Γιατί γράφετε;
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ: Για να καταπραΰνω το άλγος του νόστου για τον πολύπαθο γενέθλιο τόπο μου. Για να μπορώ να περπατώ όρθιος. Για να αναπνέω. Γράφω για το σπίτι μου από το οποίο μας έδιωξαν βίαια οι Τούρκοι εισβολείς, γράφω για τη μάνα του αγνοούμενου, για τον πρόσφυγα, για τον βαριά τραυματισμένο στρατιώτη στον Πενταδάκτυλο από τις βόμβες ναπάλμ, για τα βάναυσα βασανιστήρια ενός αιχμάλωτου από τον βάρβαρο Αττίλα. Γράφω για το δεκατριών μηνών κοριτσάκι, που έγλειφε τα αίματα στο στήθος της σκοτωμένης του μάνας. Γράφω για το άδικο και την οδύνη της απώλειας. Γράφω για να «σώσω» το σπίτι και τον τόπο μου. Δεν θα μπορούσα να αφήσω εκτός την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του καθενός μας: κάνω βουτιά στα παιδικά μου χρόνια. Το κυρίαρχο στοιχείο, φυσικά, είναι το συναίσθημα, γιατί, απλώς, το συναίσθημα είναι το ζητούμενο σε κάθε έργο Τέχνης. Χωρίς τη συγκίνηση δεν μπορείς να κρατήσεις κανέναν αναγνώστη. Αυτό, λοιπόν, είναι που με ωθεί να γράφω: η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του.
Γιατί επιλέξατε την έκφραση μέσα από την ποίηση;
Ν.Ν.Χ.: Θα έλεγα ότι η ποίηση με επέλεξε ή καλύτερα με επισκέφτηκε. Στην αρχή ζωγράφιζα, έκανα ατομικές εκθέσεις και συμμετείχα σε πολλές ομαδικές στην Αθήνα και στην Κύπρο. Όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, έβλεπα δυο τρεις εκθέσεις κάθε μέρα, συνομιλούσα με τους ζωγράφους, και μετά έτρεχα στο σπίτι, καταβρόχθιζα τον «Ζυγό» και ζωγράφιζα μέχρι τα ξημερώματα. Ήταν ένας πραγματικός έρωτας, μετά όμως, όταν υπό κάποιες συνθήκες, δημοσιεύτηκε το πρώτο μου διήγημα και είχα πολύ καλές κριτικές, συνέχισα να γράφω διηγήματα. Αυτό που με ενθουσίαζε ήταν η διαφορετική ματιά που έβλεπα πια τα πράγματα, τον κόσμο: ενώ η ζωγραφική πολλές φορές χρειάζεται τον λόγο, ο λόγος δεν χρειάζεται ποτέ τη ζωγραφική. Το ίδιο συνέβη και με την ποίηση.
Όταν έδωσα το πρώτο ποιητικό μου βιβλίο, τη συλλογή «Διθαλάσσου», πάλι ένιωσα ότι με τους λίγους στίχους μου έλεγα πολύ περισσότερα. Διάβαζα, βέβαια, πολλή ποίηση και αυτό ίσως με επηρέασε. Έγραψα, λοιπόν, και πεζά και ποίηση. Και με τα δύο είδη γραπτού λόγου έχω εκφράσει αυτό που ήθελα να μεταδώσω στους αναγνώστες μου με την ίδια ευκολία. Δεν έχει σημασία αν η ποίηση συμπυκνώνει τον λόγο και το πεζό προσλαμβάνεται από τον αναγνώστη, ίσως, ευκολότερα. Σημασία έχει αν κατόρθωσα να συγκινήσω τους αναγνώστες μου, γιατί, όπως είπα πιο πάνω, αυτό είναι το ζητούμενο στην Τέχνη: η συγκίνηση.
Τι πυροδοτεί την έμπνευση;
Ν.Ν.Χ.: Γράφω σχεδόν αποκλειστικά για τον τόπο μου, τους ανθρώπους του, τη γλώσσα μου: αυτό δηλαδή, που με μια λέξη λέμε πατρίδα. Και επειδή η κατοχή της μισής μας πατρίδας συνεχίζεται, αυτό από μόνο του είναι μια συνεχής πρόκληση για να γράφουμε. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα: πόσο εύκολο είναι, μια έμπνευση που μας έρχεται ουρανοκατέβατη, να την εκφράσουμε στο χαρτί γιατί μεταξύ έμπνευσης και υλοποίησής της «χάος μέγα». Η έμπνευση αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό σε ένα έργο τέχνης. Ίσως μόνο το 2%. Το υπόλοιπο 98% επιτυγχάνεται με σκληρή εργασία. Γράφουμε και ξαναγράφουμε τα κείμενά μας μέχρι να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα και πολλές φορές η προσπάθεια εγκαταλείπεται, ακριβώς από την αδυναμία μας να αναπτύξουμε την έμπνευσή μας στο χαρτί. Δουλειά και μόνο δουλειά, λοιπόν!
Υπάρχει κάποιο κείμενό σας που κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας; Κάποιο που να είναι περισσότερο αγαπημένο σας, και γιατί;
Ν.Ν.Χ.: Λένε πως αγαπάμε όλα τα έργα μας όπως αγαπάμε και τα παιδιά μας, επειδή όμως, τα έργα μας είναι πνευματικά παιδιά μας, δικαιούμαστε, νομίζω, να ξεχωρίζουμε κάποια από αυτά.
Θα ξεχώριζα, λοιπόν, από τα ποιήματά μου «Το πηγάδι» και από τα πεζά μου το διήγημα «Η πόλη όλη». Το πρώτο είναι από τη συλλογή μου «Πικρόλιθος» και είναι γραμμένο για έναν φίλο συγχωριανό μου, έναν στρατιώτη, που υπερασπίστηκε την πατρίδα του και έπεσε μαχόμενος το 1974. Οι τελευταίες του στιγμές. Συγκλονίστηκα όταν έμαθα ότι τα οστά του, μαζί με τα οστά πολλών άλλων στρατιωτών βρέθηκαν σε ένα πηγάδι πριν από λίγα χρόνια.
Το δεύτερο είναι ένα διήγημα από τη συλλογή μου «Φυσορρόος»: η περιγραφή της ζωής στην Αμμόχωστο –την πόλη φάντασμα– στις καλές, ευτυχισμένες μέρες, μέσα από τα μάτια ενός παπαγάλου, ο οποίος ζούσε εκεί, και ο οποίος συνεχίζει να περιγράφει μέρα τη μέρα την καταστροφική της πορεία προς τη φθορά μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Το διήγημα αυτό, πρωτοδημοσιεύτηκε σε μια συλλογή μου πριν από εφτά χρόνια –μπορεί να το βρει κάποιος στο προσωπικό μου ιστολόγιο αλλά και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης– και έχει διαβαστεί από χιλιάδες αναγνώστες, ακόμα και Τούρκους. Λαμβάνω κάθε τόσο δεκάδες συγκινητικά μηνύματα. Ιδιαίτερα αυτές τις μέρες, πάλι κοινοποιείται ευρέως, γιατί οι Τούρκοι στον ίδιο τον χώρο, στο βασίλειο όπου ζούσε ο παπαγάλος-ψυχή μας, στον μικρό κήπο της πόλης, έστησαν περίπτερο για… «τσάι» και σε λίγες μέρες, στις 20 Ιουλίου, δηλαδή στην επέτειο της βάρβαρης εισβολής, εκεί ακριβώς, ο Ερντογάν θα πανηγυρίζει μαζί με εκατοντάδες έποικους την… «ειρηνική επιχείρηση του Αττίλα», που άφησε χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους, και δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά Αρχή στον κόσμο για να τον βάλει στη θέση του. Αυτά τα δύο κείμενά μου θα αφιέρωνα στους αναγνώστες.
Ποιο είναι το σχόλιό σας για την ποίηση και τη λογοτεχνία εν τω συνόλω στις μέρες μας;
Ν.Ν.Χ.: Πολύ συχνά, φτάνουν με το ταχυδρομείο στα χέρια μου βιβλία∙ τα πιο πολλά ποιητικά, λίγα διηγήματα και σπάνια, μυθιστορήματα. Καλοδεχούμενα όλα, προσπαθώ να τα διαβάζω αν και τις πιο πολλές φορές με καθυστέρηση κι έτσι αργοπορώ να απαντήσω. Παράλληλα ενημερώνομαι για τα νέα βιβλία, που κυκλοφορούν –ευτυχώς έχουμε καλά βιβλιοπωλεία στη Λευκωσία, και ευτυχώς οι εφημερίδες του Σαββατοκύριακου, ελλαδικές κυρίως, δίνουν πολλή πληροφόρηση. Τέλος έχουμε και το διαδίκτυο και τα τόσα καλά ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά, που παρουσιάζουν και στηρίζουν κριτικά τα βιβλία, αν και δεν θυμάμαι πότε διάβασα αρνητική κριτική∙ όλα είναι αριστουργήματα! Από ποσότητα, λοιπόν, πάμε περίφημα. Θα έλεγα ότι και εκδοτικά γίνονται πολύ ωραία βιβλία∙ η τεχνολογία συμβάλλει σ' αυτό. Έτσι υπάρχουν νέοι ποιητές που έχουν δέκα και περισσότερες ποιητικές συλλογές!
Το κρίσιμο ερώτημα όμως, είναι πόσα από τα βιβλία αυτά έχουν ποιότητα ή έχουν τη δυνατότητα να επιζήσουν στον χρόνο. Το συμπέρασμά μου είναι ότι, δυστυχώς, λίγα θα επιζήσουν. Ρώτησα αναγνωρισμένους ποιητές και άλλους: έχουν όλοι την ίδια γνώμη.
Διαβάζουμε ποιήματα τόσο δυσνόητα που δεν αξίζει τον κόπο να θυσιάζουμε τόσο χρόνο γι’ αυτά. Θα μου πείτε πως η ποίηση αν ερμηνευόταν με την πρώτη ανάγνωση δεν θα ήταν ποίηση. Συμφωνώ αλλά όταν επιμένουμε στη λεξιθηρία τότε χάνεται η δροσιά του στίχου, η συγκίνηση. Στα πεζά, νομίζω τα πράγματα είναι καλύτερα, χωρίς να παραγνωρίζω ότι τόσο στην ποίηση όσο και στα πεζά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Και κάτι τελευταίο: τα βιβλία πρέπει να αγοράζονται. Ή καλύτερα να επιλέγονται, γιατί έτσι μόνο θα γλυτώσουμε από την ποσότητα και, κυρίως, θα αποφεύγεται το αλληλολιβάνισμα και η αχρείαστη αυτοπροβολή και διαφήμιση της ασημαντότητάς μας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Το Πηγάδι
μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας * της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσεΤέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώΤέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμοσώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; * γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδιΕρίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβείΤζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίνΤραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόνΕν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόνήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός * καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισεΝα πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθείΓιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδείτο χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.
Σημείωση Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ: Αναφορά στον ομοχώριό μου Παναγιώτη Φωτίου. Το 1974 υπηρετούσε τη θητεία του και πολέμησε τους Τούρκους στην περιοχή της Αμμοχώστου. Τα οστά του βρέθηκαν μαζί με τα οστά άλλων στρατιωτών σε πηγάδι στο χωριό Αγιά, ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA και τάφηκαν στη Λάρνακα.
Περισσότερα: Φυσορρόος