Νίκου Γκίκα
Είχαν κηρυχτεί και οι δύο «λιποτάκτες» σε αντίθετα στρατόπεδα κι είχαν βρεθεί σε αυτήν τη θέση λόγω δυσμένειας. Ο ένας το είχε σκάσει από το Αντάρτικο δύο φορές. Ήθελε να τον φωνάζουν «Παρτιζάνο» κι έκρυβε το πραγματικό του όνομα από ντροπή για τον πατέρα και τα αδέλφια του. Εκείνοι υπηρετούσαν στον Κυβερνητικό Στρατό και λίγο πριν τον Εμφύλιο τού είχαν μηνύσει να επιστρέψει, αλλιώς θα έχανε τα δικαιώματά του σαν πρωτότοκος. Δύο φορές παράτησε τη διλοχία του κι έφυγε για τον νότο, δύο φορές τον βρήκαν και τον έφεραν πίσω δεμένο πάνω σε ένα στύλο.
Απέναντί του φυλούσε το Πέρασμα ο εχθρός του. Εκείνον τον έλεγαν Ζήση και είχε καταταγεί από υποχρέωση να πολεμήσει για την πατρίδα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, πίστεψε πως θα έφευγε κι ο ίδιος για το χωριό του. Τότε τους μίλησαν για έναν άλλον εχθρό, μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο από τον φασισμό του Μουσολίνι και από τις κτηνωδίες του Χίτλερ· τον ονόμαζαν «Κομμουνισμό», μια αρρώστια που, όπως ισχυρίζονταν, «μαγάριζε ολοένα και περισσότερους». Είχε έλθει από τη Ρωσία κι έπρεπε να πατηθεί, πριν σηκώσει κεφάλι και κρατήσει εξουσίες. «Ο σβέρκος του είναι το Αντάρτικο», έτσι τους είχαν πει τότε. Όταν κατάλαβε πως θα έπρεπε να σκοτώνει Έλληνες στο όνομα μιας δικαιοσύνης που δεν καταλάβαινε, παράτησε τη σκοπιά του και ξεκίνησε με τα πόδια από την Αθήνα για το χωριό του. Τον έπιασαν πριν μεσιάσει ο ήλιος την επόμενη ημέρα και τον έστειλαν μαζί με μερικούς ακόμα αντιρρησίες στα μπουντρούμια. Έμεινε φυλακισμένος τρεις μήνες, όμως οι ανάγκες του Εμφυλίου τον ευνόησαν και αποφυλακίστηκε, για να σταλεί στην Πίνδο, εκεί που πριν έξι χρόνια είχε χάσει δυο δάχτυλα από τα κρυοπαγήματα. Είχε φύγει παλικαράκι από το χωριό του και τώρα ανταρευόταν μέχρι και στα θηρία του δάσους. Ως τώρα τα 'χε καταφέρει να μη σκοτώσει αντάρτη -αυτό ευχόταν και πίστευε τουλάχιστον, κάθε φορά που πυροβολούσε στα τυφλά και λίγο ψηλότερα από εκεί που έπρεπε- γι’ αυτό και στη διμοιρία του ήταν εκείνος που φορτωνόταν τις βαριές δουλειές και τις αγγαρείες.
Τέτοια ήταν κι η θέση που του είχε ανατεθεί εδώ πάνω.
Οι δυο στρατιώτες είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία, την ίδια περιφρόνηση για τους συμπολεμιστές τους και την αντοχή που χρειαζόταν κάποιος για να ζει εξόριστος σε έναν αγριότοπο· αφού είχαν υποφέρει όλη τη φρίκη του πολέμου, τώρα ζούσαν την παράνοια που χρωματίζει το μίσος ενός εμφυλίου. Και οι δύο είχαν ζήσει αρπαγές ανθρώπων, βιασμούς και ξεκοιλιάσματα εγκύων, εκτελέσεις αθώων λόγω υποψιών ή για ένα γινάτι, κι είχαν αποχαιρετίσει την ανθρωπιά κάπου εκεί, στα 1946. Για τους δύο τους αυτό που τους χώριζε ήταν το ίδιο που τους ένωνε. Ήταν το Πέρασμα. Οι αντίπαλοι αρχηγοί του Εμφυλίου είχαν υπογράψει μια μυστική απ’ όλους συνθήκη, να επιτρέπεται η διέλευση και για τις δύο πλευρές από το Πέρασμα, αφού δύο χειμώνες τώρα οι δρόμοι της Πίνδου έκλειναν από τα χιόνια και τούτη η λωρίδα γης ήταν ο μόνος τρόπος για να βρεθεί κάποιος γρήγορα από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και αντίστροφα. Το μέρος βρισκόταν κοντά στα χωριά του Μετσόβου κι οι ντόπιοι το έλεγαν «Πέρασμα». Έτσι ονομάστηκε και στη συνθήκη που υπογράφτηκε.
Τα καθήκοντά τους περιορίζονταν στη φύλαξη του Περάσματος. Δεν άφηναν τις σκοπιές τους ποτέ τη νύχτα και κοιμούνταν πάντοτε την ημέρα. Ο Παρτιζάνος των Κομμουνιστών φυλούσε την πλευρά της Θεσσαλίας κι ο Εθνικόφρονας Ζήσης εκείνη της Ηπείρου. Τα φυλάκιά τους βρίσκονταν αντικριστά στις κορυφές δυο βράχων, ανάμεσα στους οποίους πλάταινε ένα μονοπάτι, ο δρόμος του Ολύμπου και του Γράμμου. Κάθε τόσο περνούσαν ομάδες του Στρατού και των Ανταρτών και άφηναν στον στρατιώτη τους λίγες προμήθειες και νέα από τον κόσμο.
Και δύο ένιωθαν φυλακισμένοι, ατιμασμένοι σε αυτήν την εξορία, μα ντρέπονταν να το δείξουν. Καμιά φορά συναντιούνταν τα μάτια τους, όταν τύχαινε να βρεθούν όρθιοι κι οι δυο στις κορυφές τους, και τότε αντάλλαζαν ειρωνικές ματιές. Κατά βάθος ήταν ο φόβος που κρατούσε καθένα τους πιστό στα όπλα, και δεν ήταν λίγες οι νύχτες που κάποιος απ’ τους δύο είχε σκεφτεί να σπάσει τη συμφωνία και να σκοτώσει τον άλλον.
Βρέθηκαν στο βουνό με διαφορά λίγων ημερών, αρχές της άνοιξης του '48 και τώρα κόντευε να τους βρει το φθινόπωρο. Οι τελευταίοι αντάρτες είχαν περάσει από 'κει του Αϊ Σωτήρος και μετά από εκείνους, δυο μέρες πριν την Παναγιά, φάνηκαν λίγοι του Κυβερνητικού Στρατού φέρνοντας τα νέα. Στον Γράμμο ετοιμαζόταν μια από τις μεγαλύτερες μάχες, ίσως εκείνη που θα έληγε τον πόλεμο. Λεγόταν πως είχαν συνταχθεί χιλιάδες άνδρες και το σχέδιο της Κυβέρνησης προέβλεπε μια κυκλωτική κίνηση, που θα συνέτριβε τις δυνάμεις του εχθρού. Ο Ζήσης ευχήθηκε, έστω κι έτσι, το τέλος του πολέμου να ήταν αλήθεια. Βρισκόταν εκεί πάνω από εκατό πενήντα ημέρες και τρεφόταν με αγρίμια του βουνού, με βολβούς και με ρίζες. Δεν είχε σύντροφο για να μιλήσει, είχε ξεχάσει τις συνήθειες των ανθρώπων, θύμιζε αγριάνθρωπο, μα περισσότερο απ’ όλα τού έλειπε το χωριό του. Κοντά σ’ αυτό, του έλειπε κι εκείνη, κι ας ζούσε στην Αθήνα. Βλαστήμησε από μέσα του όσους αποφασίζουν για τις ζωές των άλλων, σήκωσε το ποτήρι κι ήπιε στη νίκη που ερχόταν.
Όταν οι συμπολεμιστές του χάθηκαν στο δάσος, σκέφτηκε να βγει από την οχύρωση και να φωνάξει τα νέα στον απέναντι. Τι σημασία είχε πια το ποιος θα κέρδιζε; Ήταν καλοκαίρι του 1948, ο ίδιος -ίσως κι ο άλλος- θα έκλεινε σε λίγο οκτώ χρόνια πολεμώντας. Του αρκούσε που θα τελείωνε ο εφιάλτης, με όποιο τίμημα, με όποια ακόμα θυσία, έστω κι αν θα 'πρεπε να χυθεί κι άλλο αίμα Ελλήνων. Είχε χάσει τα νιάτα του, έπρεπε να συμβεί κάτι για να σώσει, τουλάχιστον, την υπόλοιπη ζωή του. Δεν είχε προλάβει να ζήσει τον έρωτά του, δεν είχε χορτάσει το γυναικείο χέρι, τα κρουστά ρόδινα χείλη της. Ήθελε να τελειώσει το σχολείο, κι αν ήταν μεγάλος πια για να το κάνει, θα 'θελε τουλάχιστον να 'χει μια ευκαιρία να γίνει κάποιος, ένας έμπορος, ένας γεωργός ή κτηνοτρόφος σαν τον πατέρα του και τον παππού του. Αν ο δρόμος του σ’ αυτόν τον κόσμο σταματούσε στις σφαίρες και στις νάρκες του πολέμου, αν όλοι οι κόποι και οι θυσίες των γονιών του να τον μεγαλώσουν τινάζονταν από μια οβίδα ή κόβονταν σύριζα από μια σκουριασμένη λόγχη, τότε για ποιο λόγο δινόταν η ζωή στους ανθρώπους; Πού βρισκόταν ο Θεός;
Έβγαλε το κεφάλι από το χαράκωμα και κοίταξε απέναντι. Το φυλάκιο του εχθρού έδειχνε άδειο. Ο ήχος του πριονιού στο βάθος, λίγα μέτρα παρακάτω, τον έκανε να ξεθαρρέψει και να βγει από την κρυψώνα του. Εδώ στο Πέρασμα ίσχυε ακόμα η εκεχειρία, όμως αν τα νέα ήταν αλήθεια, αν όλοι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη, την καθοριστική μάχη, ποιος του εγγυόταν ότι ο νόμος της ανδρικής τιμής δεν θα υποτασσόταν κάτω από εκείνον της επιβίωσης; Πόσο ασφαλής θα ήταν, αν νικούσαν οι Αντάρτες; Κι απ’ την άλλη, πόσο ασφαλής θα αισθανόταν ο άλλος, αν νικούσε ο Στρατός; Δεν είχε μιλήσει ποτέ μαζί του και δεν μπορούσε να γνωρίζει τι σόι κουμάσι είναι. Ίσως είχε να κάνει με κανένα ρέμπελο ή κάποιο μαχαιροβγάλτη. Τα μούτρα του τα είχε δει μονάχα μια φορά στο φως της μέρας, μα τα γένια, ο σηκωμένος γιακάς και το καπέλο δεν άφηναν πολλά να φανούν· τον άκουγε κάπου κάπου να φωνάζει μόνος του το όνομα μιας γυναίκας ή να τραγουδάει, μα κι απ’ αυτά ακόμα του είχε φανεί άξεστος και σκληρός για να του έχει εμπιστοσύνη. Πολλές φορές τις νύχτες κοιτούσαν ο ένας προς τη μεριά του άλλου. Δεν μπορούσε να τον δει, όμως καταλάβαινε την παρουσία του από την καύτρα του τσιγάρου του, που το φως της δυνάμωνε και χαμήλωνε κάθε τόσο. Η απόσταση που τους χώριζε εξάλλου δεν ήταν και μεγάλη, πάνω κάτω γύρω στα είκοσι μέτρα.
Το πριόνι συνέχιζε το μονότονο σκοπό του πάνω στο ξύλο, σημάδι πως ο εχθρός του έκοβε ξύλα για τη νύχτα. Είχαν μπροστά τους δύο ώρες μέχρι να σουρουπώσει· ο χρόνος σ’ αυτά τα μέρη δεν κυλά γρήγορα -καμιά φορά πιστεύεις πως δεν κυλά καθόλου- αν κάθεσαι. Ο Ζήσης έλεγξε τις προμήθειες που του είχαν αφήσει οι στρατιώτες· ήταν έξι κονσέρβες βοδινό και φασόλια, λίγος καπνός, μια κουταλιά καφές κι ένα δάχτυλο λάδι. Θα του έφταναν για μια εβδομάδα, μπορεί και λίγο παραπάνω. Έκρυψε τα τρόφιμα κάτω από μια πέτρα και ετοιμάστηκε να κατέβει στο δάσος για προσανάμματα. Το φυλάκιο βρισκόταν στην κορυφή ενός βράχου έξι μέτρα ψηλού. Μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με ευκολία χάρη στη σκάλα που είχε φτιάξει από τέσσερις κορμούς ελάτων. Αυτό του επέτρεπε να επιστρέφει γρήγορα και με ασφάλεια στο κρησφύγετό του, αν παρουσιαζόταν κάποιος κίνδυνος, και να κουβαλά με άνεση όσα του πρόσφερε το δάσος. Με τον καιρό έγινε όλο και πιο τολμηρός, ξανοιγόταν περισσότερο και οι εξορμήσεις του κρατούσαν για ώρες. Είχε ανακαλύψει ένα ξέφωτο, από το οποίο έβγαζε κάθε τόσο βολβούς μέσα από τη γη.
Νερό προμηθευόταν από μια πηγή λίγο μακρύτερα. Από την ίδια πηγή έπιανε νερό κι ο άλλος και δεν ήταν λίγες οι φορές τις πρώτες εβδομάδες που κάποιος από τους δύο λοξοδρομούσε, για να μη συναντηθούν, σαν άκουγε βήματα να πλησιάζουν. Με τον καιρό ο καθένας τους έφτιαξε το πρόγραμμα και τις συνήθειές του έτσι που να μη συναντά τον άλλο. Ο Ζήσης κατέβαινε για νερό κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή κι ο Παρτιζάνος την Τρίτη, την Πέμπτη και το Σάββατο.
Ξύλα έπαιρναν από διαφορετικές μεριές κι όταν κάποιος πυροβολούσε κάποιο πουλί ή ζώο, φώναζε δυνατά το όνομα του στρατού του. Με αυτόν τον τρόπο έδειχνε στον άλλο, πως ο πυροβολισμός δεν ήταν πράξη έχθρας, πως, απλά, ο εχθρός γείτονάς του κυνηγούσε και πως ο αντίπαλος δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Ήταν ένας ολόκληρος, σιωπηλός κατά τα άλλα, κώδικας επικοινωνίας δύο ανθρώπων που δεν είχαν τίποτα και ζούσαν σαν να είχαν τα πάντα να χωρίσουν.
Πριν φύγουν, οι συμπολεμιστές του είχαν κουβαλήσει το νερό του και είχαν κόψει ξύλα για δύο, ίσως και για τρεις ημέρες. Στη ρίζα του βράχου είχε μαζευτεί ένας μεγάλος σωρός από κορμούς κομμένους σε μικρά κούτσουρα. Ο ίδιος έπρεπε μόνο να μαζέψει προσανάμματα και, αν στεκόταν τυχερός, ίσως χτυπούσε και κανένα λαγό. Είχε να φάει φρέσκο κρέας μέρες τώρα και οι πόνοι στο έντερο είχαν γίνει αφόρητοι. Κοίταξε τους βολβούς δίπλα του και μόρφασε αηδιασμένος.
Λαχτάρησε να καθίσει πάλι στο τραπέζι του σπιτιού του, ανάμεσα στις μυρωδιές του ζυμωτού ψωμιού και μιας χορτόπιτας από εκείνες που έψηνε η μάνα του. Εδώ και μια εβδομάδα τρεφόταν με βολβούς. Αν δεν πετύχαινε κυνήγι ούτε σήμερα, θα άνοιγε μια κονσέρβα. Με αυτήν και λίγο καπνό θα αισθανόταν λιγάκι άνθρωπος και πάλι. Ευχήθηκε ο καπνός να είναι Εγγλέζικος, άναψε το τσιμπούκι και κατέβηκε προσεκτικά τη σκάλα.
Όταν ο Παρτιζάνος κουβάλησε το τελευταίο φόρτωμα με ξύλα, ο ήλιος είχε δύσει για την Πίνδο και η σκιά της οροσειράς στη δύση σκοτείνιαζε το δρόμο κι έκρυβε τα βήματά του στο σκοτάδι κάτω από τα έλατα. Το φυλάκιό του βρισκόταν στην κορυφή ενός λοφίσκου, που ξεκινούσε πολλά μέτρα πίσω κι ανέβαινε αργά και με μέτρια κλίση μέχρι την κορυφή ενός κάθετου βράχου, που μαζί με τον αντικρινό του σχημάτιζαν το Πέρασμα.
Τρεφόταν με βελανίδια και με μανιτάρια, που είχε μάθει να τα ξεχωρίζει από μικρός και, παρά την άξεστη φύση του και την ορμή που τον διακατείχε σε ό,τι κι αν έκανε, έδειχνε μεγάλη υπομονή τις ώρες που μάζευε τους σπόρους από τα κουκουνάρια. Στο κυνήγι ήταν αξεπέραστος και είχε επινοήσει ένα τέχνασμα για να πιάνει πουλιά με τη χλαίνη του. Σε γενικές γραμμές τρεφόταν καλύτερα από τον άλλο -το αποδείκνυε αυτό με το τραγούδι και με το άγριο φέρσιμό του, όταν κατηφόριζε στο δάσος- όμως του έλειπε το ποτό, ο καπνός και το σμίξιμο με μια γυναίκα. Υπήρχαν στιγμές που αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να σκοτώσει τον εχθρό του για λίγο κρασί και μερικά τσιγάρα. Είχε μπει παιδί σχεδόν στο Αντάρτικο κι είχε μάθει, κοντά στις συνήθειες του πολέμου, όλες όσες ξεχώριζαν το παιδί από τον άνδρα: να πίνει, να καπνίζει, να βρίζει και να πυρώνει τα σκέλια μιας γυναίκας. Τώρα είχε χάσει και τις τέσσερις χαρές του και νοσταλγούσε κάθε νύχτα, κουρνιασμένος στο δικό του βράχο, τις γενναίες ημέρες του πραγματικού πολέμου, τότε που ζούσε σαν ήρωας στα βουνά, κάνοντας σαμποτάζ στους Γερμανούς, ίσος προς ίσους κάτω από τη σημαία των Ελλήνων, αναπνέοντας με υπερηφάνεια, ζώντας με όσα του έδιναν στα χωριά απ’ όπου περνούσε.
Σε ένα από αυτά γνώρισε και τη ζωντοχήρα που του πήρε τα μυαλά και τον έβαλε αργότερα σε μπελάδες. Εκείνη ήταν που τον είχε καλομάθει, καθώς μαζί με το κορμί της τον κερνούσε Εγγλέζικα τσιγάρα και κρασί ρομπόλα, που της έφερνε από τα Επτάνησα ένας Ναζί αξιωματικός.
Όλο το χωριό γνώριζε πως ζούσε σαν παστρικιά κι είχε καταντήσει την καλύβα της καπηλειό και άντρο ακολασίας για Ναζί και φασίστες. Από εκείνη μάθαινε ο Παρτιζάνος τις κινήσεις των Γερμανών και έφερνε συνεχώς πληροφορίες στους δικούς του. Τις δύο πρώτες φορές που το έσκασε για χάρη της οι αντάρτες τον άφησαν να φτάσει στην καλύβα της. Πάσχα ήταν και τις δύο φορές, του '42 και του '43. Πολλές φορές περνούσαν μέρες μέχρι να φύγει και σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάστηκε να μείνει κρυμμένος στο κατώγι της όσο οι Γερμανοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Αυτή η κινητικότητα ανάγκασε τους δικούς να παραφυλάνε γύρω από το χωριό από φόβο μην τον πιάσουν και μαρτυρήσει τις θέσεις τους και δεν ήταν λίγες οι συμπλοκές με νεκρούς. Δόθηκε μάλιστα και μια μάχη τότε, που στα μέρη εκείνα έμεινε γνωστή σαν η «μάχη της Γιόκαινας».
Γιόκαινα ήταν το όνομα της ζωντοχήρας, που την είχε πιάσει ο άνδρας της πριν τον πόλεμο στο κρεβάτι με τον μικρό του παντοπωλείου και την είχε στείλει πακέτο από την Αθήνα πίσω στο χωριό μαζί με τα μαντάτα της. Ο πατέρας της αρρώστησε από τη ντροπή του και, για να μην τη βλέπει, την έστειλε να μείνει σε μια παλιά καλύβα που είχε έξω από το χωριό. Το όνομά της ήταν Ουρανία, όμως όλοι στο χωριό τη φώναζαν «Γιόκαινα» από το όνομα του αγαπητικού της στην Αθήνα, που τον έλεγαν Γιόκα και που μαθεύτηκε με ανεξακρίβωτο τρόπο.
Οι χωριανοί την περιφρονούσαν, δεν ήταν όμως λίγοι εκείνοι που την επισκέπτονταν με μια μποτίλια ή μερικά τσιγάρα στο χέρι και συγκεκριμένο σκοπό στο νου τους. Αυτά τα πάρε δώσε κόπηκαν, όταν οι γυναίκες του χωριού βγάλανε φήμη πως η λεγάμενη είχε σύφιλη και η παπαδιά έπεισε τον παπά να μιλήσει στο Κυριακάτικο κήρυγμα για τους καρπούς της αμαρτίας που όλοι όσοι έσμιγαν μαζί της θα αποκτούσαν.
Ο Παρτιζάνος τη γνώρισε σε μια έφοδο στο χωριό και την ερωτεύτηκε αμέσως. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, παράτησε τους αντάρτες και κατέβηκε από το βουνό για να ζήσει μαζί της. Οι δικοί του τον έβγαλαν σηκωτό από την καλύβα το ίδιο κιόλας βράδυ και το ίδιο περιστατικό επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα. Παρά το ξύλο και τον εμπαιγμό που υπέμεινε για χάρη της, ο νέος δεν την ξέχασε ούτε στιγμή. Η σκέψη της ήταν ο μόνος τρόπος για να μην θυμάται πως ζούσε έναν ακόμα πόλεμο, τον πιο παράλογο από όλους, και η εικόνα της μαλάκωνε το μαρτύριο της σκοπιάς τις νύχτες, όταν η μοναξιά βάραινε την καρδιά του. Κι αυτή τη νύχτα, όπως τόσες και τόσες, φανταζόταν το κορμί της πάνω στο δικό του κι έπλαθε με τον νου μια νύχτα έρωτα και κραιπάλης, που του κρατούσε συντροφιά ως το ξημέρωμα.
Αποκοιμήθηκε νωρίτερα από το χάραμα, πάνω στην πέτρα που είχε διαλέξει για να κάθεται, και ξύπνησε πριν το μεσημέρι, από το φως του ήλιου. Σηκώθηκε ντροπιασμένος και μόνο στη σκέψη πως ο άλλος τον είχε δει να κοιμάται. Το ύψωμά του ήταν πετρώδες και δεν υπήρχε τρόπος να φτιάξει χαράκωμα, όμως οι μεγάλοι βράχοι που υψώνονταν του έδιναν καλύτερη κάλυψη από ένα αυλάκι στη γη. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άφησε να τον βρει το φως της μέρας «ξεσκέπαστο» στα μάτια του εχθρού.
Έψαξε για το παγούρι με το νερό. Ήπιε αχόρταγα και δίχως να το θέλει θυμήθηκε τη μυρωδιά του καφέ. Δεν είχε πιει ποτέ του, εκτός από δύο φορές, όταν, μικρό παιδί ακόμα, είχε ρουφήξει λίγο στα κρυφά από το φλιτζάνι του πατέρα του. Θυμόταν καλά το άρωμά του και η μυρωδιά που ερχόταν τώρα στα ρουθούνια του ήταν ίδια με εκείνη που είχε απολαύσει στο χαγιάτι του σπιτιού του. Έκλεισε τα μάτια κι ανέπνευσε αχόρταγα το άρωμα· σαν να 'φερνε ο αέρας μπροστά στα μάτια του την εικόνα του κάμπου του χωριού του, τον πατέρα του να ρουφά με θόρυβο και να καπνίζει κι εκείνον να μεθά με τη μυρωδιά από το Τούρκικο χαρμάνι.
Σηκώθηκε και περπάτησε γύρω από την πέτρα. Στη σκιά της είχε στήσει το τσαρδί του, ένα λαγούμι δύο επί δύο κι ένα μέτρο βαθύ, σκεπασμένο με κλαδιά από έλατο και από βελανιδιά, για να προστατεύεται από τη βροχή. Άνοιξε το σακίδιό του κι έβγαλε ένα ένα όλα του τα πράγματα.
Έψαξε με τα δάχτυλα για τρίμματα καπνού στις γωνίες και στα δύο εσωτερικά τσεπάκια. Ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει, όταν τον έπιανε η τρέλα να καπνίσει. Μιλούσε με τον εαυτό του, τα έβαζε με την ανοησία του να καπνίζει άμπουλα,[1] όταν είχε λίγο, και μετά να υποφέρει για μέρες από το χαρμάνιασμα. Μπορούσε να κατέβει στη ρεματιά και να κόψει φλούδες από κέδρο. Ο καπνός τους του προκαλούσε έναν επίμονο, οξύ βήχα, που δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι για μέρες, κι όταν το παράκανε διπλωνόταν από τους πόνους στο στομάχι. Η μυρωδιά από απέναντι τον έκανε να ξεχάσει την ανάγκη του για τσιγάρο. Ανέπνευσε και πάλι, αυτή τη φορά βιαστικά, σαν να κατάπινε τον αέρα, και μαζί με το άρωμα του ελληνικού χάιδεψε τα ρουθούνια του και η μυρωδιά του καπνού. Ήταν πρώτης ποιότητας, το καταλάβαινε από το βαρύ άρωμα και τη γλύκα που άφηνε στα σωθικά του· ήταν Εγγλέζικος. Ηρέμησε κάπως, όταν ο άνεμος φύσηξε αντίθετα και πήρε μαζί του όλους τους πειρασμούς. Όλους εκτός από έναν, που ρίζωσε μέσα στο μυαλό του.
Ο Ζήσης πέρασε τη νύχτα με μισή κονσέρβα και επτά λεπτά τσιγάρα, που τα κάπνισε μέχρι να καούν τα δάχτυλά του, και κοιμήθηκε αργότερα από τις έξι. Ξύπνησε από το κελάηδημα ενός πουλιού. Ο καφές τού φάνηκε γλυκός, κι ας είχε να γευτεί ζάχαρη από τις μέρες που ήταν στο τάγμα των Ιωαννίνων. Κάπνισε δύο τσιμπούκια καπνό και, χορτασμένος κι από τα δύο, αποφάσισε να κατέβει στο ξέφωτο, μήπως και στεκόταν πιο τυχερός σήμερα στο κυνήγι. Έβαλε στην τσέπη του την υπόλοιπη κονσέρβα, για μεσημεριανό, πέρασε το όπλο στον ώμο και ξεκίνησε.
Γύρισε αργά το απόγευμα φορτωμένος ένα λαγό και μερικά κλαδιά. Τις πρώτες φωνές τις άκουσε πενήντα μέτρα μακριά από το φυλάκιο. Έμοιαζαν με τραγούδι κουκουβάγιας, πνιχτές, κι επαναλαμβάνονταν σαν δίσκος σε γραμμόφωνο που είχε κολλήσει η βελόνα. Πλησιάζοντας, σήκωσε το τουφέκι και το προέταξε. Οι φωνές ήταν βογγητά ανθρώπου κι έρχονταν από το κρησφύγετό του, βαριές και μακρόσυρτες σαν βόμβος. Έπεσε στο χώμα και σύρθηκε πίσω από ένα δέντρο. Τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει καθαρά την ανδρική φωνή και θα ορκιζόταν πως αυτός που σφάδαζε ήταν μπροστά του, όχι μακρύτερα από δέκα μέτρα, κι όμως δεν μπορούσε να τον διακρίνει. Απασφάλισε και σύρθηκε αθόρυβα προς το βράχο. Τον είδε στα τρία μέτρα, γυρισμένο στο πλάι, μέσα στις φτέρες και τους θάμνους. Ήταν ο εχθρός του. Η στάση του σώματος και οι κινήσεις του έδειχναν πως ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Ο Παρτιζάνος τον αντιλήφθηκε σχεδόν ταυτόχρονα, κύλισε το κορμί του δεξιά και σημάδεψε με το πιστόλι του. Τώρα βρίσκονταν δίπλα δίπλα, τους χώριζαν ένα μέτρο γης και δύο κάνες που σημάδευαν η μια την άλλη. Ο Ζήσης στόχευε στα μάτια, τα μόνα ανθρώπινα σύμβολα που μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα στο σωρό από πράγματα. Μπροστά του ήταν πεσμένες οι κονσέρβες, η σακούλα με τον καπνό, το κουτί με τις σφαίρες που είχε αφήσει πίσω και κάμποσα ξύλα που είχε διαλέξει για να πάρει ο άλλος.
Ήταν φανερό πως ο εχθρός τον παραφύλαξε μέχρι να φύγει και κατόπιν ήλθε για να τον κλέψει. Καθώς κατέβαινε το βράχο, το δέσιμο των δύο κορμών χαλάρωσε και εκείνος γκρεμίστηκε στη γη. Από τα βογγητά και από τον τρόπο που ήταν ξαπλωμένος φαινόταν πως είχε σπάσει τα πλευρά του. Ο Ζήσης κατέβασε το όπλο και σηκώθηκε όρθιος.
«Αν με σκοτώσεις, θα ψοφήσεις κι εσύ. Βγάζεις δε βγάζεις τη νύχτα. Μόλις σε μυριστούν οι λύκοι, έχεις τελειώσει», είπε.
«Όσο έχω σφαίρες για τούτο, ας κοπιάσουν. Μετά, στο διάολο κι εσύ κι εκείνοι. Λίγο με νοιάζει».
Ο Ζήσης τον πλησίασε και άρχισε να μαζεύει τον καπνό που είχε σκορπιστεί στο χώμα.
«Ντράπηκες να ζητήσεις;» τον ειρωνεύτηκε.
«Δεν μ’ έχουν μάθει να ζητάω».
«Δεν σ’ έχουν μάθει και να περπατάς».
Καθάρισε το τσιμπούκι του, το γέμισε ως επάνω και το άναψε. Τράβηξε δυο γερές ρουφηξιές και του το έδωσε. Ο Παρτιζάνος το κοίταξε κάτω απ’ τη μύτη του. Ήταν περήφανος για να δεχτεί να το πάρει, μα η μυρωδιά του καπνού ξύπνησε τη στέρησή του. Κατέβασε το όπλο, στηρίχτηκε στον αγκώνα και δοκίμασε να καθίσει. Ο πόνος στο δεξί πλευρό τον σούβλισε ως τα σπλάχνα. Βόγκηξε σαν θηρίο και σύρθηκε ως τη ρίζα του βράχου. Πήρε το τσιμπούκι κι άρχισε να καπνίζει. Ο Ζήσης κάθισε δίπλα του.
«Πρέπει να δω τι θα σε κάνω τώρα», είπε.
«Να μη με κάνεις τίποτα. Τράβα σκανδάλη, αλλιώς άσε με ήσυχο», μούγκρισε ο άλλος.
«Δεν έχω σκοτώσει άνθρωπο απ’ το '46 ως τώρα. Δεν θα μαγαριστώ με το αίμα ενός σακάτη. Κι αν σ’ αφήσω εδώ, δεν θα μ’ αφήσεις να κλείσω μάτι».
«Θα γυρίσω απέναντι και δεν θ’ ακούς».
Ο Ζήσης σκούπισε το μέτωπό του απ’ τον ιδρώτα. Οκτώ χρόνια στο στράτευμα και στη φυλακή είχε μάθει σε πρόγραμμα και κανόνες και τώρα τούτος 'δω ο ρέμπελος είχε έλθει για να τα χαλάσει και να τα ανακατώσει όλα.
«Έχεις σπασμένα πλευρά. Ούτε δυο μέτρα δεν θα 'χεις προχωρήσει ως το πρωί». Κοίταξε γύρω του, σαν να έψαχνε την απάντηση στα δέντρα.
«Αν θες να με παραδώσεις, κάντο· μόνο μη με ζαλίζεις!»
«Θα σε παρέδιδα, όμως δεν ξέρω πού».
«Χτες δεν στάθηκαν εδώ μερικοί δικοί σου;»
«Προχώρησαν στον Γράμμο. Εκεί είναι όλοι μαζεμένοι».
Ο Παρτιζάνος δεν απάντησε.
Έγειρε στο πλάι και προσπάθησε να σηκώσει το σώμα του λίγο πιο ψηλά. Ο πόνος τον έκανε να παρατήσει αμέσως την προσπάθεια.
«Πρόκειται να συμβεί μια μεγάλη μάχη επάνω αυτές τις μέρες. Λένε πως όπου να 'ναι τελειώνει ο πόλεμος».
«Ο πόλεμος θα τελειώσει όταν σας πετάξουμε στη θάλασσα μαζί με τους Εγγλέζους».
Ο Ζήσης χαμογέλασε.
«Καλά, ας δούμε τι θα σε κάνω τώρα», είπε και σηκώθηκε όρθιος.
Χρειάστηκε λιγότερο από μια ώρα για να φτιάξει ένα φορείο από κλαδιά και φύλλα. Έδεσε πάνω του τη χλαίνη του αντάρτη, για να το κάνει όσο πιο άνετο γινόταν, και σκέπασε τον Παρτιζάνο με τη δική του. Τώρα έμενε να βρει τρόπο για να τον ανεβάσει στο βράχο. Ο Παρτιζάνος επέμενε να τον μεταφέρει στο δικό του οχυρό, που ο τόπος είχε μικρότερη κλίση και θα μπορούσε να τον κουβαλήσει πιο εύκολα.
«Θα πρέπει να πηγαινοέρχομαι στα δύο φυλάκια όλη μέρα. Δεν έχω σκοπό να γίνω η καμαριέρα σου. Διάλεξε, ή μαζί μου ή σε παρατάω εδώ να ψοφήσεις», απάντησε ο Ζήσης. «Έχεις τίποτα σκοινιά ή αορτήρες;»
Απέναντι βρήκε δύο κομμάτια σπάγκο. Έβγαλε τα κορδόνια από τα άρβυλά τους, έσκισε τη φανέλα του σε κομμάτια και με όλα αυτά τον έδεσε πάνω στο φορείο. Για να το καταφέρει, χρειάστηκε κάμποση ώρα και πολλή προσπάθεια. Αφού τον σήκωσε όρθιο και με πρόσωπο στον βράχο, στερέωσε πάνω του το φορείο και το έδεσε στα πόδια, στα χέρια και στις πλάτες του.
Ύστερα δέθηκε κι εκείνος πάνω του, πλάτη με πλάτη. Δοκίμασε να περπατήσει. Το βάρος του αντάρτη τού έκοβε τα πόδια και στο παραμικρό κούνημα εκείνος ούρλιαζε και βλαστημούσε από τον πόνο. Είχε μόνο έναν τρόπο για να ανέβει: έπρεπε να σκαρφαλώσει στις κοφτερές πέτρες. Η σκάλα ήταν φτιαγμένη ίσα για να κρατά εκείνον και αν ανέβαινε φορτωμένος έναν άντρα τα κλαδιά θα έσπαγαν. Θυμήθηκε τις πρώτες μέρες του εδώ και τα πληγιασμένα χέρια του από το σκαρφάλωμα. Τώρα ήταν δέκα μήνες πιο γέρος -στην ψύχη του χρόνια ολόκληρα- πιο κουρασμένος, νηστικός και κουβαλούσε έναν εχθρό που σφάδαζε πάνω του από τους πόνους.
Έλεγξε τη σταθερότητα του φορείου πάνω του και έκανε λίγα βήματα. Τα πρώτα δύο μέτρα τού φάνηκαν βουνό ολόκληρο. Χρειάστηκε όλες του δυνάμεις, για να καταφέρει να ισορροπεί με το ένα πόδι φορτωμένος έναν άνδρα ογδόντα κιλά βαρύ, και μεγάλη ψυχραιμία για να μη δίνει σημασία στα βογκητά και στις κατάρες πίσω του. Υπέφεραν κι οι δύο μέχρι να καταφέρει να πιαστεί από την πρώτη πέτρα στην κορυφή του βράχου. Είχε περάσει πάνω από μία ώρα και το σκοτάδι είχε απλωθεί παντού, κάνοντας τον καθένα να νιώσει περισσότερο από πάντοτε το φόβο του θανάτου. Ένα μικρό παραπάτημα αρκούσε για να πέσουν πάνω στις πέτρες που φύτρωναν πέντε μέτρα κάτω. Εκείνη τη μία ώρα ο καθένας τους αισθάνθηκε για αδελφό τον άλλο, ο ένας από χρέος να τον σώσει, ο άλλος από χρέος να σωθεί. Ποτέ τους δεν εξομολογήθηκαν αυτές τις σκέψεις.
Τα πρώτα λεπτά πάνω στο βράχο τα πέρασαν ξαπλωμένοι στο πλάι, πλάτη με πλάτη, αναπνέοντας αχόρταγα. Ο Παρτιζάνος πονούσε σε κάθε ανάσα, όμως έκρυβε τον πόνο του προσποιούμενος πως βαριανάσαινε.
Ο Ζήσης έλυσε το φορείο από πάνω του και κατέβηκε. Επιδιόρθωσε πρόχειρα τη ζημιά στη σκάλα, μάζεψε τα πράγματά τους και ανέβηκε με αργές κινήσεις. Άναψε μια μεγάλη φωτιά κι άρχισε να γδέρνει το λαγό. Μέσα του ήταν μπερδεμένος, χαρούμενος που θα έτρωγε φρέσκο κρέας μετά από μέρες και ενοχλημένος για αυτήν την ατυχία που ανέτρεπε την ηρεμία του. Ο Παρτιζάνος είχε σηκωθεί από το φορείο και καθόταν με τα σκέλια ανοικτά μπροστά στη φωτιά, έχοντας για προσκέφαλο μια πέτρα, ανάσκελα και κοιτώντας τον ουρανό.
«Αν με βρουν εδώ οι δικοί σου, θα μας εκτελέσουν και τους δύο», είπε. Ο Ζήσης είχε τελειώσει με το πίσω μέρος και την κοιλιά και ανέβαινε με το μαχαίρι προς το κεφάλι. «Χαράκωσέ το στον σβέρκο και θα βγει ολόκληρο το τομάρι», πρόσθεσε ο αντάρτης.
«Πώς σε λένε;»
«Παρτιζάνο με φωνάζουν».
«Γιουγκοσλάβος είσαι;»
«Τι θες και ψάχνεις τώρα; Εσύ φώναζέ με Χρόνη».
«Λοιπόν Χρόνη, θα πρέπει να σου φτιάξω ένα νάρθηκα. Κάτι που θα σε κρατά σταθερό, μέχρι να θρέψει το πλευρό».
«Γιατρός είσαι;»
«Έχω δει να δένουν τραυματίες».
Έφαγαν αμίλητοι. Όταν το φεγγάρι έφτασε από πάνω τους, ο Ζήσης τον άφησε να κοιμάται και κατέβηκε στο δάσος. Μάζεψε όσα ξύλα θα χρειαζόταν για το νάρθηκα και ξάπλωσε αντικριστά του, με ένα όπλο σε κάθε χέρι. Κοιμήθηκε αμέσως, περασμένα μεσάνυχτα, διαλυμένος από την κούραση, σφίγγοντας το τουφέκι του ανάμεσα στα πόδια, μήπως και καταφέρει να σταματήσει το τρέμουλο που τον είχε πιάσει. Ξύπνησαν μαζί με το πρώτο φως της ημέρας.
Του πήρε κάμποσες ώρες μέχρι να προσαρμόσει τα κλαδιά πάνω στα πλευρά του αντάρτη, έτσι ώστε να βοηθούν τις κινήσεις του και να περιορίζουν τον πόνο. Τώρα ο Παρτιζάνος μπορούσε να αλλάζει πλευρό ξαπλωμένος και να χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι για να κάνει μικρές κινήσεις, να ανεβοκατεβάζει το τσιμπούκι στο στόμα, να το ανάβει, να κρατά την κούπα του. Μέρα με τη μέρα η κατάστασή του γινόταν όλο και πιο σταθερή, μπορούσε να σηκώνεται σιγά σιγά και να περπατά τα έξι μέτρα επί δέκα πάνω στον βράχο. Για να κατέβει από τη σκάλα δε γινόταν ούτε λόγος. Ο Ζήσης είχε αναλάβει όλες τις δουλειές. Είχε μεταφέρει τα πράγματα του αντάρτη από το ένα οχυρό στο άλλο, κατέβαινε δύο φορές την ημέρα για ξύλα και νερό στο δάσος και, με τις οδηγίες του εχθρού του, μπορούσε να ανιχνεύει τα χνάρια των ζώων στο χώμα και να τα ξετρυπώνει. Τώρα έτρωγαν σχεδόν κάθε μέρα κρέας.
Έτσι πέρασαν σαράντα δύο ημέρες. Η συμβίωσή τους ήταν μια σιωπηλή συμφωνία να επιβιώσουν ο ένας πλάι στον άλλο. Το Εθνικό Μίσος και ο Διχασμός χάθηκαν από τις συζητήσεις τους και σιγά σιγά και από τις συνειδήσεις τους. Τις ώρες του μεσημεριού, που ο ήλιος πύρωνε τον τόπο, και τις ατέλειωτες κάθε νύχτας μοιράζονταν ο καθένας τη ζωή του, τις σκέψεις του, όλα όσα είχε πονέσει κι είχε πεθυμήσει, το μέρος του, τους ανθρώπους που 'χε αφήσει πίσω, τα όνειρα που τον περίμεναν ξεθωριασμένα να τα αναγνωρίσει και να τα βάλει μπρος. Δεν έβλεπαν άνθρωπο και δεν νοιάζονταν πια αν θα τους έβλεπε κανένας. Τους ενδιέφερε ο πόλεμος, μόνο εφόσον είχε φτάσει οριστικά στη λήξη του. Αυτό ήταν το κύριο θέμα τους γύρω από τη φωτιά τις τελευταίες νύχτες του Σεπτέμβρη. Ο Παρτιζάνος μιλούσε περισσότερο, πολλές φορές για δύο, κι ήταν σίγουρος πως οι δικοί του είχαν κερδίσει -αν όχι, τότε πως σίγουρα αντιστέκονταν- όμως την ερημιά και τη σιωπή που απλώνονταν γύρω τους για μέρες, δεν μπορούσε να τις εξηγήσει. Ο Ζήσης τον άκουγε αμίλητος. Δεν είχε λόγο πια, ούτε την όρεξη για να διαφωνήσει για την έκβαση του πολέμου. Απάντησε με αυτό που φοβόταν περισσότερο απ’ όλα.
«Μας έχουν ξεχάσει και τους δύο».
Ο Παρτιζάνος τον κοίταξε θυμωμένος. «Πώς σου 'ρθε αυτό τώρα; Αν μας ξέχασαν, πάει να πει πως ο πόλεμος τέλειωσε. Κάποιος θα περνούσε από δω, αγωγιάτης, έμπορος, ληστής... Κάποιος!»
«Ο πόλεμος μπορεί να μην έχει τελειώσει. Ίσως έχει μεταφερθεί αλλού, στην Πελοπόννησο, στην Αθήνα. Εμείς πάντως τους είμαστε άχρηστοι, αυτό ξέρω να πω».
«Και δεν θα πέρναγε ούτε άνθρωπος από δω τόσον καιρό; Κι αν ο πόλεμος γίνεται στα χωριά, στην Ήπειρο; Αν έχουν ξεκληριστεί όλοι;»
Ο Ζήσης δεν απάντησε. Θυμόταν μια συζήτηση τις πρώτες μέρες του Εμφυλίου, ένα βράδυ σε μια περίπολο έξω από την Άρτα, για τον Ισπανικό Εμφύλιο, τα θύματά του και πόσο βάστηξε μέχρι να ερημώσει μια χώρα δέκα φορές σαν την Ελλάδα.
Ο χειμώνας μπήκε απότομα και τους βρήκε απροετοίμαστους στα τέλη του Οκτώβρη. Έμεναν ακόμα στο φυλάκιο του Ζήση, ο Παρτιζάνος μπορούσε να κατεβαίνει τη σκάλα σιγά σιγά κι έτσι βοηθούσε κάπως στις δουλειές. Τη μισή μέρα κυνηγούσαν και την υπόλοιπη μάζευαν ξύλα. Οι πόνοι στα πλευρά είχαν υποχωρήσει, όμως όχι τόσο ώστε να του επιτρέπουν να περπατήσει τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν από τα χωριά του Μετσόβου. Τα ξύλα μαζεύονταν λίγα λίγα κι ήταν αμφίβολο αν ο σωρός που υπήρχε στη ρίζα του βράχου έφτανε για μισό μήνα. Στο κυνήγι τα πήγαιναν καλύτερα και κάθε μέρα γύριζαν στο Πέρασμα με κάποιο θήραμα. Ο πρώτος χιονιάς κράτησε δύο ημέρες και έντυσε τα βουνά της Πίνδου λευκά για μια εβδομάδα. Μια δυνατή καταιγίδα κι ένας νοτιάς που ξερίζωνε δέντρα έλιωσαν το χιόνι όσο γρήγορα είχε πέσει.
Τη δεύτερη εβδομάδα του Νοέμβρη σταμάτησαν να πηγαίνουν στο δάσος. Σκέπασαν τον σωρό των ξύλων με κλαδιά από έλατα και βελανιδιές, ελπίζοντας πως κάποιος από τους δυο στρατούς, ο νικητής ίσως, θα έστελνε μια ομάδα για να τους περιμαζέψει. Ο καιρός αγρίευε μέρα με τη μέρα και το μόνο θετικό σε αυτό ήταν πως μπορούσαν να συντηρούν τα κυνήγια τους μέσα σε λάκκους, τους οποίους είχαν γεμίσει με χιόνι που μάζεψαν από τη ρεματιά.
Τώρα έμενε να βελτιώσουν το κατάλυμά τους και να κάνουν τα κρεβάτια τους όσο πιο στεγανά μπορούσαν, κάτι που δεν τους είχε απασχολήσει ολόκληρη την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Πλάτυναν το όρυγμα κι έσκαψαν περισσότερο στα πλαϊνά τοιχώματα, δημιουργώντας δύο φαρδιές εσοχές, που η κάθε μία χωρούσε ξαπλωμένο έναν άντρα. Βάθυναν το λάκκο που υπήρχε ανάμεσά τους, έτσι ώστε το χαράκωμα κατέβηκε πέντε μέτρα κάτω από τη γη. Μόνο μετά από εβδομάδες συνεχούς βροχής θα μπορούσε να ανέβει το νερό ως τα ψηλότερα σημεία των τοιχωμάτων και να καταστρέψει τα κρεβάτια τους. Δούλευαν ασταμάτητα όλη την ημέρα και με αυτόν τον τρόπο κρατούσαν τη σκέψη τους απασχολημένη, μακριά από τους φόβους τους, αφού κόντευε του Αγίου Νικολάου και δεν είχαν δει άνθρωπο ακόμα.
Την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα ο Παρτιζάνος αισθανόταν σχεδόν όπως πρώτα. Δεν μπορούσε να κουβαλήσει μεγάλο βάρος, ούτε να βάλει όση δύναμη ήθελε στα χέρια, όμως περπατούσε όπως πριν, με το άτσαλο βάδισμά του, αγέρωχος και με τους ώμους όρθιους. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάρει ένα ρίσκο: θα ακολουθούσε το δρόμο του Περάσματος προς τα δυτικά και θα σταματούσε στο πρώτο χωριό που θα συναντούσε. Εκεί θα μάθαινε τι είχε γίνει και θα γύριζε να τον ειδοποιήσει. Ο Ζήσης δέχτηκε την πρόταση με επιφύλαξη. Ο χειμώνας έσφιγγε γύρω τους για τα καλά. Ο σύντροφός του είχε δυναμώσει, όμως δεν ήταν σίγουρος αν θα άντεχε ένα τέτοιο ταξίδι.
Υπολόγισε δέκα με δώδεκα ώρες περπάτημα δίχως στάση μέχρι τα κάτω χωριά. Τόσο θα έκανε κάποιος που δεν πονούσε και σε εποχή άνοιξης ή καλοκαιριού. Ο Παρτιζάνος θα χρειαζόταν να σταματά συνέχεια, θα χρειαζόταν προμήθειες τις οποίες δεν μπορούσε να κουβαλήσει για τόσο δρόμο. Ο Παρτιζάνος πρότεινε να φύγουν μαζί, όμως ο Ζήσης αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του. Αν τύχαινε να περάσουν τίποτα δικοί του και ανέφεραν πως το Πέρασμα ήταν αφύλακτο, τον περίμενε στρατοδικείο και εκτέλεση.
Τελικά υποχώρησε και δέχτηκε να αφήσει εκείνον να προσπαθήσει. Είχε κουραστεί κι ο ίδιος, κι όχι μόνο από τις στερήσεις και τις κακουχίες του βουνού. Είχε κουραστεί να περιμένει και να μην έρχεται κανείς. Έπρεπε να μάθουν τι είχε συμβεί. Για μια στιγμή σκέφτηκε να προτείνει να πάει ο ίδιος, όμως του κακοφάνηκε να δείξει πως δεν εμπιστεύεται τον σύντροφό του μετά από όσα είχαν περάσει. Πριν φύγει του έδωσε το όπλο του και τις δύο τελευταίες σφαίρες. Ήταν 22 Δεκεμβρίου.
Ο Παρτιζάνος άργησε να ξεκινήσει, καθώς προέκυψε μια διαφωνία που κανένας από τους δύο δεν είχε προβλέψει. Έπρεπε να αποφασίσουν τι θα φορούσε. Αρνιόταν να βάλει τη στολή του Κυβερνητικού Στρατού που φορούσε ο Ζήσης, όμως στο τέλος υποχώρησε και πείστηκε από το επιχείρημά του: άσχετα με την έκβαση του πολέμου, στις πόλεις και στα χωριά κουμάντο έκαναν οι Κυβερνητικοί. Ήταν πιο ασφαλές να φορά τη στολή τους, κι ας συναντούσε αντάρτες στον δρόμο του. Εκείνος μπορούσε να τους πείσει για το ποιος ήταν, να τους πει πρόσωπα και μυστικά του Αντάρτικου, που μόνο όποιος είχε πολεμήσει δίπλα τους γνώριζε.
Άλλαξαν φορεσιές και γέλασαν ο ένας με τον άλλον. Είχαν πολεμήσει ως αντίπαλοι, είχαν γνωριστεί ως εχθροί, είχαν γυρίσει την πλάτη στο μίσος που τους χώριζε και τώρα το περιγελούσαν. Χαιρετήθηκαν στρατιωτικά και ο Παρτιζάνος απομακρύνθηκε με βηματισμό, κοιτώντας κάθε τόσο πίσω του τον άνδρα με τα αντάρτικα, που του χαμογελούσε από την κορυφή του βράχου.
Έφτασε στο πρώτο χωριό την επόμενη ημέρα, κατάκοπος και με ένα φρικτό πόνο στο στήθος. Ο παγωμένος αέρας δυσκόλευε την αναπνοή του και τα πλευρά του υπέφεραν από το περπάτημα. Το χωριό έδειχνε ερημωμένο, αν και οι καμινάδες των σπιτιών κάπνιζαν. Συνάντησε όλους κι όλους δύο γέρους, μα δεν μπόρεσε να μάθει κάτι. Ο ένας τους έδειχνε να τα 'χει χαμένα και ευγνωμονούσε συνεχώς τους Σοβιετικούς για το στραπάτσο του Χίτλερ στο Στάλινγκραντ. Ο δεύτερος τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και σταυροκοπιόταν. Ο Παρτιζάνος κατάλαβε τον λόγο, όταν αντίκρισε το είδωλό του στο παράθυρο ενός σπιτιού. Τα ρούχα του έδειχναν δύο νούμερα μικρότερα και το πρόσωπό του είχε αγριέψει τόσο, που δεν το αναγνώριζε ούτε ο ίδιος. Τα γένια του είχαν φτάσει ως το στήθος κι η έκφρασή του θύμιζε άνθρωπο της προϊστορικής περιόδου. Ήταν ένα αγρίμι που περπατούσε στα δυο του πόδια, ένα πλάσμα που ερχόταν από άγνωστη γη, έξω από τον πολιτισμό, μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων.
Υπολόγισε την ώρα μέχρι τη δύση. Αν κατέβαινε το βουνό προς το νότο, θα συναντούσε τη μεγάλη δημοσιά για την Άρτα. Ακόμα κι αν δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί, ήταν σίγουρος πως όλο και κάποιο άλλο χωριό θα συναντούσε. Δύο ώρες αργότερα είδε από μακριά ένα μεγάλο χωριό, κτισμένο στη μέση μιας πλαγιάς. Με το μάτι υπολόγισε πως εκεί θα ζούσαν ίσαμε δύο χιλιάδες ψυχές. Ανέβαλε τη χαρά του για αργότερα κι έσφιξε τα δόντια. Τώρα πια κούτσαινε, όμως
έπρεπε να βιαστεί για να μην τον βρει το σκοτάδι.
Μέχρι να φτάσει στο πρώτο καφενείο, είχε ήδη σκαρώσει στο μυαλό του την ιστορία που θα έλεγε: γύριζε με τα πόδια από την Αλβανία, μετά από πέντε χρόνια κι αφού είχε γλιτώσει από τα δόντια του Χάρου. Τον είχε φροντίσει μια οικογένεια Βορειοηπειρωτών και πέρασε πολλά μέχρι να καταφέρει να ξεφύγει από τους Αλβανούς και τους Κομιτατζήδες και να περάσει στα ελληνικά εδάφη.
Οι περισσότεροι στο καφενείο τον κοιτούσαν σαν να έβλεπαν στοιχειό του δάσους. Δεν πίστεψαν την ιστορία του, όμως απέφυγαν να το δείξουν. Κοιμήθηκε στο σπίτι του παπά και το επόμενο πρωί ξύπνησε με τα χαρμόσυνα νέα που του μετέφερε ο οικοδεσπότης του κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν σποραδικά σε κάποια μέρη της χώρας, όμως ήταν θέμα χρόνου να σταματήσουν και αυτές. Το Αντάρτικο είχε διαλυθεί. Μπορούσε να γυρίσει πια στον κόσμο. Ήταν ελεύθερος κι είχε κατορθώσει να μείνει ζωντανός. Έπρεπε μόνο να γυρίσει πίσω και να πάρει τον φίλο του.
Στο μεταξύ τα νέα για τον τελευταίο πολεμιστή της Αλβανίας είχαν διαδοθεί σε όλο το χωριό. Στο σπίτι του παπά εμφανίστηκε μια ομάδα ανδρών, που ήθελαν να γνωρίσουν τον ξένο. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας παλιός συμπολεμιστής του αντάρτη. Ο άνδρας τον αναγνώρισε, μόλις εκείνος βγήκε από το δωμάτιο, φρέσκος και ξυρισμένος όπως τις μέρες της πρώτης νιότης του. Η στολή του Κυβερνητικού Στρατού τον έκανε να πιστέψει πως ο Παρτιζάνος είχε προδώσει το Αντάρτικο κι είχε πάει με τον εχθρό για να σωθεί. Κρύφτηκε πίσω από τους άλλους, για να μην τον δει, και τον ακολούθησε στο δρόμο του γυρισμού. Κόβοντας δρόμο, βγήκε μπροστά του σε μια ερημιά και τον πυροβόλησε καβάλα στο άλογο. Το πτώμα του το πέταξε στη χαράδρα. Αυτή ήταν στο μυαλό του η πληρωμή που έπρεπε σε κάθε προδότη.
Ο Γενάρης κόντευε να τελειώσει και ο Ζήσης αρνιόταν να δεχτεί αυτό που του επέβαλλε η λογική του. Είχε περάσει ένας μήνας κι ο Παρτιζάνος δεν είχε επιστρέψει. Δεν ήθελε να πιστέψει πως του είχε συμβεί κάτι άσχημο, όποτε απέμενε μόνο μία εξήγηση: ο σύντροφός του τον είχε ξεχάσει. Ήταν εντελώς μόνος πια κι έπρεπε να σκεφτεί πως θα ξέφευγε από την ερημιά της Πίνδου.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό μέρα και νύχτα και το φυλάκιο είχε κυκλωθεί από ένα λευκό τείχος. Πάσχιζε να διατηρεί αναμμένη τη φωτιά, το μόνο σύντροφο που τον κρατούσε στη ζωή. Όμως για πόσο ακόμα; Η υγρασία είχε ποτίσει τα ξύλα, οι σφαίρες τού είχαν τελειώσει, δεν υπήρχε τίποτε για να φάει και αισθανόταν τυχερός όταν κατόρθωνε να ανακαλύψει κάποιο κουκουνάρι που είχε απομείνει χλωρό μέσα στο χιόνι και έτρωγε τους σπόρους του. Η εξάντληση τον εμπόδιζε να ανεβαίνει και κατεβαίνει τη σκάλα όποτε το ήθελε. Έπρεπε να κάνει οικονομία και στις δυνάμεις του και παράλληλα να φυλάγεται από τους λύκους, που είχαν αρχίσει να γυροφέρνουν το οχυρό εδώ και μέρες.
Η αδυναμία τον έκανε να παραπατά πάνω στο παχύ λευκό στρώμα. Τα πόδια του ήταν διαρκώς παγωμένα και πονούσε φρικτά στα πέλματα. Ένιωθε το αίμα να σταματά στα γόνατα και να μην κατεβαίνει παρακάτω, τα πόδια του, ξένα σώματα πια, να μην τον υπακούν. Όφειλε να κάνει κάτι, όφειλε να προσπαθήσει να γλιτώσει, να το κάνει για τον ίδιο, για όσα είχε περάσει και υποφέρει. Δε γινόταν τόσα χρόνια, τόσα μαρτύρια και τόσος πόνος να πήγαιναν στράφι. Δε γινόταν να πεθάνει έτσι, δεν το δεχόταν.
Ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, πρωί πρωί, πήρε το σακίδιό του και ξεκίνησε. Πήρε το δρόμο που είχε τραβήξει ο σύντροφός του πριν σαράντα ημέρες. Περπάτησε για ώρες και ώρες -τουλάχιστον τόσος του φάνηκε ο χρόνος μέχρι το μεσημέρι- δίχως να μπορεί να καταλάβει αν πήγαινε δυτικά ή προς τον νότο. Ο αέρας αγρίευε, του θόλωνε τα μάτια, και η ανάσα του βάραινε σαν τα βήματά του. Βρήκε μια κατηφόρα και την κατέβηκε κουτρουβαλώντας στο χιόνι.
Σταμάτησε στην άκρη ενός δρόμου, που έμοιαζε μεγαλύτερος από το μονοπάτι που είχε ακολουθήσει. Πάνω στο χιόνι μπορούσε να διακρίνει ίχνη από πέταλα και από ρόδες αυτοκινήτου. Ήταν σημάδια ελπίδας, που τον έκαναν να ευχηθεί να έχει φτάσει στον δρόμο που ένωνε τα Ιωάννινα με την Άρτα. Αυτή η σκέψη τον έκανε να σηκωθεί και να συνεχίσει.
Περπάτησε για όσες ώρες απέμεναν μέχρι να σκοτεινιάσει. Ο αέρας αγρίευε, στοιχειό κανονικό που σήκωνε βουνά, κατεβάζοντας τούφες το χιόνι. Τα μάτια του είχαν παγώσει, έβλεπε πια μέσα από δυο χαραμάδες, τα χείλη του έτρεμαν και μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, έτοιμη να πεταχτεί μέσα από το στήθος. Η εξάντληση, η πείνα, ο πόνος και η τελευταία ελπίδα που φλόγιζαν το κορμί του από μέσα, το κρύο που το μαστίγωνε απ’ έξω, η μοναξιά, η απελπισία, βλέποντας το σούρουπο να δίνει τη θέση του στο σκοτάδι, όλα μαζί κατάφεραν να τον νικήσουν και να τον ρίξουν διαλυμένο στην άκρη του δρόμου. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε το τέλος.
Ο ήχος της μηχανής πίσω του τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Ήταν αληθινό ό,τι άκουγε ή η πείνα και η απόγνωση τού έπαιζαν κάποιο παιχνίδι; Το φορτηγό σταμάτησε μπροστά του με τους προβολείς αναμμένους. Στο φως τους είδε δύο άνδρες με στολές του Κυβερνητικού Στρατού να πλησιάζουν. Άνοιξε τα μάτια και με τις τελευταίες δυνάμεις του μπόρεσε να σηκωθεί στα γόνατα και να χαμογελάσει. Η ζωή τον καρτερούσε να γυρίσει πίσω, ναι, έβλεπε το χέρι του ενός να απλώνεται και να τον χαϊδεύει. Ο άνδρας τίναξε το χιόνι από την επωμίδα. Τα λόγια του τον χτύπησαν σαν κεραυνός.
«Τι κάνεις εδώ ρε κομμούνι;»
Στην αρχή δεν κατάλαβε, φαντάστηκε πως ζούσε μια κακή παραίσθηση. Ο άνδρας σήκωσε το τουφέκι και τον χτύπησε στον ώμο και στο στομάχι. Διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο. Το χτύπημα σαν να τον ξύπνησε και τον έκανε να καταλάβει: φορούσε τη στολή του Παρτιζάνου και τον είχαν περάσει για αντάρτη. Σήκωσε το χέρι και προσπάθησε να βρει λόγια για να τους εξηγήσει. Τον πρόλαβε η φωνή του άλλου.
«Τι θα τον κάνουμε;»
«Σκότωσέ το το καθίκι, ένας λιγότερος», απάντησε ο πρώτος.
Πριν ακούσει τον ήχο του κλείστρου, πρόλαβε να θυμηθεί τα λόγια του συντρόφου του το βράδυ που είχαν διαφωνήσει για την έκβαση του πολέμου.
«Τι σημασία έχει ποιος κέρδισε; Ο εμφύλιος σε σκοτώνει από όποια πλευρά κι αν γείρεις», του είχε πει τότε. Τώρα τον έβλεπε να τον κοιτά από ψηλά και να του γνέφει να έλθει, χωρίς στολή, με τα ρούχα του χωριάτη, καβάλα σε άλογο, σωστός Αϊ-Γιώργης.
Copyright © Νίκος Γκίκας All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Δανιήλ Δανιήλ (κατά κόσμον Δανιήλ Αλεξάνδρου)
[1] άμπουλα: χωρίς μέτρο