Ρόζας Βλαχογιάννη
Στο φθινόπωρο της ζωής της,
το γέλιο της ακόμη αντηχεί.
Τ’ ακούω δυνατά κι ας κρύβεται
στο μαραζωμένο, ανήμπορό της σώμα.
Κελαρυστό σαν γάργαρο νερό τ’ ακούω,
παιδί που θέλει να βγει, να παίξει όπως κάποτε.
Μα τώρα βουλιάζει στη σιωπή,
παραδομένο στις αναμνήσεις και τη λήθη.
Γι’ αυτό το κορίτσι δε θέλω να μιλώ.
Θα πω για κείνο τ’ άλλο, το χαρούμενο.
Εκείνο που ήρθε στον κόσμο μ’ απέραντη δίψα,
σε δύσκολα χρόνια, που μοσχομύριζαν όλα
γιασεμί και αγιόκλημα.
Εκείνο με τ’ αθώα μάτια και το γέλιο – καμπάνα,
που έτρεχε ξυπόλητο ολημερίς στους κάμπους.
Τότε που τα παιδιά μαζεύονταν στις αυλές και έπαιζαν αμπάριζα.
Και κείνη μ’ επιδέξια χέρια έφτιαχνε κούκλες,
συντροφιά στα μικράτα της.
Το γέλιο της δεν χάθηκε ούτε στους ανελέητους χειμώνες,
ούτε όταν είδε να λιμοκτονούν στις γειτονιές, τρώγοντας χούφτες χιόνι.
Το πήρε μαζί της στα βουνά, μετά στην πόλη,
το ’κανε στολίδι πάνω στο νυφικό, που μόνη έραψε.
Απλόχερα της δόθηκε, σμιλεμένο ισάξια με μόχθο και βάσανα.
Κι αν τώρα, στο φθινόπωρο της ζωής της,
κρύβεται στο ανήμπορο σώμα,
το γέλιο της ακόμη αντηχεί.
Τ’ ακούω δυνατά, είναι εκείνη η μικρή
που θέλει να βγει, να παίξει, να χαρεί,
όπως τότε, που ήταν όλα πιο απλά
και μοσχομύριζαν γιασεμί και αγιόκλημα.
🌻
Copyright ©️ Ρόζα Βλαχογιάννη All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έγχρωμη οξυγραφία του Ντραγκίσα (Σερβία)