Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Γιώργος Ματαλλιωτάκης: Επειδή πρόκειται για ποιητική συλλογή, θα ήταν αδύνατο να απαντήσω στην ερώτηση αυτή. Θα έπρεπε να απαντήσω στην ερώτηση τι με ώθησε να γράψω το κάθε ποίημα χωριστά, πράγμα που δεν είναι εύκολο. Κάποια ποιήματα γράφτηκαν σε ώρες φιλοσοφικής περισυλλογής, κάποια σε ώρες πολιτικής αγανάκτησης, κάποια σε ώρες παιγνιώδους ευθυμίας. Ίσως η ερώτηση να μπορούσε να πάρει πιο γενική μορφή, του τύπου: γιατί γράφω ποίηση; Νομίζω όμως δεν γράφω ποίηση επειδή έχω ένα σκοπό.
Έχοντας διαβάσει πολύ, λογοτεχνία και ποίηση, άρχισα σιγά σιγά να «σκέφτομαι» ποιητικά και να απολαμβάνω το παιχνίδι με τις λέξεις. Με τον καιρό η ποίηση γίνεται δεύτερη φύση και δεν την κάνεις για να εκπληρώσεις ένα στόχο παρά γιατί αναδύεται από μέσα σου και δεν ξέρεις τι άλλο να την κάνεις από το να την αποθέσεις στο χαρτί, να τη δουλέψεις, να δώσεις ολοκληρωμένη μορφή σε κάτι που βγαίνει από μέσα σου σε θραύσματα κι ατελή μορφικά σχήματα.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Γ.Μ.: Απλά να το απολαύσει.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Γ.Μ.: Δεν βλέπω τη λογοτεχνία σαν ένα ταξίδι σε μια σειρά από πεντάστερα ξενοδοχεία. Όταν νιώθουμε άνετα μέσα σε ένα έργο τέχνης, τότε αυτό δεν επιτελεί τον πνευματικό του σκοπό, αλλά μας κάνει κομφορμιστές. Θέλω να πιστεύω λοιπόν πως, και το βιβλίο μου, θα ήταν ένα ταξίδι περισσότερο περιπετειώδες και κοπιαστικό σε terra incognita για τον αναγνώστη, αλλά με μια κατάκτηση δική του στο τέλος. Άλλωστε, πάντα ο αναγνώστης συμπληρώνει και συνδημιουργεί το κείμενο του συγγραφέα, άρα και κανονίζει εν μέρει τον προορισμό. Θα ήμουν πολύ χαρούμενος να ακούσω τους αναγνώστες να λένε πού ταξίδεψαν με το βιβλίο παρά να τους πω εγώ την εικόνα που έχω για αυτό. Το πού στον κόσμο, άλλωστε, δεν έχει σημασία, γιατί το ταξίδι είναι μέσα μας -είναι τα πνευματικά βήματα που κάνουμε ενάντια στους φόβους και τις μικρότητές μας.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Γ.Μ.:
Είναι στιγμές που νικάς τον φόβο μέσα σου,
Που κατακτάς λίγο σκοτάδι,
Παίρνεις λίγο κουράγιο
Και στήνεις τρόπαιο
Έναν λαμπτήρα -ναι,
Το ξέρεις πως είναι μονάχα
Τεχνητό φως·
Όμως τι άλλο μπορείς να κάνεις
Μες στο απόλυτο σκοτάδι
Παρά να φτιάξεις έναν αεροδιάδρομο
Με τα φώτα σου
Για να προσγειωθεί πιο ομαλά
Το Τέλος
Όταν
Έρθει.
Ο Γιώργος Ματαλλιωτάκης απαντά σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών για την ποιητική του συλλογή, Ηχώ του όχι: μες στον λαβύρινθο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Στην περιγραφή διαβάζουμε:
Η έννοια του λαβύρινθου είναι πολύ παλιά κι επιδέχεται πολλές αναγνώσεις σαν σύµβολο µυθικό και ποιητικό. Είναι πάντα επίκαιρη υπαρξιακά, αλλά και ιστορικά στις σκοτεινές εποχές που ζούµε. Εποχές που έχει χαθεί από τον ορίζοντά µας ο άνθρωπος, η εικόνα του, η τελεολογία του, αυτό που είµαστε αλλά και αυτό που θέλουµε να γίνουµε. Τι είναι το ευ ζην όταν δεν ξέρουµε τι είναι το ζην; Οι όποιες οντολογίες του ανθρώπου πνίγηκαν στον βαθύ ωκεανό του παθητικού καταναλωτισµού και της µισθωτής εργασίας κι απόµειναν να επιπλέουν σαν παλιά, χαλασµένα µανεκέν στην επιφάνεια.
Ο δηµόσιος χώρος, η αγορά, όπου µπορεί να γίνει πράξη η ισηγορία, έχει εξαφανιστεί και έχει γίνει market και super-market. Όταν η πόλη δεν έχει κέντρο λοιπόν, τότε και ο άνθρωπος δεν έχει κέντρο και ο τόπος που µένουµε -αλλά και ο εαυτός µας ο ίδιος- γίνεται λαβύρινθος.
Η ποίηση, βέβαια, δεν µπορεί να µας σώσει, ούτε να µας δείξει την έξοδο. Μπορεί µόνο να µας διασκεδάσει λίγο, δείχνοντάς µας τη σηµασία του παιχνιδιού. Του παιχνιδιού µε τις λέξεις, µε τα νοήµατα, µε τα κλισέ που εδράζουν µέσα µας και µας έχουν εποικίσει χωρίς να αντιλαµβανόµαστε τι ωραία φωλιά έχουµε γίνει για αυτά. Παίζοντας, όµως, αφήνουµε το παράθυρο ανοιχτό στη δηµιουργικότητα να µπει και να µας βρει αναπάντεχα το βράδυ, όταν η παθητικότητα και ο αυτοµατισµός µας κοιµούνται.
Απόσπασμα:
Η εκδρομή, για την οποία ξεκινήσαμε, έγινε διαδρομή·
Χαθήκαμ’ έπειτα, με τα χρόνια, στους χίλιους παράδρομους της ζωής.
“Ωχ!” είπε το παιδί μέσα μας με το καλάθι
Του πικ-νικ ακόμα στο χέρι, “...και τώρα;”
Ο έφηβος έσκυψε να το παρηγορήσει που έκλαιγε.
“Υποθέτω θα πάμε αντίθετα από τους γονείς”, του είπε.
Όμως, ο ενήλικας έδινε συμβουλές “Άφησε την επανάσταση και ζήσε.”
Χωρίς κανείς τους να λογαριάζει το γέρο που, σιωπηλός, αινιγματικά γελούσε -μόνος
Ικανός αυτός να καταλάβει πως βλέπει κανείς μόνο μετά την τύφλωση.