Η Χαρούλα Βερίγου και το Λασίθι, τόπος Μέγας - Η κούπα των θεών

Ξοδεύονται οι μέρες, οι νύχτες, η ζωή. Μόνο το φως μένει αξόδευτο και συνεχίζει το ταξίδι του στην αιωνιότητα. Κι εσύ, με το τριμμένο παιδικό σου φουστανάκι, ψάχνεις για καταφύγιο σ’ ένα αθώο παρελθόν, σ’ ένα άπιαστο όνειρο, εκεί πιστεύεις πως θα γυρίσεις το κλειδί και η επικράτεια της ψυχής θα γεμίσει λευκό χιώτικο γιασεμί για ν’ ανατείλουν τα χαμένα φεγγάρια… Να περιμένεις, έχεις χρέος.
«Αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου, εσύ πρώτα, μην περιμένεις να το κάνει άλλος. Αγάπα τον άλλον, γιατί είσαι εσύ», θυμάσαι τα λόγια του Καζαντζάκη και παίρνεις θάρρος να εμπιστευτείς τον μέσα σου ξεχασμένο άνθρωπο ψάχνοντας διέξοδο στις λέξεις.
Συνηθίζεις να λες τις περιπέτειες ευκαιρίες, ξορκίζοντας το κακό χωρίς να κλείνεις τα μάτια. Στο θάλαμο του Νοσοκομείου έγραψες το «Ιστορίες για φεγγάρια».
Εμμονή, είχε γίνει μια υπόσχεση στο Μεγάλο Κάστρο και από εμμονή, για να λυτρωθείς, μυθιστόρημα, το πρώτο που έγραψες ανάβοντας τα σκοτάδια τού έρωτα μέσα σου στην Κέρκυρα, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο».
Σεβάστηκες τη μνήμη τής Χαριγένειας, εκείνης της πονεμένης γειτόνισσας που έθαβε τα αποτρόπαια, βαθιά μέσα στην ψυχή για να μην πληγώσει κανέναν, γι’ αυτό έφερες την ιστορία της στο φως, η ζωή της στο δεύτερο μυθιστόρημα «Μια κούρσα για τη Χαριγένεια».
Σε ταξίδεψαν οι ιστορίες στην Ήπειρο, μα περισσότερο αγάπησες τις πληγές εκείνων των γυναικών που τα έζησαν όλα καρτερικά, ξενιτιά, πόλεμο, θάνατο, φτώχεια, εμφύλιο, χωρίς ποτέ να χάσουν την ελπίδα. Σού ευχήθηκαν, «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα», με την άδειά και την ευχή τους έγραψες τις ιστορίες τους, χρέος στην Ήπειρο.
Έχεις την τάση να επιστρέφεις πάντα στην αρχή, θαρρείς για να ξαναβρίσκεις το νήμα και το νόημα της ζωής σου γυρνάς. Μετά το «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα» που αφιέρωσες στη γιαγιά Γαρυφαλλιά, η Μοίρα η ασάνταλη, η Μοσκοκούζουλη, σε φώναξε άλλη μία φορά τ’ όνομά σου, πιο δυνατά αυτή τη φορά, λίγο προτού ξημερώσει η Πρωτοχρονιά του 2020: «Ζωή!» Μετά κούρνιασε σαν καλή φιλενάδα στον ώμο σου. Έκλεισες τα μάτια, να μην της δώσεις δικαιώματα να σκεφτεί πως τα κατάφερε να ζωντανέψει, μαζί με τις παλιές αναμνήσεις, ακόμη και τα στοιχειά του τόπου… Το λασιθιώτικο τοπίο, κλείνοντας τα μάτια, αποκτά την παλιά του αίγλη στο φεγγαρόφωτο μέσα από το μύθο, που σε γοητεύει και φυλάσσεται με τα πολύτιμα, γίνεται βίωμα και συνεχίζει να περνά από γενιά σε γενιά. Μεταλαβαίνεις το πάθος και μένεις στον κύκλο, που ενώνει τις ανήσυχες ψυχές και θα υφίσταται αδιατάρακτος, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μέσα από την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ορεινού τόπου με την άγρια ομορφιά ξυπνούν, θαρρείς, και τα τοπία των αισθήσεων. Όλα είναι ωραία. Ο νους τρέχει να προλάβει, να συνδέσει όλους τους κρίκους της αλυσίδας, να ζήσει ξανά τη μάνα γη και τα πρόσωπα αλλιώς.
Άνοιξες την κιτρινισμένη σελίδα της νιότης, με την αλμύρα στα μάτια και τη δίψα στα χείλη, όπως παλιά, όπως πάντα για να καταθέσεις από την ψίχα της ψυχής την ευγνωμοσύνη σου, «Λασίθι, τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών».
Στις φαντασιώσεις της ανορθόγραφης ζωής, έρχεται και σε σώζει η ποίηση. «Αύριο, στάχυα οι λέξεις» και «Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις» οι πρώτες ποιητικές συλλογές μα πολύ σύντομα, «Αύριο, νηπενθής άνεμος οι λέξεις» και «Αύριο, ασύνορη βροχή οι λέξεις», αξίωση στο παρόν, να χωρέσει το αιώνιο ως αγαθό στη σύντομο ταξίδι της ψυχής.
Παλιό κρασί σε καινούριο ποτήρι. Χαμηλώνει η φλόγα στο φιτίλι. Δυναμώνει η βροχή.
Αύριο, την κούπα ως τον πάτο. Η φλόγα του λύχνου ξοδεύεται χωρίς να παλιώνει και το φως της αστραπής κορτάρει ορίζοντες. Αστραφτερός κι ο πόθος στο κεντημένο λευκό μαξιλάρι, τις ασχημάτιστες ώρες και μέρες και νύχτες περιμένει πριν και μετά τα αμίλητα ναυάγια του έρωτα, πριν και μετά τον αιώνιο όρκο μπροστά στο λίγο της ζωής.
Αύριο, όταν το χαμόγελο του φεγγαριού στον Κάστελλο θα είναι ίδιο με το δικό σου και στο τοπίο της νύχτας ένα σπυρί φως, η ψυχή θα κεντά ξόμπλια στην άβυσσο.
Αύριο, στο μέγα χάσμα μια τριανταφυλλιά θ’ απλώσει νέους βλαστούς και πάνω στο μελανό φτερό της Αγγέλισσας δυο κόκκινα τριαντάφυλλα θα φιλήσουν το φως.
Αύριο, όταν η άβατη στράτα θ’ ανοίξει διάπλατα και τα χέρια, ψηλαφώντας άγνωστα τοπία, θα θερίσουν στάχυα τις τελευταίες λέξεις…
Αύριο, έτη φωτός μακριά από τα σύνορα της σάρκας χωρίς αινίγματα…
Αύριο, με τη μνήμη του πηλού, την πνοή του έρωτα, και πλήρη όραση στ’ όνειρο έχοντας εκπληρώσει το χρέος... Ικέτιδα στο φως.

Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
κι εδώ στο Νότο ονειρεύομαι να ζήσω
λίγο πριν βγει απ’ τον Σκορπιό
και δώσει η μάντισσα χρησμό,
στο σύνορό του, απόψε θα μεθύσω.

Ευχαριστώ από καρδιάς!
Κέρκυρα 31 Μάη τού 2021
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου αλλά και
Ζωή Δικταίου

Η Χαρούλα Βερίγου, αποδεχόμενη την πρό(σ)κληση του Πλοκόλεξου, γράφει με αφορμή το «Λασίθι, τόπος Μέγας - Η κούπα των θεών» αλλά και για όλη την εργογραφία της, χρησιμοποιώντας δέκα προκαθορισμένες λέξεις. Το πόνημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι με εξώφυλλο πίνακα Ρουσσέτου Παναγιωτάκη. Συνεχίστε την ανάγνωση για να δείτε τι λέει η ίδια για το βιβλίο της, απαντώντας μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών, ενώ αντί περίληψης διαβάζουμε:
Απέναντι στο μυστήριο του κόσμου και στη συγκίνηση του αποβροχάρη ήλιου, ένα κλαδάκι γιασεμί δευτέρωσε τον όρκο του στο φως. Μαζί δεν θ’ αφήσουμε τον κόσμο μας να χαλάσει. Ούτε μου περισσεύει η ζωή, μα μήτε και μου φτάνει.
Ό,τι μοιράζομαι αγαπώ, αυτό μετρά η καρδιά μου στην κλεψύδρα της ευτυχίας, το «εμείς».
Ώρα που κρεμάστηκε ο καιρός της μνήμης στην κορφή με λέξεις άλλες, για να ξυπνήσει ο πηλός και να φωνάξει: «Κρήτη, Λασίθι, γη ιερή, μάνα αθάνατη...»
Δεν είναι όλες οι μικρές πατρίδες «μητριές». Η κακοτράχαλη στράτα γνωρίζει το βήμα μου. Δικός μου ο τόπος κι ο καιρός, ας σβήσουνε τα φώτα. Σώμα και χώμα του Λασιθιού, μία χαραμάδα φως της Δίκτης κρατώ ανοικτή για να ονειρεύομαι όσα η αγάπη ορίζει ως εντολή και ως εκπλήρωση.
Κι όσο υφαίνει όμορφα, καινούργια ρούχα η μοναξιά στον αργαλειό τής λασιθιώτικης φύσης, πριν η ανάγνωση της απειρίας συλλαβίσει βιαστικά τη χαρά, καθρέφτης γίνεται ο μικρός Μέγας τόπος, για να συνεχίσει να ασκείται η ψυχή και να εναντιώνεται σ’ εκείνους που λατρεύουν το είδωλό τους, διαλαλώντας πως είναι αυτοί οι σωτήρες και οι φανοστάτες του κόσμου.
Φωτογραφίζοντας την παιδική μου ηλικία και το άμεσο περιβάλλον της τότε καθημερινότητάς μου, αισθάνθηκα ότι είχα μια αξόφλητη επιταγή, ένα χρέος ν’ αναστήσω ό,τι κινδύνευε να χαθεί, να του δώσω πνοή.
Στο Οροπέδιο δεν κατοίκησαν και δεν θα κατοικήσουν ποτέ σκοτεινές σκιές.
Δεν τις αντέχει ο τόπος. Το δικό μου Λασίθι είναι το τελευταίο ζωντανό τοπίο που κρατά την ομορφιά και την αξία του καλού παραμυθιού.
Στο Λασίθι κανένα δάκρυ δεν πάει χαμένο. Γίνεται άστρο και νερό και σώζει την ψυχή μας.


Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Χαρούλα Βερίγου: Με τη σχεδία της αγωνίας και τα κουπιά του χρέους, ξορκίζοντας φόβο και θάνατο ξανοίχτηκα γυρεύοντας τις λέξεις που κερνούν τη ζωή και ποτίζουν την αγάπη. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς του δύο χιλιάδες είκοσι ξεκίνησε τούτη η περιπλάνηση του νόστου, κι ας ήμουν στον όρμο των Γουβιών στην Κέρκυρα, εγώ το απάνω δώμα της γης, το Λασίθι, σημάδευα στο χάρτη. Με την Αγγέλισσα του Δέτη να σβήνει το μοιρόγραφτο τέλεψε το ταξίδι τις μικρές ώρες της εικοστής πρώτης του Μάη του ίδιου έτους για να ορθώσω ανάστημα και να δηλώσω, Αύριο, ελεύθερη στο κατώφλι του ήλιου, το συμβόλαιό μου με την ανορθόγραφη ζωή καινουργιώνει…

Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Χ.Β.: Χρέος!

Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Χ.Β.: Την ώρα που επαναστατούν οι άγγελοι, έλα αναγνώστη, χωρίς αποσκευές, να πιεις από την κούπα των θεών, έλα με το χτιστό φως του λύχνου να κατέβουμε μαζί στα χωριά, να περπατήσουμε στα πλακόστρωτα, να βγούμε στο τσαρσί, ν’ ακούσομε ιστορίες, να αισθανθούμε την αιώνια επιστροφή των ονομάτων και τις αλάλητες αποκοτιές, να ξεκουρδίσομε τον κερατά το Χάρο με την ασκομαντούρα τού Χαρπά και το βιολί του Βλάσση, έλα να σμίξομε με τους μελαχρινούς θεούς στο ντουκιάνι της Ξενορόδης στο Μαρμακέτω, να δούμε πώς χορεύουν οι βεργολυγερές με τα μπουμπουκιασμένα χείλη στο Δικταίο Άντρο, να θαυμάσομε τους παλιούς μαυροπουκαμισάδες με τα σγουρά γένια πίνοντας ρακή στη Σελένα, να βρούμε τα ζάλα του Σαραντάπηχου στη Μαδάρα, ν’ ανοίξουμε τα πανιά των ανεμόμυλων όπως παλιά, έλα αναγνώστη να δεις πώς μεγεθύνεται η συμπάθεια στις μέρες μας στο Οροπέδιο, όσο μαζί η συμπάθεια και η αντιπάθεια σε άλλες εποχές και πώς οι λέξεις γίνονται μνημόσυνο.

Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Χ.Β.: Ένα ταξίδι, στο απάνω δώμα της γης, στο Οροπέδιο Λασιθίου, με όχημα τον αδιαίρετο χρόνο, για να κινείται σκέψη και ψυχή, από τη Μινωική Κρήτη στο παρόν του τόπου και του ανθρώπου. Θα κρατούσε όσο κρατάει το φως, αυτό που ταξιδεύει στην αιωνιότητα.

Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Χ.Β.:
Γιγαντώνεται μέσα σου η περηφάνια για τούτη την αμόλευτη ρίζα, το Λασίθι, τόπο και προγόνους συλλογίζεσαι. «Όρτσα», λέξη που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του Οροπεδίου. «Όρτσα», πλεύση της καρδιάς, της ψυχής, του νου, κόντρα στην κόντρα του έωλου κόσμου. «Όρτσα!», ν’ ανοίξουν όλα τα πανιά από τον άνεμο της αγάπης. Στο Λασίθι, η ζωή, η φύση, ο ουρανός, τα όρη, ο κάμπος, οι άνθρωποι, οι ανεμόμυλοι, βιώνονται ως ένας εγκόσμιος παράδεισος. Εδώ άνθρωπος και φύση γίνονται ένα, συνθέτοντας με ποιητικότητα το μυθικό πλαίσιο ενός ενιαίου, μικρού σύμπαντος, που λέγεται Οροπέδιο Λασιθίου. «Αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου, εσύ πρώτα, μην περιμένεις να το κάνει άλλος. Αγάπα τον άλλον, γιατί είσαι εσύ», θυμάσαι τα λόγια του Καζαντζάκη και παίρνεις θάρρος να εμπιστευτείς τον μέσα σου ξεχασμένο άνθρωπο…

🌻

Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για πολλά χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης. Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη. Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, εκδόσεις Φίλντισι, Νοέμβριος 2020.
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, εκδόσεις Φίλντισι, Νοέμβριος 2019.
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, εκδόσεις Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018.
Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, εκδόσεις Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018.
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Φίλντισι, Μάιος 2017.
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015.
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, εκδόσεις Έψιλον, 1996.
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, εκδόσεις Ατέχνως, 2020.
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, εκδόσεις το βιβλίο, 2017.