Το χρώμα

Λένας Μαυρουδή-Μούλιου


Ο Ασημάκης ήταν ένα παιδί αλλόκοτο και για να είμαστε πιο ακριβείς στους χαρακτηρισμούς μας, να πούμε ότι με όποιον μιλούσε έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν παιδί, αλλά ένας σοφός που αρνιόταν να μεγαλώσει. Ο ίδιος, δεν είχε συναίσθηση αυτής της ιδιαιτερότητας και απορούσε με τους φίλους του όταν του έλεγαν ότι δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε και ότι πιθανόν να μην ήταν του κόσμου τούτου.
Πράγματι, όταν όλα τα παιδιά της ηλικίας του είχαν το καθένα και κάποιο χόμπι, αυτός προτιμούσε να περνάει τον χρόνο του στο «εργαστήριό του» όπως αποκαλούσε την μικρή αποθηκούλα του ισογείου την ποία είχε στολίσει με λογής λογής βιβλία, εργαλεία και πόστερς με παράξενους ερευνητές και εφευρέτες σκυμμένους πάνω στα αριστουργήματά τους. Αυτοί ήταν οι ήρωές του και όχι ο Μπάτμαν, ο Σούπερμαν ή ο Σταλόνε.
Ανακάτευε χρώματα δικής του επινόησης και πάλευε να απεικονίσει ή να υλοποιήσει το μάστερ-πις του, όπως το έλεγε και που ισχυριζόταν ότι ναι μεν υπήρχε, αλλά ποτέ κανείς ειδικός χημικός επιστήμονας, ή εμπειρικός, είχε δει ποτέ ή δημιουργήσει. Το μόνο μέρος, να το πούμε έτσι, επί της γης που θα μπορούσε κάποιος με άριστη όραση να το διακρίνει, ήταν το ουράνιο τόξο, που σπανίως έβλεπαν φίλοι, γνωστοί ή δικοί του άνθρωποι και τούτο γιατί σπανίως έβρεχε στον τόπο του για να πεις ότι την βροχή θα ακολουθούσε το καιρικό φαινόμενο σπάνιας ομορφιάς και, με μεταφορική έννοια, μεγάλης αισιοδοξίας.
Πώς ένας αλχημιστής παλεύει από το μετερίζι του να δημιουργήσει το άρωμα των αρωμάτων που δεν έχει ποτέ της οσμιστεί ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι και ο μικρούλης ονειρευόταν να φτάσει κάποτε η στιγμή που θα έκανε το λατρεμένο χρώμα ορατό από τους πάντες.
Σε τόσο μικρή ηλικία και είχε διαβάσει σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού τα πάντα που αφορούσαν τα χρώματα και βέβαια προς μεγάλη του απογοήτευση δεν διάβασε ποτέ κάποια αναφορά για το χρώμα των χρωμάτων. Ήταν σαφές πλέον ότι στα γνωστά επτά χρώματα της ίριδας με τις αμέτρητες αποχρώσεις ενός εκάστου εξ αυτών, υπήρχε κι ένα όγδοο, που, άλλο παράξενο και τούτο, δεν είχε καμία, μα καμία απόχρωση! Μόνο του έλαμπε με ξεχωριστή λάμψη ανάμεσα στα αδέρφια του και επίσης μόνον μια ανθρώπινη ύπαρξη είχε την τιμή να το αντικρίσει. Γιατί;
Δεν υπήρχε απάντηση· όπως δεν υπάρχει, όπως έχουμε ξαναπεί, εξήγηση για παιδιά νηπιακής ηλικίας που άφησαν και αφήνουν ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία τους σε μουσικά όργανα και συνθέσεις, που μόνο ειδικά εκπαιδευμένα χέρια και μυαλά μιας κάποιας ηλικίας, μπορούν να δημιουργήσουν κατόπιν σκληρής μελέτης. Παιδί θαύμα της χημείας λοιπόν.
Οι γονείς του σταυροκοπιόντουσαν, και ενώ θα περίμενε κανείς να υπερηφανεύονται για το σπλάχνο το χαρισματικό τους, αυτοί εύχονταν το παιδί τους να μην διέφερε από τους συνομηλίκους του και μακάρι τα ενδιαφέροντά του να ήταν όμοια μ’ εκείνων, για να μην ακούν από το στόμα του πράγματα που μόνον ειδικοί επιστήμονες μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Όταν είδαν και απόειδαν, ότι ο μικρός ήταν ευτυχισμένος πραγματικά με τις ενασχολήσεις του, το πήραν απόφαση. Στο κάτω κάτω το παιδί τους δεν ήταν άρρωστο αφενός και απόλυτα νορμάλ αφετέρου σε όλες τις άλλες εκφάνσεις της ζωής. Ο Θεός που το έπλασε το ήθελε ξεχωριστό, είπαν και ηρέμησαν. Εύπορη οικογένεια, το λιγότερο που νόμιζε χρέος της να κάνει ήταν να το πάει στους καλύτερους οφθαλμίατρους σε Ελλάδα και εξωτερικό, μα και αυτοί τους διαβεβαίωσαν ότι δεν διέκριναν κάποια οργανική ανωμαλία πέραν της ασυνήθιστης βέβαια ικανότητας τού να βλέπει ίσως πέραν από τα ανθρώπινα. Το αποκάλεσαν και αυτοί παιδί θαύμα, το ανέφεραν στα συγγράμματά τους και τα ιατρικά περιοδικά και ανέμεναν να δουν τι μέλλει γενέσθαι. Άλλο να κάνουν δεν μπορούσαν.
Εντωμεταξύ το αγόρι μέσα στην αθώα ευαισθησία του, κρυφά υπέφερε, νιώθοντας την αναστάτωση που έφερνε στους δικούς του και σαν να έχασε κάτι από την παιδική φρεσκάδα και ανεμελιά του. Μα εκείνο που δεν έχασε λεπτό ήταν η πίστη του για την ύπαρξη του θείου χρώματος, που ο ίδιος αποκαλούσε «the rainbow’s stranger»[1], πεπεισμένος ότι ήταν ταγμένος στην απόδειξη της ύπαρξής του και ότι πολύ σύντομα όπως το ένιωθε, θα μπορούσε να το αποτυπώσει στο χαρτί, εκπλήσσοντας το Σύμπαν.
Αυτός και ο πατέρας του, στον όποιο ελεύθερο χρόνο διέθεταν, επισκέπτονταν τα μεγαλύτερα χημικά εργαστήρια ανά την υφήλιο. Αλλά κανένας δεν είχε κάτι να προσθέσει στα όσα γνώριζε ο πιτσιρίκος. Και όπως συνήθισαν πια να λένε οι ειδικοί, αυτοί ήταν που μάθαιναν απ’ αυτόν και όχι το αντίθετο! Όλη η Γη μιλούσε γι’ αυτόν, και από πολλών το μυαλό πέρασε και η ιδέα μήπως ήταν απόγονος εξωγήινων υπάρξεων με δυνατότητες ασύλληπτες για την ανθρώπινη φύση.
Ένας τυφλός γέροντας Γκουρού, κάπου στις Ινδίες, που είχε ακουστά για τούτο το Ελληνόπουλο, το έβαλε σκοπό της ζωής που του απέμενε να το γνωρίσει από κοντά. Θα καταλάβαινε αυτός μέσα στα μαύρα σκοτάδια της ζωής του εκείνα που δεν μπορούσαν να δουν τα μάτια ειδικών επιστημόνων με γνώση και υγεία· ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Κάλεσε λοιπόν το παιδί να πάει στις Ινδίες με την οικογένειά του, με όλα τα έξοδα δικά του. Μα πώς μπορούσε ο Ασημάκης να αφήσει τα μαθήματα του σχολείου του και όλες τις άλλες του υποχρεώσεις σαν μαθητής για το κυνήγι μιας ουτοπίας; Ο γέροντας δεν δίστασε να ταλαιπωρηθεί ο ίδιος ερχόμενος στην Ελλάδα.
Τον υποδέχθηκαν με χαρά και τον φιλοξένησαν στο άνετο σπιτικό τους. Τις ημέρες της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε την αίσθηση ότι εκείνος μάθαινε από το παιδί και όχι το αντίθετο, το ίδιο δηλαδή που έλεγαν και ονομαστοί επιστήμονες. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να βλέπει μόνον ο Ασημάκης αυτό που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Μήπως τελικά το παράξενο χρώμα του ουράνιου τόξου δεν ήταν παρά μια απόρροια της υπέρμετρης φαντασίας του και μόνον; Το σοφό μυαλό του δεν μπόρεσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα ήξερε για τα επτά χρώματα της ίριδος και ήρθε ένας μπόμπιρας από το πουθενά να ισχυριστεί ότι -και καλά- τα χρώματα ήταν οκτώ, πάει και τελείωσε;
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει για την μακρινή του πατρίδα, ένοιωσε πραγματικά δυστυχής που δεν μπόρεσε να κάνει κάτι. Οι φίλοι του καταλαβαίνοντας την απελπισία του θέλησαν να την απαλύνουν λέγοντάς του ότι στις καλοκαιρινές διακοπές θα πήγαιναν οπωσδήποτε να ανταποδώσουν την επίσκεψή του στις Ινδίες όπου θα συναντούσαν και τον μέγα δάσκαλο Γκουρού, ονομαστό για την ικανότητα του να ερμηνεύει τα πάντα όπως ισχυριζόταν και όπως αποδείκνυε με αδιάσειστα στοιχεία. Το κέρδος τους από αυτήν την επίσκεψη θα ήταν, αν μη τι άλλο, να βεβαιώσει και αυτός ότι το παιδί έλεγε την αλήθεια και δεν ήταν ένα μυθομανές πλάσμα όπως άρχισαν να πιστεύουν πολλοί.
Οι μήνες κύλησαν και 'φύγαν και το καλοκαιράκι έφτασε με το ηθικό της οικογένειας αναπτερωμένο. Βομβάη ο προορισμός τους όπου κατά ευτυχή συγκυρία εκτός του γέροντα φίλου τους, είχε εκεί την εξοχική κατοικία του και ο μέγας Γκουρού τον οποίο όλοι σέβονταν και υπολόγιζαν, μετά τον Βούδα. Ο μέγας δάσκαλος χαιρέτησε την συντροφιά καλοσυνάτα, τους είπε αμέσως ότι η φύση έχει τις ιδιαιτερότητές της, αλλά αποκλείεται να μην υπήρχε απάντηση στο θέμα που τους απασχολούσε. Συμπλήρωσε δε, ότι στον μακρόχρονο βίο του δεν υπήρξε κάτι που να μην μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει. Τόσο αυτός όπως και ο τυφλός φίλος του πίστευε απόλυτα το παιδί και ένιωσε κάποιο δέος σαν αυτό προκαλούσε στους συνανθρώπους του με τη σοφία του και την αγιότητά του.
Αφού περιηγήθηκαν την ωραία πόλη στάθηκαν εκστατικοί μπροστά σε ένα οικοδόμημα, μια Παγόδα που δέσποζε του τοπίου. Ένας Μητροπολιτικός Ναός θα λέγαμε, με μία αρχιτεκτονική θαυμαστή στους ξένους και το λέμε αυτό γιατί οι ντόπιοι ήταν συνηθισμένοι σε τέτοια λαμπρά οικοδομήματα αφιερωμένα στους δικούς τους Θεούς. Μπήκαν στον ναό και όπως στέκονταν όλη η συντροφιά στο κέντρο ακούγοντας τις απαντήσεις που έδινε ο δάσκαλος στις δικαιολογημένες απορίες τους, βλέπουν ξαφνικά τον Ασημάκη να χλομιάζει και άφωνος με παντομίμες, να δείχνει τρέμοντας, το τεράστιο βιτρό τού πλαϊνού παραθυριού που απεικόνιζε τον επιβλητικό Βούδα.
«Θεέ μου, να το», ψέλλισε χαμηλόφωνα, πέφτοντας στα γόνατα.
Πράγματι εκεί που έδειχνε ο μικρός, μια δέσμη φωτός που διαπερνούσε το βιτρό σαν προβολέας, έπεσε και άστραψε πάνω στο δακτυλίδι του Βούδα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε το φως, και μαζί του ο ασύλληπτης ομορφιάς ιριδισμός που πρόλαβαν να θαυμάσουν εκστασιασμένοι όλοι, όλοι… Ήταν οι πάντες μάρτυρες του μαγικού χρώματος που τους έλεγε ο Ασημάκης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ναι, ήταν αυτό, ήταν το χ ρ ώ μ α.
Γρήγορα το γεγονός έγινε γνωστό και ο Ναός γέμισε από παραληρούντες θρησκευόμενους και όπως γίνεται πάντα, από συνεργεία τηλεοπτικά και κινηματογραφικά για να απαθανατίσουν... τι; Οι αντιρρησίες και οι δυσκολόπιστοι έλεγαν ότι δεν βλέπουν κάτι το ασυνήθιστο στο χέρι του θεού τους, ήταν όπως το ήξεραν μια ζωή. Και είχαν δίκιο. Τι σαχλαμάρες τους έλεγε ο μικρός άπιστος και αν δεν υπήρχαν εκεί οι δύο πασίγνωστοι δάσκαλοι, κανένας δε θα εγγυόταν την αρτιμέλεια πατέρα και γιου εξ Ελλάδος ορμώμενων. Αντιρρησίες υπάρχουν σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου βίου. Είναι και αυτό ένα φαινόμενο που έστω και αρνητικά κάνει τον αντιρρησία να ξεχωρίζει και να ελκύει τόσο τη μήνη των πολλών όσο και εκείνων που απορούν με δαύτον.
Ποιος αλήθεια θα θυμόταν σήμερα τον Σαλιέρι, φημισμένο μουσικό της εποχής του αν δεν είχε έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Μότσαρτ το παιδί εκείνο, το μέγα θαύμα του ανθρώπου, κατορθώνοντας έτσι να κερδίσει ένα κομμάτι από την πίτα της αθανασίας; Ένας κλάδος κι αυτός αυτού που λέμε υστεροφημία, επαναλαμβάνουμε, έστω και αρνητική.
Ο μέγας γκουρού, κατάπληκτος, το μόνο που μπόρεσε να πει στο αλαλάζον πλήθος ήταν ότι η ηλιαχτίδα που έπεσε στο συγκεκριμένο σημείο του βιτρό έκανε μια θεϊκή χρωματική μίξη, σπάνια μεν, υπαρκτή δε. Δεν είχαν παρά την επομένη ημέρα και ίδια ώρα να περιμένουν να επαναληφθεί το φαινόμενο του ιριδισμού. Εκεί θα ήταν το βιτρό, εκεί η αέναη ύπαρξη του ηλίου. Υπομονή και αυτοσυγκράτηση συνέστησε στο πλήθος που ξενύχτισε στην παγόδα για να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη θέα. Κινηματογραφιστές, τηλεοπτικά συνεργεία, πήραν θέση απέναντι στον Βούδα.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του που ήταν λαμπρή καλοκαιριάτικη με υποφερτή ζέστη. Ένα απαλό αεράκι βοηθούσε το πλήθος να αντέχει στην ολοένα αυξανόμενη ζέστη μα, περιέργως πώς, ξαφνικά ο ουρανός άρχισε να σκεπάζεται από πυκνά γκρίζα σύννεφα, πράγμα που σε καμία μετεωρολογική πρόγνωση δεν είχε ανακοινωθεί. Και βέβαια όταν ήρθε η αναμενόμενη χρονική στιγμή που όλοι περίμεναν ο ήλιος δεν είχε σκοπό να κάνει την εμφάνισή του και επομένως ούτε και κανένας ιριδισμός, προς μεγάλην απογοήτευση των πάντων. Η σκηνή επαναλήφθηκε την επομένη ημέρα και την μεθεπομένη, αλλά το μετεωρολογικό φαινόμενο της κακοκαιρίας, την συγκεκριμένη ώρα, δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Την έβδομη ημέρα, κατά τας Γραφάς όπως σχολίασε αστειευόμενος ο πατέρας του Ασημάκη, ναι μεν ο ήλιος έκανε λαμπρή επανεμφάνιση αλλά ήταν πλέον αργά. Η δέσμη του φωτός που διαπερνούσε τον φωταγωγό είχε παρεκκλίνει της πορείας της και φώτιζε τώρα πια, ένα αδιάφορο τμήμα του τοίχου. Φως φανάρι η φύση, δεν ήθελε ακόμη να ανοίξει τα χαρτιά της, να φανερώσει τα μυστικά της· άγνωστο γιατί.
Η γνωστή συντροφιά μας ήταν απελπισμένη και μονάχα ο Μέγας Δάσκαλος Γκουρού κρατούσε ψήγματα ψυχραιμίας λέγοντας: «Τι τα θέλετε φίλοι μου, έπρεπε να φτάσω σε τόσο μεγάλη ηλικία για να αλλάξω γνώμη και να πω ό,τι και ο δικός σας Δάσκαλος, πάνω από 2.000 χρόνια πριν, ότι εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Το λέω ανατρέποντας την γνώση των τόσων χρόνων μου, που νόμιζα ότι είχα ερμηνεία για το καθετί. Καταλήγω να πω είναι ότι όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Ας αφήσουμε τη φύση να φανερώσει τα μυστικά της όταν εκείνη -σοφότερη καθώς είναι από μας τους υποτίθεται σοφούς- το κρίνει αναγκαίο».
Πατέρας και γιος δεν είχαν λόγους να μείνουν κι άλλο στην Βομβάη. Γύρισαν στην Ελλάδα ναι μεν απογοητευμένοι, αλλά και ικανοποιημένοι από τα λόγια του Γκουρού, που τα πίστευαν βαθιά. Ναι, πράγματι, όλα για κάποιον λόγο γίνονται και το μόνο που κάνει η φύση είναι να ξεχωρίζει λίγα παιδιά της, για το καλό όλων ημών των υπολοίπων. Ένα δείγμα προς μίμηση δηλαδή, για να δείξει τι εστί τελειότητα. Για την βελτίωση εν ολίγοις της πανίδας αλλά και της χλωρίδας της υφηλίου.
Και ας μη μας διαφεύγει, ότι απόλυτη τελειότητα, δεν υπάρχει. Ένας ο τέλειος και Αυτόν δεν θα τον μιμηθεί ποτέ κανείς…


Copyright Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Leonid Afremov
[1] Η φράση the rainbow’s stranger μεταφράζεται ως ο άγνωστος του ουράνιου τόξου.