Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ισμήνη Ζαγοραίου: Αυτό που ωθεί ίσως κάθε συγγραφέα είναι η συσσώρευση στο μυαλό του λέξεων, εικόνων και κόσμων, δεμένων με το ρεαλισμό και τη φαντασία, που έρχονται σαν κύμα που σκάει στο χαρτί. Για το συγκεκριμένο βιβλίο είχα το υλικό των διηγημάτων ακατέργαστο μέσα μου, σαν αμοντάριστη ταινία, τους ήρωες μισοζώντανους εδώ και χρόνια να σουλατσάρουν άεργοι στο μυαλό μου και βρήκα ένα κοινό κουμπί να τους ράψω σε 15 διηγήματα με κοινό παρονομαστή το «Μισοτιμής», μια έννοια που στις μέρες μας κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων υπόγεια αλλά πλήρως σε ανάπτυξη, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Η ουσία της εκμετάλλευσης, της αδικίας, της χειραγώγησης αλλά και αυτή της υποτίμησης και της εξαργύρωσης ακόμα και των συναισθημάτων, με απασχολεί καθ' ολοκληρίαν σχεδόν και στα δύο πονήματά μου. Εδώ, στο Μισοτιμής, βρίσκει την ευκαιρία της έκφρασης μέσα από την αφήγηση χωρίς να απαντά κατ' ανάγκην σε από μηχανής λύσεις.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ι.Ζ.: Η λέξη θα ήταν αποτίμηση. Μια λέξη τελεσίδικη, σχεδόν αμετάκλητη. Άπαξ και κάτι μπαίνει στη διαδικασία της αποτίμησης, φεύγει από πάνω μας και το ηθικό βάρος της αξίας του.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ι.Ζ.: Θα τον προέτρεπα να θέσει ερωτήματα στον εαυτό του στο κατά πόσο άφησε πίσω του σαν δεύτερο δέρμα εκείνα που τον πόνεσαν, ή αν τα κουβαλάει επάνω του ακόμα ως γραμμάτια, και θα τον συμβούλευα να τα ξεπληρώσει για να ελευθερωθεί.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ι.Ζ.: Θα πηγαίναμε σε κάποια χώρα του Ισημερινού ώστε να απέχει από τους δύο πόλους, τα δύο άκρα, ίση απόσταση. Να είναι στο κέντρο ενός νοητού κύκλου όπου το σκοτάδι έχει ίδιο μερίδιο με το φως. Το ταξίδι ίσως κρατούσε όσο και τα χρόνια μιας παιδικής ηλικίας που καμιά φορά κι αυτή δεν διαρκεί παρά ελάχιστες ανάσες.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Ι.Ζ.:
Μπήκα στη μικρή κουζίνα. Άνοιξα τη βρύση πάνω απ' το βρόμικο νεροχύτη κι ακούστηκε ένας θόρυβος σαν βήχας δυνατός από γίγαντα, που κοιμόταν και ξύπνησε από πνιγμό μεγάλο. Και μετά, σιωπή και μετά κοτρόνες αόρατες κατέβασαν έναν χείμαρρο καφέ και άσπρο που μου έβρεξε τα ρούχα, το πρόσωπο, τα μαλλιά. Έχωσα το στόμα μου κάτω απ' τη βρύση και ήπια νερό ανάκατο με χώμα, νερό κρύο και ζεστό μαζί, άνοιξα το στόμα και κατάπια λυγμούς, πυρετούς και γέλια, ήπια νερό καθαρό και ξέπλυνα την ντροπή μέσα μου σε κοίτη από φλέβες πεθαμένες, που φούσκωσαν και βλάστησαν σε πρόσκαιρη ανάσταση. Ήπια νερό και έφυγα απ το σπίτι μου, χορτάτος απ' την πείνα την αγιάτρευτη.
Ήταν η Ισμήνη Ζαγοραίου σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών για τη συλλογή διηγημάτων της, Μισοτιμής, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Πόσο αποτιμάται η αξία ενός ανθρώπου; Πώς κάποια αντικείμενα γίνονται όπλα υποταγής και εξουσίας; Με ποιον τρόπο πουλάμε αυτά που μας βαραίνουν και πώς εξιλεώνεται η συνείδηση εγκαταλείποντας τα άψυχα που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τους ανθρώπους που συνδέθηκαν μαζί τους;
Δεκαπέντε διηγήματα περιφέρουν τη μοναξιά και την επιθυμία λύτρωσης, συνοδεία εργαλείων που επιτείνουν την απόγνωση. Σε μεγαλουπόλεις, σε παιδικές αναμνήσεις, σε γειτονιές καθημερινών χαρακτήρων. Ο θάνατος και πάλι παρών, αν όχι καταλυτικά δρών επί αδιεξόδων. Οι ήρωες πετούν κάποτε τα στοιχειά που τους σημάδεψαν, αγοράζουν την ευτυχία για ψίχουλα, ψάχνουν ακόμα και την αναβίωση εκείνων που τους έφεραν κοντά στην ενηλικίωση. Μετέωροι μπροστά στη χειραγώγηση, προσφέροντας επί πινακίου τις μνήμες ή ψάχνοντας την ταυτότητά τους μέσα στα ευτελή. Με σκοπό, η λήθη να σταθεί στη θέση της ανάμνησης. Κάποτε, θέτοντας και τον συνάνθρωπο σε βιτρίνα χρηματικής αποτίμησης.
Αν στις προθήκες ενός παλαιοπωλείου χωρούσαν οι επιταγές των κοινωνικών κανόνων, αν σ’ έναν πάγκο με γλυκά στεκόταν η αναμονή της χαράς, αν σ’ ένα μπαούλο κρυβόταν μια τραγική κατάληξη, αν μας έλεγαν να δώσουμε γι’ αυτά αντίτιμο εμπορικής αξίας, τι ποσό θα διαλέγαμε τελικά; Η αλήθεια μένει ν’ απαντηθεί απ’ τον καθένα ξεχωριστά, το ερώτημα όμως θα παραμένει πάντα σε συναλλαγή με την ηθική και το συναίσθημα.
Η Ισμήνη Ζαγοραίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Έκανε μεταπτυχιακά στο marketing και τη διαφήμιση και εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες. Το 2008 συνεργάστηκε με το free press «Passtoport», όπου δημοσιεύτηκαν τριάντα μικρά διηγήματά της. Συμμετείχε με διηγήματά της στις ανθολογίες: Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα (2017), Παράξενες ιστορίες με γάτες (2018) και Ιστορίες πάθους και μαγειρικής (2017). Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Εξ απροόπτου έρωτες (εκδόσεις Βακχικόν 2019) συγκαταλέχθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο «Μένη Κουμανταρέα» της Εταιρείας Συγγραφέων, το οποίο απονέμεται ετήσια σε πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο.
Περισσότερα για τη συλλογή Εξ απροόπτου έρωτες