Ευγενίας Ρέγκου-Σγουρού
Τέλειωσε το κολύμπι. Βγαίνω στην ακρογιαλιά και ξαπλώνομαι στην άμμο. Νιώθω σ' όλο μου το κορμί την ευεργετική ζεστασιά της. Στα πόδια μου φλοισβίζει παιχνιδιάρικο το κύμα. Πάνωθέ μου ο ζωοδότης ήλιος και κάτι λευκορόδινα ταξιδιάρικα συννεφάκια. Ανασαίνω ηδονικά και κλείνω τα μάτια μου.
Ευδαιμονία. Έκσταση. Νιρβάνα. Όλα στήνουν, όλα αλαργεύουν. Ο ήχος των αυτοκινήτων από πάνω, από την εθνική οδό, φτάνει σα βουητό απόμακρο. Οι φωνές των λουσμένων τριγύρω γίνονται κι αυτές ένας ακαθόριστος βόμβος.
Χάνω την αίσθηση του παρόντος. Η σκέψη αλαργεύει κι αυτή, βυθίζεται κι απομυζά από το παρελθόν, ένα γοητευτικό μακρινό παρελθόν. Πόσα χρόνια πριν; Δεν έχει σημασία.
Βρισκόμαστε στον "Μπάτη". Μ' εκείνο τ' ωραίο παλικάρι. Δανεικός έρωτας. Δε μου ανήκει. Όμως από καιρό είμαι ερωτευμένη μαζί του. Οι εφηβικοί έρωτες δεν έχουν λογική, δεν έχουν υστεροβουλία κι απώτερους σκοπούς. Ο έρωτας για τον έρωτα. Το μεθύσι της νιότης. Η έλξη της γοητείας του. Μα κι εκείνου του αρέσω. Συχνά μου κάνει κομπλιμέντα. Είμαστε κι ένα τέλειο ζευγάρι στο βαλς. Το κορμί του αψεγάδιαστο, αθλητικό, αγαλμάτινο. (Ο έφηβος των Αντικυθήρων; Ο Ερμής του Πραξιτέλη;) Τώρα ηλιοκαμένο και υγρό φαντάζει ακόμα ωραιότερο, αναδεικνύεται σε όλο του το μεγαλείο.
Ξαφνικά κάτω από το ντους τα χείλη του ενώνονται με τα δικά μου. Το πρώτο μου φιλί· το πιο αγνό, το πιο παθητικό φιλί μου. Ένα υγρό, αρμυρό, πολύτιμο φιλί. Απ' αυτή τη μηδαμινή απόσταση τον κοιτάζω μέσα στα μάτια, μισόκλειστα, γαλανοπράσινα, υπέροχα, θα μείνει ανάμεσα μας το μυστικό αυτού του μεθυστικού φιλιού, κι εξαιτίας αυτού θα τον ονομάσω "ο κύριος καθηγητής".
Το επόμενο καλοκαίρι, στα πάτρια εδάφη πια, Αύγουστο μήνα κατεβαίνουμε από τ' ορεινό χωριό στην Αγία Τριάδα για ένα διαφορετικό πρωινό, για ένα θαλάσσιο μπάνιο. Μεγάλη, χαρούμενη παρέα, κορίτσια κι αγόρια. Φοιτητές και μαθητές-μαθήτριες στην καλοκαιρινή ανάπαυλα. Τι φως! Τι θάλασσα! Τι χαρμονή! Και νιάτα. Πόση νιότη! Πόση ξεγνοιασιά! Πόση ανέφελη ευτυχία! (μέσα στην αφέλεια της).
Ξεπλένομαι κάτω από το ντους (και πάλι). Κοντά ο Βάσιας, ο Μίμης, ο Χρήστος. Ο Χρήστος λέει· "θα 'θελα να ήμουν το ντους". Ο Βάσιας πιο έξυπνος, πιο αισθησιακός, με κοιτάζει με σημασία και λέει· "εγώ θα ήθελα να ήμουν το νερό". Είμαστε ήδη ερωτευμένοι, έχουμε ένα δεσμό εδώ κι ένα μήνα. Χτες στο πάρτυ του στο μισόφωτο ανταλλάξαμε τόσα φιλιά και βωβούς όρκους πίστης κι αγάπης ατέλειωτης!
Το μοναδικό μας κοινό μπάνιο. Το ερχόμενο καλοκαίρι η ερωτική μας ιστορία ήταν κιόλας παρελθόν. Τέλειωσε άδοξα, όπως οι πιο πολλοί πρώτοι έρωτες. Του άρεσε και σιγομουρμούριζε το τραγούδι "Όταν μι' αγάπη που νόμιζαν αιωνία / φτάσει μοιραία στην παρακμή". Όχι, η αγάπη τους δεν είχε φτάσει στην παρακμή. Το μυαλουδάκι τους ήταν ακόμα άπηχτο κι η καρδούλα τους επιπόλαιη, κι έριξαν την πέτρα πίσω τους.
Κι η ζωή τράβηξε μπροστά με τους δικούς της νόμους και τις απαιτήσεις. Με τα καθημερινά της, με τις σπουδές, με τις χαρές και τις λύπες, με τις διασκεδάσεις και τις μικροστενοχώριες, με τις εναλλαγές της, με καινούριους έρωτες, που διαγράφουν τις παλιές -κι όμορφες ακόμα- αγάπες.
Η σκέψη κάνει μερικά άλματα χρόνων μπροστά. Είμαι πια φοιτήτρια. Κοντά είκοσι χρονώ. Και πάλι με το αγόρι μου βρίσκομαι σε μια ερημική αμμουδιά, ανάμεσα Περαία και Αγία Τριάδα. Έχουμε κολυμπήσει, έχουμε παίξει με το κύμα. ("θαλασσολαγνεία" δεν το λέει ο Μυριβήλης;) Έχουμε κάνει μακροβούτια, έχουμε χορτάσει ήλιο και θάλασσα και φιλιά και πεθυμιές.
Ξαπλωμένοι στην άμμο, πλάι πλάι αντικρίζουμε το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, χαιρόμαστε το φλογερό χάδι του ήλιου, αναπαυόμαστε στη μακαριότητα και την ευτυχία της στιγμής. Το χέρι του ψάχνει το δικό μου, φωλιάζει μέσα. Τα χέρια σφίγγονται.
Έχω κλείσει τα μάτια κι αφήνω το χρυσάφι του ήλιου να φιλτράρεται μέσ' από τα βλέφαρα μου. Νιώθω πολύ κοντά στο μάγουλο την καφτή του ανάσα. Το χέρι του λεφτερώνεται απ' το δικό μου και ψάχνει θωπευτικά κι ανυπόμονα το κορμί μου. Μου ψιθυρίζει ερωτόλογα γλυκά και χαμηλόφωνα στ' αυτί. Ύστερα τον νιώθω μ' όλο του το έαρος πάνω μου. Μισανοίγω τα μάτια. Ο ήλιος θρυμματίζεται σε ιριδισμούς στις βλεφαρίδες μου. Βλέπω βαθιά μες στα δικά του την αστραψιά της τρέλας και του πόθου.
Η θάλασσα, το ηλιοφώς, η αρμύρα, η γλυκιά κούραση. Αισθάνομαι να διαλύομαι σιγά σιγά. Ωστόσο βγαίνω από τη νάρκη και την αποχαύνωση. Τον θέλω κι όμως τον απωθώ. Τον ποθώ κι όμως τον αποτινάζω από πάνω μου. Δεν έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Είμαι πρόθυμη, μα δεν είμαι έτοιμη να δοθώ. Όχι τώρα, όχι έτσι. Δεν ξέρω τι αποζητά η ψυχή μου. Ποιο δέσιμο, ποια βεβαιότητα, ποια έγκριση και από πού. Όλα είναι θολά κι αξεδιάλυτα. Κάτι άγουρο και απρόσιτο, κάτι πολύ ατίθασο υπάρχει ακόμα μέσα μου.
- Α να χαθείς βλαμμένο, ηλίθιο.
Ανοίγω τα μάτια μου. Είναι το κοριτσάκι στη διπλανή παρέα, που το 'βρεξε ο μικρότερος αδερφός. Ένα άλλο μικρό ξεφωνίζει «το καράβ' το καράβ'».
- Γιάννη, όχι τόσο βαθιά· η φωνή μιας μάνας.
Οι ρόδες των αυτοκινήτων στην άσφαλτο και τα κορναρίσματα με ζαλίζουν.
Ο ήλιος τώρα κατακαίει.
Κοιτάζω το ρολόι μου. Έντεκα και μισή. Πώς πέρασε η ώρα! Πώς πέρασαν τα χρόνια!
Πρέπει να πηγαίνω. Να πλυθώ, να ντυθώ, να ετοιμάσω το μεσημεριανό. Να συνεννοηθούμε με τα παιδιά για τη βραδινή έξοδο.
Για λίγο λιποτάκτησα απ' το χρόνο κι απ' τον τόπο κι από το "καθήκον".
Ανεβαίνω την ανηφόρα με τη γεύση μιας γλυκόπικρης νοσταλγίας.
Ευγενία Ρέγκου-Σγουρού
Από το βιβλίο Άλλοι Τόποι Άλλες Εποχές.
Σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Claude Monet - The Beach at Trouville