Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου
Ήταν συμφωνημένο. Είχαν ετοιμαστεί από μέρες. Και το περίμεναν.
Από νωρίς είχαν συνάξει ένα γύρο στην αυλή του κτιρίου τις καρέκλες, είχαν δροσολογίσει το χώμα με νερό να μη σηκώνεται σκόνη. Και πρόσμεναν την ώρα την απογευματινή, που θα ερχόταν τα όργανα. Δεν ήταν γιορτή, όχι, δεν ήταν επίσημη σχόλη. Μια ανοιξιάτικια μέρα ήταν που θα την έκαναν γιορτινή ο Ζουρνάς και το νταούλι.
Ζώντας μέσα στην απομόνωση του Ιδρύματος, ξεκομμένοι απ' τον κόσμο που, «ελεώντας» τους, τους έδωσε ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο φαΐ, να τους ξεφορτωθεί, να μη τους βλέπει να περιφέρουν στους δρόμους τα κουρέλια τους, είχαν ξεχάσει όλους κι είχαν ξεχαστεί απ' όλους. Μόνοι -καμιά κατοστή- μια μικρή κοινωνία μ' όλα τα γνωρίσματα της μεγάλης. Την γκρίνια, τη ζήλεια, την κακία της. Χωρίς καμιά αλληλεγγύη, κανένα δεσμό ανυστερόβουλο, καμιά απλήρωτη αγάπη.
Τα τέκνα που κάποτε έφεραν τυχαία στον κόσμο και τ' άφησαν στα χέρια της τύχης τους, τώρα ανταπόδιναν την φροντίδα. Τους ανάθεσαν στα χέρια του Θεού και του Κράτους. Και το Κράτος, για να πατσίσει μ' αυτό, έκοψε ένα κοντύλι, τόσα για μισθούς (γιατροί, μάγειροι, κλητήρες, διευθυντές, κηπουροί), τόσα για ανέγερση και συντήρηση κυρίων, για φωτισμό, για ύδρευση. Κι όσο για τη διατροφή και τις άλλες ανάγκες των τροφίμων, το Κράτος αυτά τ' ανάθεσέ στον Θεό. Στις δωρεές δηλαδή του ενός και του άλλου «εις μνήμην...».
Τα νέα του έξω κόσμου ήταν ανύπαρκτα εδώ, πίσω απ' αυτούς τους μαντρότοιχους. Ο ταχυδρόμος σπάνια σταματούσε στην πόρτα του κτιρίου. Οι εφημερίδες που έπεφταν στα χέρια τους ήταν πάντα της περασμένης εβδομάδας και μόνο κάτι φυλλάδια με τη μόνιμη επωδό «μετανοείτε - ήγγικεν η ώρα» διανέμονταν συχνά και τους έκαναν καθημερινά ν' αγωνιούν για την αυριανή, μη δεν τους εύρει ζωντανούς και δεν προλάβουν να μετανοήσουν.
Μα, να, που σήμερα θα ερχότανε, λέει, τα όργανα.
Μερικές κυρίες της «καλής κοινωνίας», μέσα στην ανία της υποτονικής συναναστροφής τους, συλλογίστηκαν να ποικίλλουν τη ζωή τους προσφέροντας «αναψυκτικόν μετά μουσικής εις τους τροφίμους ιδρύματός τίνος» και διάλεξαν αυτούς. Τους το 'χαν, λοιπόν, αναγγείλει από μέρες κι οι τρόφιμοι ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη γιορτή. Και περίμεναν ανυπόμονα. Ν' αλλάξει για λίγο η ζωή τους.
Κι απάνω που κόντευε πια η ώρα, ακούστηκε η φωνή απ' τον τρίτο θάλαμο.
— Η Αναστασία! Πέθανε η Αναστασία...
Έγινε σούσουρο. Μια αναστάτωση. Ο θάνατος δεν τους ήταν φυσικά άγνωστος. Κάθε τόσο κάποιον θυμόταν. Περνούσε, τον έπαιρνε, έφευγε. Είχαν εξοικειωθεί πια μαζί του, κουβέντιαζαν γι' αυτόν φωναχτά, δεν φοβόταν τον ερχομό του όταν ερχόταν γι' άλλον. Μα όσο και να 'ναι, ένας θάνατος ήταν πάντα γι' αυτούς ένα γεγονός. Ένα γεγονός που τους ξεστράτιζε κάπως απ' το συνηθισμένο καθημερνό πρόγραμμα. Ένα περιστατικό που άλλαζε τη δομή της ομάδας τους. Έφευγε ο πεθαμένος, άδειαζε μια θέση στο θάλαμο, ερχόταν κάποιος καινούργιος να πιάσει το άδειο κρεβάτι. Νταλαβέρι να γίνεται. Εδώ μέσα δεν είχαν βαφτίσια, ούτε αρραβώνες. Δεν είχαν εδώ γάμους και χοροστάσια να ξεδώσουν, να χαρούν, να γελάσουν. Εδώ μέσα είχαν το θάνατο.
Όχι, ο θάνατος, δεν τους ενοχλούσε κι ήταν όσο να 'ναι καλόδεχτος -ας πούμε- γιατί καμιά φορά τους εξυπηρετούσε κάπως. Ένα ζευγάρι παντούφλες που απόμεναν ορφανές απ' τον φευγάτο, ένα κομπολόι, λίγες φρυγανιές στο κομοδίνο του, ήταν χρήσιμα πράγματα, όταν περιέρχονταν σ' αυτούς κι όχι στον διπλανό... Ήταν ένα κέρδος. Ακόμα κι όταν οι φρυγανιές ήταν σκουληκιασμένες κι οι παντούφλες πολύ πολύ μικρές για τα πόδια τους.
— Η Αναστασία... πέθανε.
Ε, όχι, ας έλειπε σήμερα τέτοιο άγγελμα. Μέρες χαροπάλευε, τώρα της ήρθε της χριστιανής να πεθάνει; Σήμερα, έχουν τα όργανα. Σήμερα η μέρα τους έχει ψυχαγωγία, το πρόγραμμα είναι συμπληρωμένο.
Ωστόσο, όλοι, από συνήθεια, κινήθηκαν προς τον τρίτο θάλαμο. Βρήκαν την Αναστασία συγυρισμένη πάνω στα σεντόνια. Κάθισαν ολοτρόγυρα, σιωπηλοί, να τη βλέπουν, να βλέπονται και μεταξύ τους, να πιθανολογούν τι μπορούσε να 'χει το ερμάρι της πεθαμένης και ν' αναρωτιούνται μ' αγωνία: «τι θα γίνει τώρα που θα 'ρθουν τα όργανα;».
Πάνω σ' αυτά, λάλησε ο ζουρνάς. Κι αμέσως, μ' έναν υπόκωφο συγκλονισμό, βρόντηξε το νταούλι. Κοιτάχτηκαν ολομεμιάς με χαρούμενο χτυποκάρδι, μα σύγκαιρα -θεατρίνοι καλοί- χαμήλωσαν τα πρόσωπα στη γη, ξαναφόρεσαν τη μάσκα της απελπισμένης απορίας και κρατήθηκαν ακίνητοι στις θέσεις τους. Μα, με τ' αφτιά τεντωμένα, παρακολούθησαν τον ήχο που περνώντας τη μεγάλη ξώπορτα ώδευε εκεί στον φρεσκοποτισμένο κύκλο της αυλής με τα ταχτοποιημένα καθίσματα. «Να, τώρα περνάνε τη λότζα. Στρίβουν. Προχωρούν δεξιά...»
Η πεθαμένη, ακίνητη, τους ενοχλούσε πια. Τους στερούσε το φανέρωμα της χαράς, που ποιος ξέρει αν θα την ξαναδοκίμαζαν.
Όταν ο πρώτος έκανε την αρχή βγαίνοντας απ' τον θάλαμο, τον κοίταξαν όλοι μαζί, με κάποια θάμαξη μα και πολλή ανακούφιση. Λοιπόν, κάποιος είχε τολμήσει. Γιατί όχι κι αυτοί; Οι επόμενοι δυο τρεις, βγήκαν σε λίγο. Κι ύστερα, σαν από σύνθημα, σηκώθηκαν όλοι.
Δίπλα στη νεκρή απόμεινε, ομοίωμα πεθαμένης, μια κατοχρονίτισσα -ξέρω κι εγώ;- κουφή, τυφλή, άλαλη, ίδια η μοίρα.
Οι άλλοι σιγοπορεύτηκαν αξιόπρεπα προς τον ήχο του ζουρνά και τέλος συνάχτηκαν όλοι σε κύκλο και κάθισαν στις ταχτοποιημένες καρέκλες.
Αμήχανοι κοίταζαν τις κυρίες, την κοινωνία ας πούμε, που τους τιμούσε τόσο καταδεχτικά με την παρουσία της και τόσο απλόχερα τους δώριζε μια τέτοια ψυχαγωγία. Ύστερα, γύρισαν προς τους οργανοπαίχτες και ξεχάσθηκαν πια πίνοντας το αναψυκτικό τους, γουλιά γουλιά.
Οι μουσικοί, καλοπληρωμένοι από πριν, έκαναν ευσυνείδητα τη δουλειά τους. Έπαιζαν και τραγουδούσαν με όρεξη. Οι γέροι, ένας ένας, άρχισαν να θυμούνται τα περασμένα τους. Ξανάφεραν στον νου τους τα τραγούδια, ξεκίνησαν να σιγομουρμουρίζουν τον σκοπό, μερικοί πιάσαν να χτυπούν παλαμάκια στο ρυθμό της μελωδίας, μια ιλαρότητα ήρθε και στάθηκε καταμεσί στον θλιβερό τόπο. Και τότε, έγινε. Το απρόβλεπτο.
Ένας πρωτόγερος σηκώθηκε, πρότεινε το μαντήλι του σε μια χαμηλοβλεπούσα κυρούλα. Εκείνη σιμογελούμενη, ορθοπόδισε ξωπίσω του. Ύστερα ένας άλλος ακολούθησε... κι άλλος. Και, να, στήθηκε ο κύκλος κι ολάξαφνα ξέσπασε η χαρά της ζωής! Θέλω να πω, ο φόβος του θανάτου.
Όλοι μαζί βάλθηκαν σαν σε γάμο ή σε πανηγύρι να τραγουδούν αντάμα με τον μουσικάντη την επωδό: «Σ' τούτ' τη γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε...». Κι όλοι μαζί ρίχτηκαν στο χορό, ο καθένας όπως μπορούσε, όσο μπορούσε.
Ήταν κάτι σαν σπαραγμός ψυχής τούτη η εικόνα. Ένας κύκλος από γέρους και γριές, άρρωστους, σακάτηδες, μισόστραβους που πιασμένοι χέρι χέρι σέρναν τ' αδύναμα ποδάρια τους στο χώμα, παραπατούσαν, ξαναστεριώνονταν καμώνοντας πως χορεύουν, εξευμενίζοντας τη ζωή· πιότερο ξορκίζοντας το θάνατο.
Κι ήταν πάλι μια αναγάλια να συλλογιέσαι βλέποντας τους πως μέσα σε τούτα τ' ανήμπορα κορμιά χωρούσε κι έπαλλε μια τόσο δυνατή ψυχή που μπορούσε να προστάξει τα μισοπαράλυτα ποδάρια να χορεύουν. Μια ισχύ που αντλούνταν από χαρούμενες μνήμες νιότης, από καιρούς παλιούς που το κορμί συνταιριάζονταν με την ψυχή -τη βλογημένη σπίθα που, όντας χωρίς αρτηρίες, ηλικία δεν έχει, δεν ξέρει την κάτω βόλτα.
Αρχαίος τραγικός χορός, οι γέροι, συνέχιζαν να κλώθουν γύρους, γύρω απ' τους οργανοπαίχτες, τραγουδώντας.
Η Αναστασία, ακίνητη πάνω στα σεντόνια, ξεχάστηκε. Τώρα είναι η ώρα των ζωντανών, θα 'ρθει κι η δικά της ώρα, μπορούσε να καρτερέσει. Κι ας ήταν Θε μου να μη τέλειωνε τούτος ο χορός ως να την πάρουν από 'κει, μακάρι να μη την ξαναδούν ανάσκελα με τα χέρια σταυρωτά στο στέρνο. Την απόδιωχναν, την εκτόπιζαν απ' το μυαλό, εικόνα ανεπιθύμητη, αποδιοπομπαία.
Αδράχνονταν απ' τους ήχους του ζουρνά που κελάρυζε τους βουκολικούς σκοπούς, λες κι ήταν η βρύση με τ' αθάνατο νερό και -μανιακοί- αποζητούσαν τη μαγική σταλαγματιά. Έναν κόμπο αθανασία.
— Τι καλά που είναι έτσι. Τι όμορφη που είναι, βρε αδερφέ, η ζωή. Κι είχαν τόσο καιρό να το θυμηθούν. Έτσι είναι στο κάτω της γραφής. Τούτη είναι η ώρα των ζωντανών. Είναι η δικιά τους ώρα. Όσο για το θάνατο. Ε, σαν έρθει... καλόδεχτος, τι να πεις; Και στο τέλος τέλος -πού ξέρεις;- ίσως το ξεχάσει, ίσως δεν έρθει ποτέ!...
Copyright © Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου All rights reserved
Διήγημα από το βιβλίο Εξομολογήσεις σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια.
Επιμέλεια κειμένου Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Vincent Van Gogh (White House at Night, 1890)