Κυκλοφορούν πάρα πολλά μυθιστορήματα, αναμφίβολα. Αρκετά από αυτά «λειτουργούν» καλύτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, σε φάση διακοπών, χαλαρότητας, ανεμελιάς άρα και αποφυγής προβληματισμού, δυστοπικής εμπειρίας κ.λπ. Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Π. Χάντλεϊ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες, δεν είναι ένα από αυτά -τα λεγόμενα «ανέμελα» εύκολα ταξιδιάρικα βιβλία των διακοπών- αλλά είναι ένα ανάγνωσμα που του ταιριάζει πολύ το ελληνικό καλοκαίρι λόγω υπόθεσης.
Αρχικά, ας αναφερθούμε στην υπόθεση, λοιπόν, που αποτελείται από ένα δίπολο: Στη μια μεριά θα γνωρίσουμε την Μαρκέλλα που βλέπει ότι η βαθιά της επιθυμία, να γνωρίσει το άλλο της μισό, σχεδόν πραγματοποιείται στο πρόσωπο του αγαπημένου της «πρίγκιπα», τον οποίο ερωτεύεται σφόδρα και με πάθος. Όμως εκείνος θα εξαφανιστεί ξαφνικά, αφήνοντας μετέωρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα να την ταλανίζουν και πολλές άλλες «σκοτούρες». Στην άλλη μεριά, η διάσημη, πλούσια και πολυεπιτυχημένη συγγραφέας Μαγκνταλένα αποκτά έναν νέο εραστή. Έναν άνεργο Έλληνα τον οποίο πείθει να γράψει ένα αισθηματικό βιβλίο υπό την επίβλεψή της.
Ο Χάντλεϊ δημιουργεί ένα σύμπλεγμα πραγμάτων και καταστάσεων προσφέροντας διασκέδαση στον αναγνώστη όπως και εκπλήξεις. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη και οι εξελίξεις άλλοτε ταξιδεύουν, άλλοτε ενθουσιάζουν κι άλλοτε σοκάρουν. Ένα απίθανο μείγμα από αντιπαραβολές, έξυπνη αφήγηση, ιστορίες που «τρέχουν» παράλληλα ή που ανήκουν η μία μέσα στην άλλη, ή η μία ως προέκταση της άλλης, και όμορφες στιχομυθίες και ρήσεις -καλά καμουφλαρισμένες ωστόσο μέσα σε εικόνες και σκηνές. Όπως στις πρώτες κιόλας σελίδες όταν συμβουλεύει να κρύβεις αυτό που έχεις μέχρι να το ανακαλύψουν αυτοί που τους αξίζει και κάπου εκεί, αποφασίζω κι εγώ ότι (θα) μου αρέσει τούτο το ανάγνωσμα· εκείνος βέβαια φροντίζει να μου το επιβεβαιώνει διαρκώς ώστε να μη χάνω στιγμή το ενδιαφέρον μου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι πάντα αρεστό να κοσμεί κανείς το κείμενό του με παρομοιώσεις και μεταφορές όμως είναι θεάρεστο όταν ο συγγραφέας ξέρει πραγματικά να το κάνει -όπως στο παρόν- κι επιπλέον, όταν κάποιες από αυτές είναι πρωτότυπες. Επίσης, πρέπει να υπογραμμιστεί η ξεκάθαρη γενικότερη πρόθεσή του να αποφύγει κάθε πεπατημένη, να χαράξει έναν, όσο το δυνατό, προσωπικό του δρόμο γραφής με ύφος και «γυαλιστερό μάτι», προσφέροντας ένα τσικ περισσότερη ευελιξία. (Παράδειγμα το μη δυσάρεστο ως κάτι που δεν απεχθάνεσαι αλλά ούτε και ποθείς, το ανεκτό.)
Στο τέλος της εμπειρίας, εκεί που πια έχουν ολοκληρωθεί τα πάντα σκέφτομαι αν ο άνεργος Έλληνας του μυθιστορήματος γράφει για τη ζωή του ή αν γράφει το βιβλίο της ζωής του -λεπτή η απόχρωση ανάμεσα στα δύο αλλά κάνει μια σημαντική διαφορά- αλλά αυτό θα το ανακαλύψετε και θα το αποφασίσετε μόνοι σας.
Πού ανάγεται όμως ο τίτλος; Μη περιμένετε απάντηση, ούτε σε αυτό. Η Μαρκέλλα είναι φυλακισμένη/«φυλακισμένη» από τον/στον έρωτα του αγαπημένου της, ο Έλληνας είναι φυλακισμένος/«φυλακισμένος» από την πλούσια και διάσημη ερωμένη του, η διάσημη συγγραφέας είναι φυλακισμένη/«φυλακισμένη» της δόξας, των πωλήσεων και της φήμης της, ένας άντρας είναι δέσμιος του γάμου του κ.π.λ. Πολλοί οι εγκλωβισμένοι χαρακτήρες, μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Πολλές οι καταστάσεις που οδηγούν σε μια δεσμευτική συνθήκη (άλλες υποχρεωτικές κι άλλες οικειοθελείς αποφάσεις ενώ παραμένει αιώνιο το ερώτημα πώς γίνεται κάτι τόσο όμορφο, ο έρωτας/η αγάπη, να περιέχει ή να συνεπακολουθείται από τόσες δεσμεύσεις) κι εδώ ο Χάντλεϊ, αν δεν αποφάσισε συνειδητά να γράψει μια ιστορία για να θίξει τα διάφορα δεσμά του ανθρώπου, το κατάφερε τέλεια μέσα από το βιβλίο του.
Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα και εθιστική. Προκαλεί την περιέργειά μας για την εξέλιξη και προσφέρει μη κοινότυπη πλοκή. Έχει ισχυρό ελληνικό στοιχείο και τοποθεσίες της επικράτειας, περισσότερο βέβαια στοχεύει στο ελληνικό νησί, τον ήλιο και τη θάλασσα. Αυτό το βιβλίο είναι σύγχρονο, ελκυστικό και μοντέρνο. Διαθέτει χιούμορ, όπως μια μαύρη κωμωδία, περιπέτεια, έρωτα/-ες, έγκλημα αλλά και ανατριχίλα. Διαθέτει και βία (ψυχολογική και σωματική) όμως το σπλάτερ του το «ξεπλένει» με το πνεύμα του.
Διαθέτει και tips προς φιλόδοξους συγγραφείς φανταστικών ιστοριών -βλέπε και μυθογράφους- που ενώ βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο (το βάρος πέφτει συνεχώς στα πρόσωπα) είναι ξεκάθαρες κατευθύνσεις. Πρέπει να γράψετε [...] πράγματα που αρέσουν στους ανθρώπους... Γράψτε τα και όλα θα πάνε καλά από 'δω και πέρα. Επιπλέον, αποτελούν ορθές, αδιαμφισβήτητες τοποθετήσεις, ειδικά για εκείνον τον δημιουργό που στοχεύει στη δημοτικότητα ή στις μεγάλες πωλήσεις. Σε αυτές τις εμβόλιμες αράδες θα καταλήξει στην υπέροχη παρατήρηση πως το απλό κι αυτονόητο είναι και το δυσκολότερο -ε,ναι! τελικά- ενώ θα βρείτε κι ένα δοκίμιο περί συγγραφής όπου αναρωτιέται γιατί γράφουμε; και δίνει τις σκέψεις-απαντήσεις του.
Υπάρχει μια λεπτή άδικη γραμμή ανάμεσα σ' εκείνους που αφιερώνουν τη ζωή τους στο γράψιμο μόνο και μόνο για να γίνουν φαντάσματα του εαυτού τους και εκείνους που γράφουν με τη σιγουριά ότι θα αγοράσουμε τα δικά τους φαντάσματα.
Επίσης, θα διαβάσετε πολλά σχόλια για τη χώρα μας, την κοινωνία, τους πολιτικούς κ.ο.κ. Ακόμα και η δημοκρατία μας σχολιάζεται με πνεύμα και ρεαλισμό ενώ είναι σοκαριστικό να βλέπεις τι έχει εισπράξει από εμάς και πόσο μέσα πέφτει. Μιλάει σοβαρά για την «κουλτούρα» μας ή αστειεύεται στα όρια της σάτυρας, όμως πάντα πετυχημένα. Greece is a child that never grew up ονοματίζει ένα από τα κεφάλαια και «σκανάροντάς» το σε πείθει χωρίς ιδιαίτερο κόπο, καταλαβαίνεις την «αλήθεια» του και κατανοείς απόλυτα το σκεπτικό του.
Τελικά, πετυχαίνει στην κυριολεξία αυτό που λέμε: όταν γράφεις ή όταν διαβάζεις ζεις σε διαφορετικούς κόσμους.
Προσφέρει ουσία, περιεχόμενο και ενδιαφέρον.
Κλείνει ωραία με όλες τις εκκρεμότητες, τους λογαριασμούς και τα μέτωπα.
Γλυκά κι αισιόδοξα.
Αυτά ακριβώς που μόλις διαβάσατε δεν είναι πολτός, είναι φόρος τιμής στα βιβλία του πολτού [...] είναι ένας μεταμοντέρνος τρόπος ανάπτυξης του κειμένου μέσα από το αιώνιο παιχνίδι της αντίστιξης.
Το θέλετε, με βεβαιότητα, στη βιβλιοθήκη!