Στο μυθιστόρημά μου προσπάθησα να περιγράψω πώς μπορεί η πανίσχυρη Ανάγκη να φέρει σ’ επαφή αταίριαστους, και κοινωνικά και μορφωτικά, μεταξύ τους ανθρώπους και να τους επιβάλει να συμβιώσουν ανακαλύπτοντας διόδους επικοινωνίας.
Στην υπόθεση... το οίκημα επιβλητικό και αξιοπρόσεχτο που έχει γνωρίσει μέρες δόξας, πλούτου και αρχοντιάς, προπολεμικά, έχει πέσει σε παρακμή και δυσπραγία μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη του. Αυτή την εποχή της «πτώσης» διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα. Τι συμβαίνει πίσω απ’ τις επιβλητικές θύρες; Πόση αλήθεια κρύβεται πίσω από το προσωπείο του καθενός; Ποιος θα μπορέσει, αν μπορέσει, ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά; Πόσο ουσιαστική είναι η συμβολή του κάθε ατόμου στην προσπάθεια για ένα μέλλον εποικοδομητικό;
Μέσα, λοιπόν, στο αρχοντικό μου, που το είχε χτίσει με τα καλύτερα υλικά και πολύ μεράκι ένας επιφανής Αθηναίος της Παλιάς και αξέχαστης Αθήνας του μεσοπολέμου, από αγάπη προς την πανέμορφη και επίσης πλούσια νεαρή γυναίκα του, και που είχε γνωρίσει χρυσές περιόδους, τώρα, όταν η ζωή έχει φέρει τα πάνω κάτω, μετά τον θάνατό του, έχουν απομείνει η αριστοκρατική χήρα του, ένα ζευγάρι -ο άντρας, ανιψιός του, και η γυναίκα του-, η οικονόμος που έχει γεράσει πια, ακολουθώντας πιστά τη φθορά του σπιτιού και η βαφτισιμιά της αρχόντισσας!
Όλοι τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση, καθώς, αν και δεν τους δένουν δεσμοί αίματος, ο χρόνος και τα βάσανα τους κρατούν σφιχταγκαλιασμένους σ’ ένα χορό που το μαντίλι του το κραδαίνει η αδήριτη Ανάγκη!
Για τους ήρωες... Έχεις την εντύπωση πως, αν αποτραβήξεις κάποιον απ’ τους χορευτές, θα κλονιστεί μέχρι θανάτου ο κύκλος, αφήνοντας στο κενό τους άλλους. Ο καθένας τους με το προσωπικό του παρελθόν, τα ιδιαίτερα οράματά του για το μέλλον, και φυσικά το ξεχωριστό του πεπρωμένο, αποτελεί ένα χρυσό κρίκο στην βαριά αλυσίδα της ευθύνης και της επιβίωσης! Η ενενηντάχρονη πλέον Μαντάμ Μπαζίλικα, που ζει αναπολώντας το λαμπρό της παρελθόν, με μοναδική της διασκέδαση τα χαρτιά, αυταρχική και ωραιοπαθής, ο καλοθρεμμένος Πάτροκλος που δεν έχει μάθει να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του, σπάταλος κι αιθεροβάμων, η Ασπασία, η γυναίκα του, μετρημένη και σφιχτή στα οικονομικά, η Μάχη, η ηρωική οικονόμος, αφιερωμένη και πιστή στο καθήκον της, που «λύνει και δένει» πασχίζοντας να σώσει την αξιοπρέπεια του σπιτιού πριν την τελική πτώση του, είναι τα γερασμένα πρόσωπα που αργοσβήνουν μέσα στη θλίψη της νοσταλγίας.
Μα, δεν υπάρχει αχτίνα φωτεινή στον ορίζοντα; Κάποιος απ’ τους χορευτές με πολύχρωμο μαντίλι; Επειδή, όμως, πάντα κάποιος θα μας κλείσει πονηρά το μάτι, εδώ έχουμε τη Δάφνη, τη βαφτισιμιά, και την κόρη της την Άννα, που μας φέρνουν τον αέρα του σύγχρονου ανθρώπου, του μαχητικού και δημιουργικού, σε μια εποχή που τα ήθη είναι πιο ελαστικά κι ο ανταγωνισμός αδηφάγος. Γύρω από τις δυο γυναίκες πρωταγωνιστούν ένας προβληματικός σύζυγος που οδηγεί σε διαζύγιο κι ένας αυστριακός, υπεύθυνος, στοργικός και ουσιαστικός σύντροφος, για τη μητέρα, ενώ για την Άννα ένας νεαρός Γάλλος, ευγενικός, αντάξιός της! Παρ’ όλο που η ιστορία των δύο γυναικών σφραγίζεται από τραγικά γεγονότα, η ζωή που γράφει τα δικά της σενάρια, έχει κι εδώ τον τελευταίο λόγο.
Ευχή μου είναι όποιος αναγνώστης ή αναγνώστρια πιάσει το βιβλίο στα χέρια, ν’ ανακαλύψει μέσα στις σελίδες του την ομορφιά της απλής, καθημερινής ζωής, γνωρίζοντας όχι με μια τυπική χειραψία τους ήρωες και τις ηρωίδες του, αλλά εισχωρώντας βαθύτερα στον χαρακτήρα και τις ενέργειές τους, γιατί έτσι, ίσως, ερμηνεύσει και την αλληλουχία των γεγονότων που προσδιορίζουν τις ζωές όλων μας.
Όσοι μένουν κάτω απ’ την αρχοντική στέγη τούτου του σπιτικού, που μπορεί και να μας φανούν γνωστά μας πρόσωπα, έχουν αναπτύξει, με τα χρόνια, την ικανότητα να παραμερίζουν τα μίζερα της ζωής που μας τραβούν προς τα κάτω, και, αφού έχουν διδαχτεί για τα καλά τη θεωρία της Επιβίωσης, έχουν περάσει πλέον στην Πράξη! Που σημαίνει πως, δίχως ν’ απλώνουμε το χέρι ο ένας στον άλλον, όταν αυτός μας χρειάζεται, και χωρίς να θυμόμαστε πως ακόμα κι ένα χαμόγελο, ειλικρινές, μας ανασταίνει, δεν θα χτίσουμε ποτέ τα «Παλάτια» που ο καθένας μας ονειρεύεται!
Το μυθιστόρημα της Βάσως Ζαφειροπούλου, Στο αρχοντικό της λεωφόρου, κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική. Στην περίληψη λέει:
Ένας αισθαντικός περίπατος στον ψυχισμό παράταιρων ανθρώπων, που η Mοίρα τούς όρισε να ζουν κάτω απ’ την ίδια στέγη ή λίγο μακρύτερα απ’ αυτήν.
Μια αρχόντισσα άλλης εποχής, προπολεμικής, που αναθυμάται και «ζει» μέσα απ’ το λαμπρό παρελθόν της, ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης που δεν έμαθε ποτέ να δουλεύει, μια γυναίκα οικονομικά κατεστραμμένη που πιστεύει πως βρήκε τη Γη της Επαγγελίας, ένα κορίτσι που μεγαλώνει κάτω απ’ την επιρροή της γερασμένης αριστοκρατίας αλλά και μέσα στη ζεστή αγκαλιά μιας λαϊκής γυναίκας, ένας αδίστακτος αριβίστας που αναζητάει την τύχη του σ’ έναν πλούσιο γάμο, μια άτυχη κοπέλα, που συναντά τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού Γάλλου, και σημαδεύεται από το σκοτεινό της πεπρωμένο.
Άνθρωποι αναγκεμένοι απ’ τη ζωή, που συνδέονται με μια αόρατη κλωστή. Πώς τους παρασύρει η ανάγκη στα απατηλά της δίχτυα και τους δένει άρρηκτα μεταξύ τους; Θα καταφέρουν να κρατήσουν το τιμόνι σαν καλοί καραβοκύρηδες; Ποια θέση έχει η σκληρή πραγματικότητα, ο έρωτας, ο θάνατος, το χρήμα και η παραβατικότητα στην ψυχή τους;
Μια δύσκολη εξίσωση που ζητάει άμεσες λύσεις.
Η Βάσω Ζαφειροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσιογραφία στη σχολή «Όμηρος», γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και γερμανικά στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Εργάστηκε ως φιλόλογος σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία, καθώς και σε φροντιστήρια. Τα τελευταία δέκα χρόνια δίδασκε στο 26ο Λύκειο Αθηνών (Μαράσλειο). Κείμενά της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Εργογραφία: «Ο πατέρας αφέντης», Μπουκουμάνης, 1997. «Παράξενη ζωή», Μπουκουμάνης, 2002. «Aksana», μυθιστόρημα, εκδόσεις Όστρια, 2017. «Η τελευταία στάση», Άνεμος εκδοτική, 2016. «Τα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα», Άνεμος εκδοτική, 2018.