Κυκλοφορούν πολλές καινούργιες συλλογές μικρών ιστοριών -ειδικά τα τελευταία έτη- μα είναι κι εκείνες που ξεχωρίζουν ανάμεσά τους. Μια τέτοια συλλογή είναι το βιβλίο της Λίλιας Τσούβα, Το τραγούδι των Ινουίτ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Τα διηγήματα χαρακτηρίζονται για τη δοτικότητα της συγγραφέως στις σκιαγραφήσεις, τις ψυχοσυνθέσεις και τις ζωντανές εικόνες. Ανάγλυφα τοπία, συναισθήματα -μυρωδιές, χρώματα...- εφόσον διαθέτει τόσο καλή αφηγηματικότητα που «εγκλωβίζει», θα λέγαμε, τον αναγνώστη της στις λέξεις. Και πράγματι, είναι ένα απνευστί-βιβλίο, μια κι έξω, εθιστικό· δεν μπορείς να το αφήσεις, δεν υπάρχει λόγος να το αφήσεις για αργότερα αλλά είναι και τόσο ενδιαφέρουσες οι αφηγήσεις που σε κάνει να επιθυμείς περισσότερο από το ταξίδι που προσφέρει.
Και είναι όντως ταξίδεμα, αφού σε «οδηγεί» σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σε κάνει να αισθάνεσαι ένας πολίτης του κόσμου και να προσεγγίζεις τις διάφορες γειτονιές της Γης.
Όλα τα παραπάνω μαζί με το εξωτικό του ηχόχρωμα, την εικονοπλάστρια συγγραφέα του και την ευαισθητοποιημένη δραματικότητα (αλλά όχι τραγικότητα) των προσώπων-χαρακτήρων δημιουργούν ένα υπερωκεάνιο συνονθύλευμα αισθήσεων κι αρωμάτων που θα γοητεύσει και τον πιο απαιτητικό.
Διακρίνουμε και διάφορα άλλα στοιχεία, εξίσου γοητευτικά, όπως μια εσάνς μαγείας κι απόκοσμου -ή υπέρκοσμου;-, πολλή τέχνη και γοτθική αύρα... ακόμα και ιστορίες εποχής ώστε να εκπροσωπούνται όλοι οι χρόνοι. Δηλαδή, και όλοι οι χρόνοι εκτός από όλους τους τόπους ή τους πολιτισμούς.
Εμπιστευθείτε την κυρία Τσούβα και αφεθείτε στις ιστορίες που έχει να σας διηγηθεί. Γιατί μόνο έτσι θα γνωρίσετε την Εβιάνα, τα πνεύματα της φύσης, τον άντρα που στέλνει καρτ ποστάλ επί 130 χρόνια καταγράφοντας την ιστορία του κόσμου, τη Μπρογκέτα, τη «γυναίκα που χόρευε», τους μουσικούς που παίζουν φάντο, εκείνον που οδηγεί ντάλκα -ή μήπως ένα σαβέιρος;- και θα μεταφερθείτε έστω και νοερά στο Ενσινίτας, στη Χάμελιν, στη Χαϊδελβέργη, στον πύργο Μπλούμενβερφ, στην Κουέμπρα Κόστα, στην Πλάθα ντε Ζοκοντόβερ, στα μαγικά τοπία του Κιριμπάτι, στο νησί Τσιλόε, στο Παλάτι των Δόγηδων και σε πολλά πολλά άλλα υπέροχα μέρη.
Θυμάμαι ακόμα έντονα τις σκιές με τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τις μνήμες (της) των ιστοριών, το φάντασμα-ολόγραμμα ενός κοριτσιού, τη σύνδεση των ζωντανών με τους νεκρούς ή τον διαχωρισμό του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος όπως ανάγλυφα προσφέρει η εμπειρία. Γιατί σε κάνει να σκέφτεσαι παράλληλα διάφορα θέματα ζωής ή θανάτου, αγάπης ή έρωτα, χαράς ή θλίψης... ξέρετε, από εκείνα να πανανθρώπινα και διαχρονικά, αλλά με έναν τρυφερό τρόπο, καθόλου βίαιο ή βασανιστικό. Μέσα από τη χαρά μιας παραμυθένιας ιστόρησης για μεγάλους που διαθέτει το ειδικό της βάρος αλλά χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη.
Αντιθέτως, η πρόθεσή της είναι να υμνήσει την ομορφιά του κόσμου (μας), να φωτίσει τις διαφορετικές κουλτούρες, να αναδείξει τις αποχρώσεις, τη διαφοροποίηση, να δημιουργήσει το πολύχρωμο κολάζ μιας αντιπροσωπευτικής «μπουκιάς» που περιέχει τα πάντα (λίγο από όλα)... χωρίς σκληρότητα ή κριτική διάθεση· γράφει με ευαισθησία, με σύνεση και αγάπη, σκύβει με φροντίδα πάνω στα πρόσωπα, τα μέρη, τα ζώα, τα δέντρα... όλη την πλάση. Αποδέχεται τις ιδιαιτερότητες των πλασμάτων του κόσμου, αγγίζει τις πιο μύχιες σκέψεις, τις πιο τραγικές τους στιγμές, «βλέπει» το μαχαίρι που καρφώνεται και το χέρι που το κρατάει, το αίμα που αναβλύζει τότε από την πληγή (μεταφορικά και κυριολεκτικά) αλλά δεν ποντάρει στην αρνητική πλευρά.
Ακόμα ένας τίτλος για τη λίστα!