Ένα ζευγάρι, ένα παιδί, δύο συμπεθέρες, θείες, συμπέθεροι, φίλοι, φίλες κι ακόμα το ταξίδι μόλις άρχισε και δεν προλαβαίνω να μετράω! Πρωταγωνιστές στο βιβλίο «Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε» θεωρητικώς είναι τα μέλη της τριμελούς οικογένειας. Στην πράξη όλοι έχουν λόγο! Η αγία ελληνική οικογένεια στην εκτεταμένη της έκδοση, που όταν δεν στέλνει τα μέλη της στον ψυχίατρο τα τραπεζώνει σε κυριακάτικα τσιμπούσια.
Η αρχή στον έγγαμο βίο της Αθηνάς και του Θανάση έμοιαζε με όνειρο. Ροζ συννεφάκια και καταπράσινες πεδιάδες. Γρήγορα όμως όλοι φρόντισαν να τους προσγειώσουν στην πραγματικότητα. Πρώτη και καλύτερη η κορούλα τους. Ένα μικρό αξιολάτρευτο σκασμένο, με χίλιες απαιτήσεις, εκατοντάδες ανάγκες και άπειρα χαρίσματα. Αυτά σε συνδυασμό με την εμμονή της μαμάς για τελειότητα, τη χαλαρότητα του μπαμπά ως προς τα πάντα -εκτός του ποδοσφαίρου- το άγχος και των δύο ότι τίποτα δεν κάνουν σωστά, πως τα λάθη τους θα τραυματίσουν την ψυχή του παιδιού τους στην αιωνιότητα, περιπλέκουν την κατάσταση μέσα στο σπίτι. Διέξοδος υπάρχει; Φυσικά! Να εκεί, όλο ευθεία είναι το φως στο τούνελ, τρέξτε όλοι να φτάσουμε ως εκεί. Όλοι με την ελπίδα ότι εκεί στην άκρη του τούνελ θα ξαναβρούν τα ροζ σύννεφα και τις πράσινες πεδιάδες. Σπρώχνοντας, στριμώχνοντας, τραβώντας, πατώντας, μπουλουκιδών προς την ευκαιρία να ξαναβγούν οι ήρωες στον καθαρό ουρανό. Να σπρωχτούμε κι αν πέσουμε θα ξανασηκωθούμε. Με τραύματα, με χτυπήματα, ασθμαίνοντας και σιχτιρίζοντας θα αγγίξουμε το όραμα της τέλειας οικογένειας!
Ο Βαγγέλης Μαργιωρής, αποδεχόμενος την πρό(σ)κληση της στήλης Πλοκόλεξο, γράφει για το μυθιστόρημά του, Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, χρησιμοποιώντας δέκα προκαθορισμένες λέξεις. Στο οπισθόφυλλο λέει:
Θανάσης και Αθηνά. Αθηνά και Θανάσης καλύτερα. Αθηνά, Θανάσης και η κόρη τους η Ελένη. Κοντά σε αυτούς, μανάδες, πεθερές, θείες, θείοι, φίλες τρελές και φίλοι θεότρελοι και επιπλέον, δουλειές κι αφεντικά και προϊστάμενοι κι όλος αυτός ο μαγικός κόσμος που αποτελεί τον ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό κύκλο του κάθε ζευγαριού. Αλλά βέβαια δεν μας νοιάζουν οι γύρω γύρω κι ας λένε ό,τι τους κατέβει! Σημασία πάνω απ’ όλα έχουν τα γεγονότα μέσα στο σπίτι και η γνώμη των βασικών μελών της οικογένειας. Φυσικά τα ίδια γεγονότα, αλλιώς τα βλέπει η Αθηνά κι αλλιώς ο Θανάσης. Κι αν ρωτούσαμε και την κόρη τους την Ελένη, κι αυτή άλλα γι’ άλλα θα έβλεπε και θα έλεγε.Όμως σήμερα ποιος προλαβαίνει και ποιος θέλει να ρωτήσει τα παιδιά; Βέβαια είτε ρωτήσεις είτε όχι, αυτά τα σκασμένα όσο μεγαλώνουν αποκτούν γνώμη για τα πάντα και μετά την ξεφουρνίζουν κι όποιον πάρει ο χάρος! Αχ υπέροχη, αγία, ελληνική οικογένεια, θαυμαστά τα πεπραγμένα σου!
Παρακάτω, ο ίδιος συμπληρώνει τα βασικότερα σημεία...
Το μυθιστόρημά μου είναι μια ευκαιρία για χαμόγελα, μια διέξοδος από τη σοβαροφάνεια, από την πίεση από τις εμμονές.
Στην υπόθεση όλοι προσπαθούν για το καλύτερο -κατά τη γνώμη τους- κι όλοι μπλέκονται στα πόδια των άλλων.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι καθημερινοί, που ζουν δίπλα μας, μαζί μας. Θα ταυτιστούν πολλοί με τους χαρακτήρες, θα διακρίνουν γνώριμες καταστάσεις και θα θυμηθούν όμοιες αντιδράσεις.
Ο αναγνώστης είναι ο στόχος μου. Συγκεκριμένα το χαμόγελό του. Αυτό επιδιώκω περιγράφοντας τα παθήματα του Θανάση και της Αθηνάς.
Ευχή μου είναι όλα τα ζευγάρια να μπορούσαν να έμεναν δεμένα, σαν τον Θανάση με την Αθηνά, ξεπερνώντας τα δύσκολα, ακόμα κι αν έσπρωχναν, ακόμη κι αν έπεφταν. Το λέμε συχνά πως δεν έχει σημασία πόσες φορές θα πέσεις, αλλά πόσες θα σηκωθείς.
Ο Βαγγέλης Μαργιωρής γεννήθηκε πριν από 47 χρόνια στη Σάμο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Με το βιβλίο και το διάβασμα ασχολείται από παιδί, ενώ με τη συγγραφή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Με αυτή την ενασχόληση κατορθώνει να δίνει υπόσταση και να βάζει σε σειρά τις διάφορες ιστορίες που κατά καιρούς κυκλοφορούν μέσα στο κεφάλι του. Αυτό το μυθιστόρημα είναι το τρίτο στη σειρά. Το 2017 είχε κυκλοφορήσει το πρώτο με τίτλο Τουρίστες στην ομίχλη, ενώ το 2019 ακολούθησε ένα ακόμα με τίτλο Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα.