Χρυσούλας Διπλάρη
Τη σπηλιά την ανακάλυψε τρεις μέρες μετά τον ερχομό του στο νησάκι, εξερευνώντας την ακτογραμμή υποβρυχίως, αλλιώς θα ήταν αδύνατο να τη δει μιας και η είσοδός της ήταν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Και πάλι, αν δεν έβλεπε εκείνο τον σαργό να χάνεται στη σχισμή του βράχου θα είχε προσπεράσει, τόσο καλά ήταν καμουφλαρισμένη!
Το πέρασμα ήταν στενό, με κοφτερά κάθετα βράχια, αλλά μετά από λίγο πλάταινε και γινόταν πιο εύκολα προσπελάσιμο. Ήταν σκοτεινά και κρύα εκεί κάτω και ο Νίκολας άρχισε να μετανιώνει που βούτηξε χωρίς τον καταδυτικό του εξοπλισμό, αλλά τη στιγμή που αποφάσισε να γυρίσει είδε μπροστά μια μικρή αλλαγή φωτός. Κοίταξε το φωσφοριζέ καντράν του ρολογιού του και έλεγξε την ανάσα του. Σύντομα θα έπρεπε να αναδυθεί. Ωστόσο, το γκριζωπό φως μπροστά του έγινε εντονότερο κι αποφάσισε πως μπορούσε να ρίξει μια γρήγορη ματιά. Ξαφνικά ένιωσε ν’ ανεβαίνει ενώ τα τοιχώματα άνοιξαν απότομα σε μια φαρδιά λεκάνη. Τα πόδια του πάτησαν κάπου σταθερά και αναδύθηκε, ρουφώντας λαίμαργα τον αλμυρό αέρα. Σφούγγισε με την παλάμη το πρόσωπό του διώχνοντας την θάλασσα από τα μάτια του κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Η σπηλιά, σε σχήμα βεντάλιας, εκτεινόταν ομαλά γύρω του σε μικρό πλάτος, ενώ η βάση της βεντάλιας χανόταν πίσω, στις σκιές, προχωρώντας ίσως βαθύτερα στα σπλάχνα του βράχου. Το μικρό πλάτωμα μπροστά του, μια μικροσκοπική, μυστική παραλία με ψιλά χρωματιστά βοτσαλάκια και λείους βράχους διάσπαρτους εδώ κι εκεί, να ξεπροβάλλουν από τον βυθό σαν καθίσματα που περιμένουν επισκέπτες… δεσμίδες φωτός έπεφταν από ψηλά, εκεί που η αλμύρα και οι καιροί είχαν χαράξει τον βράχο, σαν προβολείς σε σκηνικό θεάτρου. Ναι, ήταν όντως σκηνικό, δεν μπορούσε να είναι τίποτ’ άλλο, ένα σκηνικό από παραμύθι, κάτι από τον κόσμο του βυθού. «Έλειπε μόνο μια γοργόνα να συμπληρώσει το θαύμα…» σκέφτηκε ο Νίκολας μαγεμένος.
Φυσικά, σαν ωκεανογράφος, είχε ξαναβρεθεί σε θαλασσοσπηλιές, είχε θαυμάσει άπειρες φορές του βυθού τα θαύματα. Όμως ποτέ δεν του έτυχε κάτι τέτοιο -σχεδόν τον πονούσαν τα μάτια του από την ομορφιά.
«Πώς και δεν μου ανάφερε κανείς αυτό το μέρος;», αναρωτήθηκε κι αμέσως χτύπησε με το χέρι του το κούτελο, «μα είναι άγνωστο, να γιατί! Κανείς ποτέ δεν έφτασε ως εδώ, γι’ αυτό και μοιάζει τόσο… άφθαρτο, τόσο ανέγγιχτο… κανείς δεν ξέρει… και κανείς δεν πρέπει να μάθει!», ψιθύρισε αποφασιστικά, απευθυνόμενος στον εαυτό του. Ήταν ένας μυστικός, υποθαλάσσιος κόσμος, που του αποκαλύφθηκε σαν δώρο κι εκείνος ένιωθε απέραντα ευγνώμων γι’ αυτό. Όσο για μυστικά… μια χαρά ήξερε κι από δαύτα. Η οικογενειακή τους ιστορία ήταν γεμάτη από μυστικά, το ίδιο κι ο τόπος που μεγάλωσε -οι ανεμοδαρμένες, μαγικές ακτές της Κορνουάλης- έτσι έμαθε να τα σέβεται… και να τα φυλάει…
Έμεινε αρκετή ώρα στην σπηλιά εξερευνώντας την περιμετρικά και φτάνοντας όσο βαθύτερα μπορούσε, αλλά από ένα σημείο και μετά χαμήλωνε τόσο, που μόνο έρποντας θα μπορούσε να προχωρήσει και χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει να εγκλωβιστεί εκεί μέσα. Αποφάσισε να γυρίσει στο μπροστινό μέρος και να απολαύσει τη μαγεία που τόσο αναπάντεχα του προσφέρθηκε όταν άκουσε έναν ήχο σαν πλατσούρισμα. «Λες να είναι καμιά φώκια;», αναρωτήθηκε γεμάτος χαρά.
Αυτό θα ήταν τέλειο! Αυτόματα επιβράδυνε το βήμα και προχώρησε σκυφτός, προσέχοντας να μην σκοντάψει στα βραχάκια που πρόβαλλαν διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Ευτυχώς, το αμμουδερό έδαφος έπνιγε το θόρυβο των βημάτων του… Επιτέλους διέκρινε την μικρή παραλία και ναι, κάτι κουνιόταν πράγματι μέσα στο νερό. Κρύφτηκε πίσω από ένα μεγαλούτσικο βράχο και κράτησε την ανάσα του. Μετά, έβγαλε αργά αργά το κεφάλι του από το πλάι και κρυφοκοίταξε. Εκείνη την στιγμή, μια ακτίνα φωτός διαπέρασε κάθετα τον βράχο και έπεσε κατευθείαν πάνω στο θαλάσσιο πλάσμα. Ο χώρος γέμισε με μιας χιλιάδες ουράνια τόξα, καθώς το φως διαθλάστηκε στα σκληρά λέπια της ουράς και στις σταγόνες του νερού που αυτή σκόρπιζε ολόγυρα, καθώς ανεβοκατέβαινε παιχνιδιάρικα μέσα-έξω, δεξιά-αριστερά. Ο Νίκολας ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν ήταν δυνατόν… Μπα, κοιμόταν, όνειρο έβλεπε.
Έτριψε τα μάτια του με τους κόμπους των δαχτύλων δυνατά, μα όταν τα ξανάνοιξε, είδε ακριβώς την ίδια σκηνή. «Μα… μα… δεν μπορεί, αυτό είναι… αυτή είναι…»
Μπροστά στα έκθαμβα μάτια του, βρισκόταν παίζοντας στα ρηχά, το πιο μυθικό απ’ όλα τα θαλάσσια πλάσματα, η κυρά των θαλασσινών μύθων της Κορνουάλης ή καλύτερα, μιας και βρισκόταν στο Αιγαίο, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, η ίδια η Γοργόνα, αυτοπροσώπως!
«Φανερώσου λοιπόν κι έλα κοντά να γνωριστούμε!», άκουσε τη φωνή της να του λέει, χωρίς να στρέψει το κεφάλι προς το μέρος του, ενώ η ουρά της ακινητοποιήθηκε επιτέλους μέσα στο νερό. Ο Νίκολας ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές το στόμα του χωρίς ήχο κι έσυρε με κόπο τα βήματά του προς τα μπρος τόσο αργά και τόσο άτσαλα, λες και περπατούσε στην σελήνη μ’ εκείνο τον αστείο τρόπο που οι αστροναύτες προσπαθούν να ισορροπήσουν στην χωρίς ατμόσφαιρα επιφάνειά της. Φτάνοντας τελικά στο νερό, σωριάστηκε με ανακούφιση στα ρηχά και βούτηξε το κεφάλι του μέσα, μπας και ξεθολώσει. Μετά τινάχτηκε με θόρυβο και την άκουσε να γελάει.
«Χαχαχα, σα φώκια κάνεις…», του είπε. Άρχισε τότε κι αυτός να γελάει ναι, δίκιο είχε, πράγματι σα φώκια έκανε… και το γέλιο έδιωξε μακριά το μούδιασμα, δίνοντας χώρο στην αποδοχή της παρουσίας της.
«Ώστε υπάρχουν γοργόνες τελικά…», εξέφρασε την σκέψη του φωναχτά.
«Φυσικά. Απλά δεν εμφανιζόμαστε ακάλεστες».
«Θέλεις να πεις πως εγώ σε κάλεσα;»
«Μα βέβαια! Μπαίνοντας εδώ μέσα, δεν σκέφτηκες πως λείπει μόνο μια γοργόνα για να συμπληρώσει το θαύμα; Ε, λοιπόν, να ’μαι!»
«Μα πώς, πώς…», σάστισε πάλι ο ταλαίπωρος.
«Μην προσπαθείς να καταλάβεις, μόνο αφήσου στη μαγεία! Αυτό λείπει από το ανθρώπινο είδος σήμερα, εξορίσατε το μυστήριο απ’ τη ζωή σας και εγκλωβιστήκατε σε μια στείρα οπτική, ενώ ο κόσμος είναι γεμάτος εκπλήξεις και θαύματα και άπειρες πιθανότητες που τα κλειστά σας μάτια δεν βλέπουν, που οι κλειδωμένες ψυχές σας δεν αντιλαμβάνονται, ενώ είναι όλα τόσο απλά…»
«Απλά, ε;»
«Πολύ! Να, ας πούμε απλά σαν… μια κακκαβιά!»
Ο Νίκολας σκέφτηκε ότι όλο αυτό είχε αρχίσει να γίνεται πολύ σουρεάλ.
«Κακκαβιά λέγοντας… εννοείς την ψαρόσουπα;»
«Εννοώ την κακκαβιά. Την πιο απλή και γευστική μορφή ψαρόσουπας, αυτή που είναι τόσο αρχαία, όσο και οι Ίωνες ψαράδες που την πρωτόφτιαξαν μέσα σ’ εκείνο το τρίποδο σκεύος τους, την κακκάβη… αυτή που έφαγες πρόσφατα κι εσύ, μέσα στο ψαροκάικο του Αγγελή… και μη ρωτήσεις πώς το ξέρω, άφησέ με μόνο να σου εξηγήσω τι εννοώ. Όμως προτού το κάνω, θέλω να φέρεις στο μυαλό σου το πως ο Αγγελής έφτιαξε την κακκαβιά».
Ο Νίκολας αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν έπρεπε ν’ αφήσει τον εαυτό του να υποκύψει σ’ όλο αυτό το περίεργο παιχνίδι. Αναρωτήθηκε ξανά αν όλο αυτό του συνέβαινε στ’ αλήθεια ή ήταν κάποιου είδους παραίσθηση… επιστήμονας ήτανε στο κάτω κάτω, διάολε! «Εεεεεε… για στάσου, για στάσου… επιστήμονας σημαίνει ο κάτοχος επιστήμης έπειτα από ειδικές σπουδές σε ένα αντικείμενο, έτσι δεν είναι; δεν σημαίνει παντογνώστης φιλαράκο…», είπε η άλλη φωνή μέσα του, αυτή η φωνή που πάντα τον παρέσυρε σε περιπέτειες και τον έβαζε σε μπελάδες. Την ίδια στιγμή, μίλησε και η γοργόνα: «Έχε πίστη και διεύρυνε την αντίληψή σου… έχε πίστη και θα καταλάβεις…»
Ο Νίκολας αποφάσισε να προχωρήσει κι ό,τι θέλει ας γίνει… έφερε στο μυαλό του την βόλτα με το καΐκι, τον Αγγελή να τραβάει τα δίχτυα, το ξεδιάλεγμα των ψαριών… ο Αγγελής συγκέντρωσε όλα τα μικρά πετρόψαρα σε ένα κουβά και του τον έδωσε. «Αν θες να φας, θα δουλέψεις, εγγλέζικο κάθαρμα! Τράβα να καθαρίσεις τα ψάρια!» Ο Νίκολας γέλασε… ο ξάδερφός του δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν, ούτε καν σ’ αυτόν, που τον υπεραγαπούσε και τον έβλεπε σπάνια… Τον περνούσε τρία χρόνια και όταν ήταν πιτσιρίκια, τότε που ο Νίκολας ζούσε ακόμα στο νησί, φερόταν πιο πολύ σαν μεγάλος αδελφός, παρά σαν ξάδελφος. Όπου βρισκόταν ο ένας, εκεί κοντά βρισκόταν κι ο άλλος, στο ψάρεμα, στις βουτιές, στις εξερευνήσεις… Μετά, ο κόσμος ήρθε τούμπα κι ο πατέρας του χάθηκε σ’ εκείνο το τρομερό δυστύχημα, μαζί με αρκετούς ακόμα. Η μάνα του τον πήρε τότε και φύγανε, γύρισε στους δικούς της, στην Κορνουάλη, κι αυτός μεγάλωσε εκεί, βρήκε άλλους ανθρώπους ν’ αγαπήσει κι άλλες θάλασσες να εξερευνήσει, αλλά με κάθε ευκαιρία τα ρεύματα του Αιγαίου τον τραβούσανε πίσω, ομφάλιος λώρος που δεν κόπηκε ποτέ. Έτσι και τώρα, άρπαξε την ευκαιρία του συνεδρίου που γινόταν στο πανεπιστήμιο Αιγαίου για να βρεθεί πίσω, στο αγαπημένο του νησί, με τον αγαπημένο του ξάδελφο, που τον καταπίεζε φοβερά: «Ακόμα τα ψάρια παλεύεις; Βράδυ μας βλέπω να τρώμε!»
Ο Νίκολας γέλασε καλόκαρδα και κοίταξε τον κουβά μπροστά του: τι πλούτος ήταν αυτός… δράκαινες, γύλοι, καπόνια, λίτσες, σκορπίδια, σάρπες, χειλούδες, σαφρίδια κι ένα παχουλό μουγκρί -ό,τι πρέπει για να χυλώσει ο ζωμός- «πωπω μάνα μου μια σούπα που θα γίνει!» Τέλειωσε στα γρήγορα με το καθάρισμα και ξέπλυνε τα ψάρια με μπόλικο θαλασσινό νερό, ενώ ο Αγγελής ετοίμαζε τον τέντζερη, ένα παλιό σκεύος βαθύ και μεγάλο, που το φύλαγε στο καΐκι ειδικά για την κακκαβιά. Το έστησε πάνω στο γκάζι, έριξε μέσα λίγο θαλασσινό νερό και μετά τρία μεγάλα κρεμμύδια χαραγμένα σταυρωτά. Τύλιξε τα ψάρια σε τουλπάνι για να μην αφήσουν κόκαλα μέσα στο ζουμί, τα τοποθέτησε πάνω στα κρεμμύδια κι έβαλε φωτιά.
«Πολλά ψάρια, λίγο νερό! Και το λάδι με το λεμόνι προς το τέλος, κι ο χυλός θα γίνει άσπρος σαν το γάλα! Πες ρε ξαδερφάκι, έχεις φάει νοστιμότερο φαγητό με τόσο λίγα υλικά φτιαγμένο;», ρώτησε το Νίκολας που τον παρακολουθούσε με κατάνυξη, σα να συμμετείχε σε αρχαίο τελετουργικό. Και κατά κάποιο τρόπο, έτσι ήταν, αφού οι ψαράδες, εδώ και αιώνες τώρα, σ’ αυτά τα ίδια νερά με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν την πεντανόστιμη αυτή σούπα, με υλικά απλά και ελάχιστα, ό,τι τους πρόσφερε η θάλασσα κι όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους στο ταξίδι.
«Λοιπόν Νίκολας», έλεγε τώρα η γοργόνα, «στην αρχή ο κόσμος ήταν απλός, σαν την κακκαβιά. Λίγα πράγματα και ουσιαστικά. Και τα πλάσματα όλα μαζί δεμένα στο τουλπάνι, όπως τα ψάρια στην κακκαβιά, συνυπήρχαν στον ίδιο μικρόκοσμο, που ήταν όμορφος και πλούσιος πολύ, εξαιτίας ακριβώς της διαφορετικότητάς τους. Μετά οι άνθρωποι άρχισαν τις ανακαλύψεις. Πρώτα ήρθε να προστεθεί στην σούπα η πατάτα, που εμπλούτισε τον ζωμό χωρίς να αλλοιώσει τη γεύση του, γιατί έτσι κι αλλιώς τη γεύση την έδιναν κυρίως τα ψάρια στο τουλπάνι. Αργότερα όμως, το τουλπάνι παραμερίστηκε, τα μικρά πετρόψαρα περιφρονήθηκαν, οι ψαρόσουπες γίνονταν από ένα ή δύο είδη ψαριού μόνο, προστέθηκαν λαχανικά και ρύζι και εφευρέθηκε το αυγολέμονο… Δε λέω, νόστιμη και πάλι η ψαρόσουπα, αλλά είχε χάσει την πρωτογενή της γευστική δύναμη…
»Υστερότερα, μαζί με το ψάρι μπήκαν στην σούπα όστρακα και περίεργες σάλτσες και την είπαν μπουγιαμπέσα ή -έλα Γοργόνα Παναγιά μου- χωρίς καν ψάρι, παρά μόνο πουρέ από οστρακόδερμα και λαχανικά, ενίοτε και κρέμα γάλακτος, και το πράγμα αυτό το είπανε μπισκ… Μέχρι και ανανά βάζουν σε κάποια σούπα ξινή, που λέγεται Καντσούα, μαζί με το ψάρι και τα υπόλοιπα λαχανικά… και δεν ξέρω, μπορεί να είναι όντως νόστιμα τα φαγητά αυτά, αλλά ψαρόσουπες δεν είναι! Είναι απλώς φαγητά που περιέχουν ψάρι ή άλλα θαλασσινά. Κι όσο οι σούπες εξελίσσονταν και μεταλλάσσονταν, εξελισσόταν και μεταλλασσόταν μαζί τους κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος, και τα διάφορα είδη από την στιγμή που έσπασαν την συνοχή του τουλπανιού, άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους για την κυριαρχία και φυσικά σαν πιο εξελιγμένο το ανθρώπινο είδος, πήρε το πάνω χέρι και νομίζει πως είναι θεός στη θέση του θεού, ξεχνώντας πως όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι και για γίνει νόστιμη η σούπα -ο κόσμος μας- έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον…»
Ο Νίκολας καταλάβαινε τώρα τι προσπαθούσε να του πει. Μήπως κι αυτός δεν έβλεπε, δεν ήξερε, τα εγκλήματα που διέπραττε το είδος του εναντίον των υπολοίπων; Η υπεροψία του ανθρώπου, χάλασε για τα καλά τον όμορφο κόσμο που δόθηκε από κοινού σε όλα τα πλάσματα, έπεσε μέσα στο κακκάβι που κολυμπούσαν όλοι τους σαν τεράστιος ανανάς, πλουτς!... και η σούπα ξίνισε, αλλοιώθηκε, έγινε κάτι άλλο, διαφορετικό, ξένο, κάτι που κανείς δεν ήξερε αν είναι σούπα, ψάρι με σάλτσα ανανά ή κάτι άλλο με απροσδιόριστη υφή και γεύση.
Στην σπηλιά είχε απλωθεί μια απόκοσμη σιωπή και το φως άλλαξε, πρέπει να είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει… ο Νίκολας κατάλαβε πως έπρεπε σύντομα να φύγει, δεν έπρεπε να τον βρει η νύχτα στον βυθό, αλλά παρ’ όλα αυτά καθόταν εκεί σαν υπνωτισμένος και κοίταζε την αστραφτερή ουρά της γοργόνας να διαγράφει σιωπηλούς κύκλους στην επιφάνεια του νερού.
Κύκλους που άνοιγαν και πλάταιναν και σε κάθε κύκλο, μια εικόνα φρικτή, ψάρια νεκρά από τοξικά απόβλητα, δελφίνια μπερδεμένα σε δίχτυα ν’ αγωνίζονται να ελευθερωθούν, δολοφονημένες φώκιες… και το πιο φριχτό, το πιο αποτρόπαιο απ’ όλα, είδε κάποιον που του έμοιαζε να κόβει μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι τη γοργόνα στα δύο και να ρίχνει την ουρά της στο κακκάβι για να κάνει ψαρόσουπα.
Ούρλιαξε τότε δυνατά ενώ ένιωθε και το δικό του κορμί κομμένο στα δύο, χωρίς να μπορεί να κινηθεί, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο να σπαρταράει σαν ψάρι και να ουρλιάζει ξανά και ξανά…
Ένιωσε νερό να πέφτει πάνω του, χέρια να τον ταρακουνάνε δυνατά, μια φωνή να φωνάζει το όνομά του… με μεγάλο κόπο άνοιξε τα μάτια του για να δει δυο άλλα, γνώριμα μάτια να τον κοιτάζουν γεμάτα αγωνία.
«Νικόλα, επιτέλους ρε φίλε, επιτέλους! Φοβήθηκα στ’ αλήθεια ρε κάθαρμα, επί δέκα λεπτά ουρλιάζεις και σπαρταράς σαν ψάρι και σου φωνάζω και δεν ανταποκρίνεσαι, πρέπει να έβλεπες πολύ τρομαχτικό εφιάλτη, αναγκάστηκα να σου ρίξω έναν κουβά νερό για να σε συνεφέρω».
Ο Αγγελής έσκυβε από πάνω του τρομαγμένος, περιποιητικός… Δηλαδή, όνειρο έβλεπε; Κι η σπηλιά; Κι η γοργόνα; Όνειρο κι αυτή; Τι κρίμα! Ήταν τόσο όμορφα στην αρχή, τόσο υπέροχα! Το τέλος βέβαια ήταν φριχτός εφιάλτης… τόσα ωραία πλάσματα κατεστραμμένα από αυτούς, τους ανθρώπους… τόση χαμένη ομορφιά, κρίμα κι άδικο, κρίμα κι άδικο!
«Κλαις; Νικόλα κλαις; Τι είδες επιτέλους ρε φίλε; Εσύ δεν έκλαψες ούτε όταν πιτσιρίκος είχες κοπανήσει πάνω σε κείνο το βράχο και είχες σπάσει το χέρι σου, έξι χρονώ παιδάκι…», και δώστου να τον ταρακουνάει ο Αγγελής.
Ο Νικόλας (εδώ στο νησί, ήταν Νικόλας, σαν τον παππού του, του πατέρα του τον πατέρα), κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια αλλά κατάφερε τελικά με τη βοήθεια τού Αγγελή να ανακαθίσει. Τα είχε ακόμα χαμένα, δεν ήξερε αν έβλεπε όνειρο πριν ή αν ονειρευόταν τώρα και η πραγματικότητά του ήταν χαμένη κάπου στα βάθη της θάλασσας, σε μια μικρή σπηλιά, γεμάτη θαύματα. Έκανε μια γκριμάτσα στον Αγγελή, ό,τι πιο κοντινό σε χαμόγελο μπορούσε εκείνη την στιγμή.
«Μάλλον μου έπεσε βαριά η κακκαβιά με την ουρά της γοργόνας μέσα…»
«Τρελάθηκες μπιτ μωρέ; Τι μου τσαμπουνάς εκεί πέρα; Μάλλον το κρασί σε ζάλισε, έτσι όπως είσαι μαθημένος σ’ εκείνα τα εγγλέζικα κατρουλιά που αποκαλείτε μπύρες… κι έπεσες ξερός σε κάποια φάση, ήλιος, κρασί, σου τη δώσανε κατακούτελα παλιοκάθαρμα και μετά άρχισες να ουρλιάζεις και με κοψοχόλιασες… να σου δώσω μια!» κι άπλωσε τα χέρια τάχα για να τον αρπάξει, στην πραγματικότητα όμως για να τον αγκαλιάσει σφιχτά.
Ο Νίκολας-Νικόλας αποφάσισε πως το πράγμα είχε παρατραβήξει. Με μια απότομη κίνηση, σήκωσε τον γεμάτο κουβά από δίπλα του και λούστηκε με το αλμυρό του περιεχόμενο, τινάζοντας το κεφάλι του δεξιά-αριστερά για να ξεθολώσει.
«Χαχαχα, σα φώκια κάνεις», γέλασε ο Αγγελής και ο Νικόλας ανατρίχιασε.
Έτσι του είχε πει κι εκείνη… Κοίταξε τον ορίζοντα και τον ήλιο που είχε αρχίσει να χαμηλώνει και ξαφνικά μια κίνηση στο νερό του τράβηξε την προσοχή και κράτησε την ανάσα του… «έχει γούστο!» Το πλάσμα έκανε μια βουτιά ακόμα και αναδύθηκε κοντά στο καΐκι τινάζοντας το κεφάλι του πέρα δώθε, ακριβώς όπως έκανε ο Νίκολας πριν από λίγα λεπτά.
«Μπουμπού, αγάπη μου! Πού είναι το κορίτσι μου; Πού χάθηκες τόσο καιρό; Πού γυρνούσες; Έλα, έλα κοντά να σε γνωρίσω στο Νικόλα!» Ο Αγγελής ενθουσιασμένος, είχε κρεμαστεί ο μισός έξω από το καΐκι, καλώντας τη νεαρή φώκια να πλησιάσει κι άλλο. Μετά έκανε επισήμως τις συστάσεις.
«Νικόλα, αυτή η καλλονή που βλέπεις εδώ είναι η Μπουμπού. Τη βρήκα πέρυσι την άνοιξη μαζί με τη μάνα της, να επιπλέουν εδώ τριγύρω, δεμένες με σκοινί. Η μάνα ήτανε μισοπεθαμένη, έσπρωχνε όμως συνεχώς με τη μουσούδα της τη Μπουμπού από δω, να την κρατήσει στην επιφάνεια. Μόλις κατάφερα να τη λύσω και την είδε να κολυμπάει ελεύθερη, παρέδωσε το πνεύμα… τι να σου πω ρε φίλε, το θυμάμαι και μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο, τέτοιο βλέμμα στα μάτια της, δεν έχω δει σε άνθρωπο, να, στο σταυρό που σου κάνω! Κι αυτοί οι αληταράδες, οι δολοφόνοι, ούτε ιερό ούτε όσιο πια! Τις δένουνε σφιχτά μεταξύ τους για να τις καταβυθίσουν και να εξαφανίσουν έτσι τα ίχνη του εγκλήματος… καμιά φορά όμως η βιασύνη τους να φύγουν ή η αντίσταση που προβάλλουν τα θύματα, τους κάνει απρόσεχτους και κάποιες, ευτυχώς τη γλιτώνουν. Να, σαν το κορίτσι μου από δω…
»Από τότε, έρχεται καμιά φορά και με βρίσκει, κάνει δυο-τρεις σβούρες γύρω απ’ το καΐκι σα να με χαιρετάει και μετά, χάνεται πάλι… που πάει; Άγνωστο! Πάντως, τη βλέπω πάντα εδώ, τριγύρω απ’ το νησάκι. Λένε πως υπάρχει μια σπηλιά εκεί κάτω, αλλά δεν την έχει βρει ποτέ κανείς. Μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι… οι παλιοί λέγανε πως ζούσε και μια γοργόνα στο νησάκι, μέσα στη σπηλιά… μετά ο κόσμος άλλαξε, χαθήκανε οι παλιοί θρύλοι, χαθήκανε και οι γοργόνες, κοντεύουνε κι οι φώκιες να χαθούνε πια… γι’ αυτό σου λέω γύρνα πίσω Νικόλα, γύρνα να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, μαζί θα καταφέρουμε πολύ περισσότερα, θα κινητοποιήσεις και τα φιλαράκια σου στην Αγγλία, κάτι θα μπορέσουμε να κάνουμε… για τη Μπουμπού ρε γαμώτο!» κατέληξε κραυγάζοντας ο Αγγελής κι ο Νικόλας τα είχε πια τελείως χαμένα, όνειρα, συγκυρίες, φώκιες, γοργόνες, σπηλιές, όλα ανακατεμένα μέσα στο κεφάλι του, σαν κακκαβιά που βράζει μέσα στον τέντζερη προσπαθώντας να δώσει το καλύτερο ζουμί για να γεμίσει η κοιλιά, αλλά κυρίως να γεμίσει η ψυχή από τη νοστιμάδα της ικανοποίησης και της ευφορίας.
«Ξάδερφε, πολύ περίεργο να μου λες κάτι τέτοιο τώρα», είπε του Αγγελή σε άπταιστα ελληνικά, «παράξενη συγκυρία στ’ αλήθεια! Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου μου έκανε πρόταση για μόνιμη συνεργασία, αλλά δεν είχα αποφασίσει ακόμα τίποτα… μέχρι τώρα...» δεν μπόρεσε να συνεχίσει, η φωνή του πνίγηκε από τις ενθουσιώδεις κραυγές του Αγγελή, που έπεσε επάνω του και άρχισε να του δίνει φιλικές μπουνιές στο στήθος και τα μπράτσα.
«Καλά σε λέω εγώ εγγλέζικο κάθαρμα… πότε περίμενες να μου το πεις; Ε; Πότε; Εννοείται πως θα δεχτείς, ε; Πες εσύ το ναι κι από μένα, ό,τι θέλεις! Πάω να φέρω το κρασί, να το γιορτάσουμε!»
Και τον άφησε απότομα, θεωρώντας την απάντηση δεδομένη.
Ο Νίκολας κάθισε καβαλικευτά στην κουπαστή και βύθισε το βλέμμα του στον δυτικό ορίζοντα, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει από τον ήλιο που έβγαζε τα πορφυρά του ρούχα στο νερό προτού ξαπλώσει για βράδυ. Ναι, θα μπορούσε να ευτυχήσει εδώ, σε τούτη τη φωτεινή θάλασσα, τόσο ίδια με τη θάλασσα της Κορνουάλης… ίδιες είναι οι θάλασσες παντού, ίδιοι οι άνθρωποι που τις ταξιδεύουνε, ίδιοι οι θρύλοι που τις κατοικούνε, ίδια τα πλάσματα που ζούνε μέσα τους, ίδιες οι γοργόνες που τις ομορφαίνουν…
Η καρδιά του γαλήνεψε τώρα που πήρε την απόφαση, μάλλον ήτανε καρμικό να γυρίσει εδώ, στη γενέθλια θάλασσα τώρα που υπήρχε ανάγκη για ανθρώπους βοηθητικούς, που ξέρουν, που νοιάζονται, που ξέρουν πώς να νοιάζονται… Τι συγκυρία πάντως κι αυτή, τι ανατριχίλα αυτό το περίεργο όνειρο… Αυτός δεν το ένιωθε για όνειρο πάντως, ακόμα και τώρα την έβλεπε μπροστά του, να του μιλάει, να κάνει κύκλους στο σιωπηλό νερό με την αστραφτερή ουρά της…
Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος έφτασε ακριβώς στην επιφάνεια της θάλασσας κι αστραποβόλησε εκτυφλωτικά προτού αρχίσει να βυθίζεται. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και τα άνοιξε ακριβώς πάνω στην ώρα που μια στιλπνή, αστραφτερή ουρά βυθιζόταν στα σκούρα νερά, λαμποκοπώντας… αλλά ήταν τόσο έντονο το φως, που μπορεί και να ήταν παιχνίδισμα της αντανάκλασής του.
Μπορεί, πάλι, και κατεργαριά της φαντασίας του.
Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, Καλοκαίρι 2021
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής του John William Waterhouse (Μια γοργόνα, 1900 ή 1901)