Αφορμές


Αν είχα δημιουργήσει μια λίστα με τα βιβλία που με κέρδισαν με τη γοητεία τους, αυτό θα ήταν οπωσδήποτε μέσα. Πρόκειται για τη συλλογή ιστοριών -έτσι αναγράφεται στο εξώφυλλο και έχουν δίκιο- του Κοραή Δαμάτη, Αφορμές, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί η παρουσία διάφορων εικαστικών έργων που κοσμούν-συνοδεύουν τα κείμενα, από γραφίτη, μελάνι και κάρβουνο (έτσι υποθέτω χωρίς να το ξέρω). Μια σύμπραξη που πάντα λειτουργεί θετικά -έστω τις περισσότερες φορές γιατί έχω κατά νου και κάποιες εξαιρέσεις- προσφέροντας στο σύνολο. Όχι τόσο επειδή δίνει μερικές εικόνες, εδώ κι εκεί. Σίγουρα η φαντασία του αναγνώστη είναι σε θέση να φτιάξει πολύ περισσότερες και πιο εμπλουτισμένες, όμως η χάρτινη εικόνα διαθέτει εκείνη την μαγική «δύναμη» που σε ωθεί ακαριαία σε μια κατάσταση, που σε βάζει στο δευτερόλεπτο μέσα και που είναι απείρως πιο άμεση σε σχέση με τις λέξεις. Έτσι, δε χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να διαβάσεις αρκετό από το κείμενο, υπάρχει μια φωτογραφία εκεί να σε οδηγήσει στιγμιαία. Αν τώρα, αυτός ο «οδηγός» συγκλίνει με το κείμενο, αν ταυτιστεί με το συναίσθημα και τη συνθήκη, τότε μπορούμε να μιλάμε για αναβάθμιση και ολοκλήρωση. Όπως στο παρόν.

Για τα κείμενα τώρα, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πρωτοπώ και ίσως επεκταθώ περισσότερο από το σύνηθες.

Στο εισαγωγικό έχουμε έναν εγκλωβισμένο-φυλακισμένο άντρα, επί σαράντα δύο ημέρες καραντίνας, που γράφει, και που ενδέχεται, συνεκδοχικά, να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας· μπορεί και όλοι μας. Ουσιαστικά, οι ιστορίες ξεκινούν με κάτι που έχουμε (όλοι) κοινό, την πρόσφατη εμπειρία εγκλεισμού μας που, επί της ουσίας, μας «προτρέπει» σε μια ταύτιση. Κι έτσι, με το «καλημέρα» έχει ήδη κερδίσει τον «πόντο».

Κι αν αυτό μοιάζει ως βιτρίνα/καρότο για τις εντυπώσεις, να ξέρετε ότι δεν είναι. Και δεν είναι γιατί πρόκειται να «βιώσετε» μια σειρά από διηγήματα ή αφηγήματα βαθύ συναισθηματισμού. Κάποια από αυτά είναι τόσο μικρά σε έκταση που μπορούν να τοποθετηθούν στις μεταμοντέρνες κατηγορίες των μικρο-/νανοδιηγημάτων, των φλας-φίξιον ή να χαρακτηρισθούν ως στιγμιοτυπικά, πεζοποιητικά -ακόμα και ως φωτογραφικά κλικ.

Είναι γεγονός ότι ο συγγραφέας ποντάρει στην στιγμή και τη δυναμική της. Σε εκείνο το απειροελάχιστο του χρόνου που μπορεί να αλλάξει τα πάντα (τόσο χρειάζεται). Ποντάρει όμως και σε κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό και σπουδαίο. Στην εισαγωγή τού αναγνώστη μέσα στην υπόθεση. Φαίνεται ότι δεν επιθυμεί θεατές, αλλά μάρτυρες.

Θα βρείτε πληθώρα αστικών εικόνων (συχνά σε τρένα, σταθμούς και δρόμους), ιδιαίτερους ήρωες και αναγνωστικές εκπλήξεις. Ανάμεσα στις εκπλήξεις θα βρούμε ανατροπές ενώ ανάμεσα στους χαρακτήρες συναντάμε, μεταξύ άλλων, μια γάτα (Ο συρμός σταμάτησε), ένα πλάσμα-φάντασμα από τον άλλο κόσμο... ακόμα και τον Θεό!
Ο θάνατος πρωταγωνιστεί. Κάποιοι χαρακτήρες πεθαίνουν, άλλοι θρηνούν τους χαμένους τους, κάποιοι για τις χαμένες ζωές τους, μερικοί οδηγούνται στην αυτοχειρία, άλλοι στο φόνο! Ακόμα και μεταφορικά: Έτσι κι αλλιώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε πεθαμένος. Ο πόλεμος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του «παζλ» και ο άνθρωπος το μεγαλύτερο από όλα τα θηρία.
Θα ήταν πιο επιφανειακός αν έμενε σε αυτά. Αντιθέτως, περνάει στο επίπεδο της συνειδητοποίησης, της ανίχνευσης τού τι συμβαίνει εντός (μας) και της διαφοροποίησης μεταξύ εξωτερικής μορφής και εσωτερικής. Για παράδειγμα, στο Τα μεγάλα κύματα έφεραν σάπια φύκια ένας άντρας «βλέπει» τον εαυτό του μέσα από ένα σπασμένο καθρέφτη ανακαλύπτοντάς τον· τον εαυτό, τον ίδιο.

Θα συναντήσετε θάλασσες, αναβολές, παραμονές/αναμονές, αναζητήσεις... απομόνωση, μοναξιά... Μοναξιά -και όχι μοναχικότητα- λόγω κοινωνικής απόστασης, λόγω ιδιαιτερότητας που «σπάει» το συνηθισμένο ή/και το κοινωνικά αποδεκτό, το νορμάλ, τη συμβατική φόρμα κ.λπ. Παράλληλα και αναπόφευκτα θα συναντήσετε αιχμαλωσία, απουσία, πόνο. Αναμνήσεις/αναπολήσεις που θα γίνουν και νόστος.

Αυτά ως προς το περιεχόμενο γιατί ως προς το είδος, τα αφηγήματα χαρακτηρίζονται κοινωνικά, δραματικά, φαντασίας, δυστοπίας και μεταφυσικά. Στα δυστοπικά του, ο Κοραής Δαμάτης, φτάνει ως την καταστροφή του κόσμου και προχωρά και πέρα από αυτήν, στην αποκάλυψη, αφού όμως έχει σκάψει βαθιά και έχει μιλήσει για όλα τα πάθη.

«...μέχρι ο καινούριος Θεός να ξαναβάλει τα χέρια του στις λάσπες, να φτιάξει τους παλιούς καινούριους.»

Κι εφόσον προχωρά και πέρα από την καταστροφή, αναφέρεται και στην αναγέννηση· επιτρέπει στην ελπίδα να έχει ελπίδα στα πρόσωπα. Η εκστασιακή του ατμόσφαιρα, ο αναγνωστικός εθισμός και μια παραμυθένια χροιά -χροιά μύθου- που βγαίνει στην επίγευση προσφέρουν ένα πόνημα που αξίζει μια θέση σε κάθε βιβλιοθήκη.

Αν νομίζατε ότι η σκιαγράφηση ολοκληρώθηκε κάπου εδώ, λανθάνετε. Αξίζει να σημειωθεί η επιμονή του συγγραφέα στην καθημερινότητα, που μπορεί έτσι ως μια λέξη να φαίνεται κάτι ρηχό αλλά, ουσιαστικά, πρόκειται για αγκάθι: είναι η ρουτίνα που σε «τρύπησε» μια φορά και δεν κατάφερες να απελευθερωθείς ποτέ, είτε από ανάγκη, είτε από αναβολή, είτε από ανασφάλεια, είτε από φόβο ή αδυναμία... είναι το σημείο εκείνο που η πορεία της ζωής (σου) πήρε τη λάθος στροφή, αφήνοντας εκτός «πλάνου» χαρές κι αγάπες, ευτυχία και χαμόγελα. Είναι η καθημερινότητα του ηλικιωμένου που εξακολουθεί να θρηνεί το χαμό της αγαπημένης του, οι ημέρες της ανεργίας ενός άντρα, η βασανιστική ζωή ενός άλλου κ.π.λ.

Δε θα έλειπαν οι ιστορίες αγάπης. Σταθερή αξία κάθε ανθρώπου είναι η/οι ιστορία/-ες του μεγάλου έρωτα οπότε και εδώ, αυτός ο έρωτας ο μέγας, ο καθ' ολοκληρίαν ή η απόλυτη αγάπη, έχει δυναμική παρουσία. Σε μια τέτοια ιστορία, αναδεικνύει μια αντίφαση: το παρελθόν μένει πάντα πίσω (είναι ο κανόνας) όχι όμως στον έρωτα (που είναι η εξαίρεση). Στον έρωτα και στην πραγματική αγάπη, ο χρόνος «κυλά» διαφορετικά, το παρελθόν έρχεται και ταυτίζεται με το παρόν ή το μέλλον, τα πρόσωπα «κλειδώνονται» ταλαντευόμενα ανάμεσα στον γραμμικό χρόνο του ρολογιού και σε εκείνον που σχετίζεται με την καρδιά τους. Ενίοτε, εγκλωβίζονται, είτε επειδή έζησαν τον έρωτα, είτε γιατί έχασαν την ευκαιρία.

Παρόλη την μικρή έκταση των περισσοτέρων έργων, ο κύριος Δαμάτης καταφέρνει επάξια να αφουγκραστεί τον κόσμο των ηρώων του, να μπει στα παπούτσια τους και να αναβιώσει μαζί τους. Γίνεται ακόμα και ο χάλκινος δισκοβόλος, διαισθάνεται και καταλαβαίνει, συμπονά... εισχωρεί εις βάθος σε κάθε χαρακτήρα και, ειδικά σε περιπτώσεις που το πρόσωπο είναι ζώο ή ένα άγαλμα όπως παραπάνω, του δίνει -τελικά- ψυχή. Για παράδειγμα, στο Μόλις ήρθανε και ήθελε να φύγει ένα σπίτι έχει ζωτικές λειτουργίες, αισθάνεται.

Θα μπορούσα να γράψω πραγματικά πολλά -ήδη έχω αφαιρέσει όλα τα αποσπάσματα που είχα ξεχωρίσει για να μη γίνω υπερβολική. Εν τάχει και παράλληλα με όλα τα ανωτέρω, δίνει μεγάλη σημασία στη σχέση μάνας - γιου, «παίζει» με το χρόνο (Στο Η ξενιτιά κι ο χωρισμός, η πίκρα, η αγάπη ένα γράμμα επιβιώνει στο χρόνο, όχι όμως ο αποστολέας του, σε μια ιστορία μετανάστευσης.), θίγει την πολυ-προσωπεία του ατόμου (τα δύο, τρία ή περισσότερα πρόσωπα/-εία που ενδέχεται να συναντήσει κανείς πάνω στον ίδιο άνθρωπο. Μια μικρή κοινωνία ο καθένας στη διάρκεια της ζωής του.), γίνεται γλυκός (όπως σε εκείνη την ιστορία υιοθεσίας μιας χελώνας), προσφέρει συγκίνηση (ακόμα θυμάμαι την άστεγη που συνεχίζει να ζει, παρόλο που δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο, επειδή φοβάται ότι ο θάνατος μπορεί να μην έχει όνειρα), «σκύβει» με ευαισθησία, γίνεται σαρκαστικός, αλλά και σατυρικός, γλυκός, τρυφερός, άγριος... Περνάει από την πιο απλή συνθήκη στην πιο περίπλοκη με συγγραφική μαεστρία. Γοητεύει και συναρπάζει -ειδικά, όταν ξανασυναντάς έναν ήρωα παρακάτω ή μια συνθήκη ή μια εικόνα· «κλωστές» που ενώνουν νοερά τις ιστορίες μεταξύ τους.

Με μεταξωτές κλωστές πάνω σε ύφασμα ολομέταξο είναι κεντημένες οι ψυχές των μικρών πουλιών.

Αν ήταν ποτό θα ήταν λικέρ πικραμύγδαλο (αλκοόλ που είναι γλυκό και πικρό μαζί), αν ήταν πράγμα θα ήταν φωτογραφική μηχανή (πώς να «εγκλωβίσει» κανείς τη στιγμή) και αν ήταν τοπίο θα έριχνε γκρίζο χιόνι.

Στα αναγνώσματα που πρέπει να έχεις.