάστε το, ακόμα κι αν η φαντασία δεν είναι στα γούστα σας!