Μπορώ να σας πω πληροφορίες για εκείνη την όμορφη πόλη που αρκετοί από εσάς γνωρίζετε ή έχετε επισκεφθεί. Στις μέρες μας δεν είναι και τόσο δύσκολο για κάποιον να κάνει ένα σύντομο ταξίδι σε εκείνο το μέρος που είναι γεμάτο από ομορφιά. Θα μπορούσα να τη φωτογραφίσω λεπτομερώς με τα λόγια μου ή να επιδείξω τις εκπληκτικές ομορφιές της κάνοντας σας να νιώθετε σαν να ήσασταν εκεί. Ότι μπορείτε να περπατήσετε στα σοκάκια της θαυμαστής πόλης. Μα επιλέγω να μην το κάνω. Προτιμώ να σας διεγείρω τη φαντασία ή αλλιώς να σας πω την ιστορία μιας φωτογράφου που συνάντησα εκεί. Μίας γυναίκας με μαύρα μαλλιά, γαλάζια μάτια αλλά και ένα ξεχωριστό όνομα.
Όταν μπήκε για πρώτη φορά στο πεδίο της οράσεως μου, στην αρχή δεν μου άρεσε, νευρίασα καθώς μου είχε χαλάσει το πλάνο μιας όμορφης ονειροπόλας στιγμής. Μία ονειρική και εξαίσια πλευρά της πόλης που μόλις φωτίζοταν για μερικά λεπτά και εγώ είχα την τύχη να την παρακολουθώ βυθισμένος στο απέραντο της στιγμής εκείνης. Ακριβώς λίγο πριν πέσει ο ήλιος και δώσει τη σειρά του στο επερχόμενο σκοτάδι το μωβ πέπλο απλωνόταν παντού. Εκείνη λοιπόν μπήκε μέσα στο πλάνο ξαφνικά φωτογραφίζοντας και κλέβοντας την στιγμή που μέχρι εκείνη την ώρα θεωρούσα δική μου. Με κοίταξε πίσω από τον ώμο της και μου χαμογέλασε σαν να ήξερε τι είχε κάνει. Όμως στη λιγοστή εκείνη στιγμή, συνειδητοποίησα κοιτώντας μέσα από τα μάτια της ότι εμπεριέχονταν μια ζωή ολόκληρη. Όταν λέω αυτό ξεκαθαρίζω ότι ένιωσα πως βυθιζόμουν στο απέραντο μπλε των υπέροχων ματιών της σαν να έχω ζήσει απέραντες κι αιώνιες στιγμές μαζί της. Σκέφτηκα ότι δεν ήταν μια απλή αίσθηση του να της «ανήκω» μόνο, αλλά πραγματικά ένιωσα ότι κάποτε ζούσαμε και ήμασταν μαζί...
Σαν ανάμνηση στο μυαλό μου ήρθε η σκέψη ότι την είχα γνωρίσει πάλι όπως και την συγκεκριμένη στιγμή που την είχα δει. Της έπιασα κουβέντα και αφού γνωριστήκαμε, βγήκαμε και φωτογραφίζαμε μαζί την υπέροχη Φλωρεντία. Κάθε σοκάκι και συντριβάνι τα είχαμε διαβεί, μα η ζωή δεν μας έφτανε.
Τα χρόνια περνούσαν και η παρέα που κάναμε ήταν σαν ξόρκι που είχε φτιαχτεί για εμάς τους δυο. Δεν υπήρχε γωνιά που να μην την είχα φωτογραφήσει και εκείνη να μην στεκόταν αντάξια της ανάδειξης ομορφιάς του τόπου. Αν κάποιος την έβλεπε από μακρυά θα έλεγε πως το τοπίο δεν ήταν τίποτα παρά μόνο ένα τυπικό σκηνικό χωρίς εκείνη. Αλήθεια, όταν απομακρυνόταν από το μέρος που στεκόταν, σύννεφα θλιβερά απλώνονταν κρύβοντας τον ήλιο. Ακόμα και ο Ήλιος την ακολουθούσε όπου και να πήγαινε.
Το σήμερα να γίνεται παρελθόν χαμένο μέσα στο άρωμα της. Μαζί με αυτό, το όνομα της, να αλλάζει τα πάντα γύρω σαν μαγικό ξόρκι. Ένας απλός τόνος στο όνομα Φλωρεντία άλλαζε· τα πάντα γινόταν Φλορέντια. Τι όμορφο και λυτρωτικό, να φωνάζω το όνομα της στο χώρο και να είναι τόσο ξεχωριστό! Να το φωνάζω κάθε πρωινό!
Οι αισθήσεις και η ομορφιά της να αναδύονται μέσα από την μνήμη, που σαν αρχαίοι κίονες δεσπόζουν στη θύμηση μου, μέσα σε μία θάλασσα νοσταλγίας, για το ότι δεν την είχα γνωρίσει το προηγούμενο μισό της ζωής μου. Να στέκεται εκεί, να φωτογραφίζει με μια κάμερα στο χέρι. Να την ρωτώ γιατί και να μην μου απαντά. Μα έπειτα να με καλεί να δω τι είχε απαθανατίσει με την κάμερα της. Έκθαμβος να κοιτώ την κάμερα σαν να αντίκριζα ένα παράθυρο πίσω στον χρόνο με την πόλη να αλλάζει. Κόσμος να περνά και μέσα εκεί η Φλορέντια να περιφέρεται σαν ταξιδιώτης στο χρόνο. Στα χέρια της είχε ένα περίεργο αντικείμενο αντίστοιχο της φωτογραφικής μηχανής που κράταγε και άλλαζε μορφή ανά τους αιώνες. Φαινόταν σαν ένα ξεχωριστό πράγμα που το έστηνε κάπου και την επόμενη στιγμή χανόταν από το μέρος εκείνο. Και η Φλωρεντία όμως άλλαζε λίγο, φαινόταν να χάνει την απόχρωση της να μαυρίζει όταν εκείνη έφευγε, μα όταν γυρνούσε πραγματικά ζωντάνευε όπως η ίριδα μπροστά στο φως του ήλιου.
Την έβλεπα να περνάει παράθυρα στο χρόνο χρησιμοποιώντας την φαντασία της. Αν μισόκλεινες τα μάτια μπορούσες πραγματικά να δεις την αύρα που έδινε ώθηση στον χρόνο να κινηθεί όπως εκείνη πρόσταζε. Κρατούσε πάντα εκείνο το εργαλείο που μεταμορφωνόταν ανάλογα με την εποχή. Άλλοτε ήταν μια φωτογραφική μηχανή ενώ κάποιες φορές γινόταν ένα πινέλο που ζωγράφιζε επάνω στον αέρα σαν μαγικό ραβδί.
Μα αναρωτιόμουν για ένα πράγμα και νομίζω είναι και δική σας απορία. Προς τι όλο αυτό; Τι νόημα είχε κάποιος να τριγυρνά στο χρόνο μόνος και μάλιστα και στην ίδια περιοχή; Τι μυστικό ήταν εκείνο που ήταν βυθισμένο στη σκέψη της και την έκανε να ταξιδεύει αιώνια με το καράβι του χρόνου όπως οι Αιγύπτιοι βασιλείς; Εκείνοι φημίζονταν για τα πλούτη και την κυριαρχία, μα εδώ από ό,τι κατάλαβα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο.
Παρατήρησα όπως την κοίταγα ότι εγώ ήμουν ο μόνος που μπορούσε να «δει» το τέχνασμα της αυτό το οποίο έμοιαζε με πύλη σε μια άλλη διάσταση. Αναρωτήθηκα πώς γινόταν αυτό και κανείς άλλος δεν το συνειδητοποιούσε. Μα έπειτα ένιωσα μέσα μου κάτι πολύ ξεχωριστό, ακριβώς όπως με κοίταξε εκείνη την πρώτη στιγμή που είχε περάσει μπροστά μου. Σαν να είχα γίνει εγώ η πύλη που εκείνη είχε περάσει. Τι πρωτόγνωρο συναίσθημα να αισθάνομαι εγώ σαν εκείνη και εκείνη σαν να είμαι εγώ!
Πέρασε από μέσα μου, αλήθεια! Περίεργο να βιώνω τα συναισθήματα της, να νιώθω την αγωνία της πριν το ταξίδι. Εκείνη να τολμά ανακαλύπτοντας την άλλη πλευρά. Να περνάει μέσα εκεί και χωρίς να υπολογίζει το κόστος του αγνώστου της αντίπερα όχθης να βγαίνει σε άλλες εποχές.
Έμεινα άφωνος, σχεδόν χωρίς πνοή, καθώς μου αναδύθηκαν οι αναμνήσεις που είχαμε περάσει μαζί αλλά και το πέρασμα των αιώνων που ταξιδεύαμε. Αυτό που βίωνα συνέχεια ήταν όμως το βλέμμα της εκείνο που κοιτώντας με ήταν ο προπομπός της φωνής της. Ενός ήχου που φώναζε το όνομα μου και εγώ δεν μπορούσα παρά μόνο να θυμηθώ τη στιγμή εκείνη που μπήκα στην πραγματικότητα της.
Χωρίς να έχει πάρει την άδεια μου με φωτογράφισε. Αυτομάτως ένιωσα ότι κάτι μου κλέβουν από μέσα μου. Πράγματι ένας άγνωστος, εκείνη, μου είχε κλέψει την καρδιά μου καθώς είχε εισβάλλει στον εσωτερικό μου κόσμο. Και εγώ είχα κάνει το μοιραίο λάθος να την αντικρίσω. Τότε κατάλαβα πως είχα χάσει το παιχνίδι.
Ο χαρακτήρας μου ως εκείνη την ώρα ήταν απόλυτα συγκεκριμένος αλλά και ώριμος γνώστης και κριτής σχεδόν της κάθε κατάστασης που παρουσιαζόταν μπροστά του. Ήξερα και μπορούσα να κατανοήσω με ακρίβεια τον εσωτερικό μου εαυτό αλλά και να έχω βαθιά αίσθηση της συναίσθησης μου. Μόνο που εκείνη τη στιγμή για κάποιο περίεργο τρόπο όλα σταμάτησαν -απενεργοποιήθηκαν. Ένιωσα σαν να γυρνούσα πάλι πίσω στην εφηβεία, να κάνω λάθη παρορμητικά χάνοντας την ιδιοσυγκρασία μου και σαν μεθυσμένος έφηβος κατέβαινα τα σκοτεινά σκαλιά του έρωτα χωρίς καμία ώριμη σκέψη.
«Όλα δικά σου», φώναζε η καρδιά μου κοιτώντας την, σαν μαγεμένη από τη μορφή της. Έτρεχα μέσα στα σοκάκια του χρόνου κυνηγώντας την σαν μεθυσμένος.
«Σε κάθε χρόνο και κάθε στιγμή δεν θα σταματώ να σε αγαπώ όμορφη Φλορεντία».
Φώναζα και έτρεχα μέσα στην αγωνία μου να μην τη χάσω. Στα σοκάκια του χρόνου χανόντουσαν οι στιγμές μας σαν σκόρπιες αναμνήσεις. Μέσα στα μονοπάτια της πόλης εκείνης, της όμορφης, της Φλωρεντίας, έψαχνα να βρω το όνομα της.
«Φλορέντια σου είπα με λένε», μου μίλησε εκείνη και να που πάλι είχε έρθει να πάρει μακρυά την τρέλα μου με τη φωνή της. Μα κι εγώ το ήξερα, την περίμενα πάντα εκεί χαμένος στην καρδιά της.
Εκείνης της όμορφης πόλης της Φλωρεντίας.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής της Φλωρεντίας (αγνώστου)