Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Νίκος Φραντζής: Η επιθυμία να καταγράψω τις μάχες που λαμβάνουν χώρα κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Μάχες, τόσο εσωτερικές όσο και στην επικοινωνία μας με τους γύρω μας.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Φ.: Ανέφικτο (;)
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Φ.: Στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού, ανάμεσα σε δύο κόσμους, πάνω σε ένα σωσίβιο που ξεφουσκώνει όλο και πιο πολύ μέρα με τη μέρα, για όσο διαρκεί η ζωή.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Ν.Φ.:
Πριν να ξύσεις την μπογιά ενός μεγάλου, βαρετού, άσπρου τοίχου, σκέψου το καλά.
Ίσως να θες ν' αφήσεις το λευκό το χρώμα εκεί,
προτού αναγκαστείς -τελευταία στιγμή-
να ψάχνεις τρόπο να καλύψεις
τη ζημιά που έχεις κάνει.
Ο Νίκος Η. Φραντζής απαντά σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών για την ποιητική του συλλογή, Ειρμός Αιτιών, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Παρακάτω, αποδεχόμενος την πρό(σ)κληση της στήλης Ακρότιτλο, δημιουργεί ένα νέο ποιητικό κείμενο.
Έξω απ' την πόρτα του σπιτιού σου, κάθεται συχνά μία γυναίκα.
Ίσως να σου 'πανε γι' αυτήν περαστικοί και ταξιδιώτες.
Ρωτήσανε πολλοί να μάθουν από κείνη διάφορα,
Μα όποτε πλησίαζε κανείς κοντά της,
Όλο αυτή ξεμάκραινε πέρα πολύ,
Στα σκοτεινά, στ' ανείπωτα.
Άλλες φορές δεν δίσταζε να τους κοιτάει βαθιά στα μάτια,
Ίσα για να τους υπενθυμίσει εκείνο το παλιό
Τους χρέος που το 'χαν ξεχασμένο χρόνια.
Ίσως να την έχεις ακουστά από κάπου.
Ώρες πολλές κι ώρες γεμάτες, πλέκει στ' απέναντι σκαλιά.
Νιότη μου 'παν τ' όνομά της -κι άμα την δεις, μην φοβηθείς και διώξ' την στο καλό.