Τάσου Σταυρακέλη
Βράδυ Σαββάτου. Σε μια πόλη με κατσούφηδες ανθρώπους, με πέτρινα πρόσωπα, χωρίς ίχνος χαμόγελου εγώ έψαχνα την Αλίκη. Αυτήν, από τον κόσμο των θαυμάτων. Για ένα θαύμα.
Την βρήκα καθισμένη στο πέτρινο πεζούλι έξω από το εκκλησάκι της Καπνικαρέας.
Γερασμένη, κάτασπρα μαλλιά, με το παιδικό της φόρεμα και το ψάθινο καπέλο της.
Καλώς τον, με ψάχνεις βλέπω, το διαισθάνομαι. Κοίτα, μου λέει. Τα θαύματα σε αυτήν τη χώρα πέθαναν. Ποιος νοιάστηκε; Άκλαυτα πήγαν. Και μην ρωτήσεις για τον λαγό. Πέθανε κι αυτός μαζί τους.
Πού να κάνει τρύπες; Τόσο τσιμέντο βρε παιδί μου... Βλέπω και τα δέντρα σας. Γερασμένα κι αυτά, γέρασαν μαζί με τις πρόωρα γερασμένες καρδιές σας.
Γι' αυτό σου λέω αγαπητέ μου φίλε, μην ψάχνεις θαύματα. Ένα θα σου πω, ένας μεγάλος λογοτέχνης σας είχε πει: «Έχεις το πινέλο, έχεις και τα χρώματα. Ζωγράφισε έναν δικό σου κόσμο και ζήσε σε αυτόν.».
Ο Καζαντζάκης σας νομίζω το είπε.
Τώρα πώς θα το κάνεις μη με ρωτάς.
Γριά γυναίκα είμαι, κάτι θα βρεις εσύ.
Σηκώθηκε με το κομψό μπαστούνι της με την ασημένια λαβή με χαιρέτησε με χαμόγελο κι έφυγε.
Φεύγοντας από το μικρό εκκλησάκι της Καπνικαρέας σάστισα. Είδα πράγματι την Αλίκη; Μίλησα μαζί της; Μήπως ήταν μια οπτασία, μια οφθαλμαπάτη, ένα όνειρο;
Δεν βαριέσαι. Και όνειρο να ήταν...
Άλλωστε είμαι τόσο ονειροπόλος που μάλλον βλέπω όνειρα και ξύπνιος. Και δεν θα σταματήσω.
Σε μια χώρα που τα θαύματα πέθαναν κοιτώντας μας με απέχθεια εγώ θα συνεχίσω να ονειρεύομαι!
🍃
Copyright © Τάσος Σταυρακέλης All rights reserved, 2018
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε εικαστικό έργο του Δημήτρη Πετρολέκα.
Αναδημοσίευση από το προσωπικό blog του ίδιου.