Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Ο Γεράσιμος αισθανόταν απαίσια. Καλοκαίρι, με 50 βαθμούς υπό ανύπαρκτη σκιά και πάνω από 100 υπό τον ανελέητο ήλιο της Αιγυπτιακής ερήμου. Ένιωθε πάνω κάτω σαν τον Ιεραπόστολο του παρελθόντος, που οι κανίβαλοι της ζούγκλας του Αμαζονίου τον έβραζαν σ’ εκείνα τα εφιαλτικά καζάνια ειδική προσφορά τού Βελζεβούλ από την Κόλαση. Αχ και να άφηνε λέει, την τελευταία του πνοή, για μια στιγμή έστω, σκαρφαλωμένος πάνω σε ένα Αρκτικό παγόβουνο να του περονιάζει και να ακινητοποιεί το βρασμένο κορμί του.
Κάποια στιγμή φαίνεται να έχασε τις αισθήσεις του και ω του θαύματος σαν να εισακούστηκε η τελευταία επιθυμία του. Αστραπιαία θυμήθηκε τα λόγια της σοφής γιαγιάς του που του έλεγε, όταν ήταν μικρός, ότι ο άνθρωπος είναι περίεργο ον, που δεν ξέρει ούτε τι θέλει και ούτε τι εστί μ έ τ ρ ο. Ζεσταίνεται; Ονειρεύεται παγωνιά. Παγώνει; Ονειρεύεται τζάκια με τεράστια αναμμένα κούτσουρα να καίνε πάνω σε μοσχομυριστά δαδιά. Τι καλά οι εποχές να τηρούσαν το μέτρο κι αυτές! Μα, όχι. Το ίδιο βιολί και δαύτες. Ακραίες καταστάσεις. Άγνωστο και εδώ το μέτρον άριστον. Λες και ήθελαν να μοιάσουν με το καμάρι τους, το πιο νοήμον ον τους.
Ο Γεράσιμος, υποσχέθηκε νοερά -σε ποιον άραγε!- ότι έτσι και γλύτωνε από αυτήν την κόλαση, θα τιμούσε στο εξής αυτό το μέτρο όπως του άξιζε. Προς το παρόν αφέθηκε στη μοίρα του, βλαστημώντας την χυδαία, ίσως για να την φοβίσει (!) και να την αναγκάσει να φυλάξει κάτι καλό στον πάτο του ποτηριού της για αυτόν. Ποιος ξέρει! Ανερμήνευτες οι τελευταίες επιθυμίες ενός ετοιμοθάνατου. Λογικά φερόμενος, δεν θα έπρεπε να κάνει εντελώς το αντίθετο; Να την καλοπιάσει δηλαδή;
Εξηγούμε το "ανερμήνευτο". Λέμε τώρα.
Βρισκόταν λέει, όπως και ήταν βέβαια, καταμεσής της ερήμου με την καυτή άμμο να του τσουρουφλίζει τις πατούσες, και σκυμμένη πάνω του τη συγχωρεμένη γιαγιά του να του καίει την πλάτη με αναμμένες βεντούζες όπως αυτές που έτρεμε σαν παιδί όταν ήταν άρρωστος.
«Γιαγιά μου νερόοοοο, νεράκι, βοήθεια Χριστιανοί», άκουγε την ίδια του τη φωνή σαν σε αντήχηση αλλά αλλοιωμένη, να βγαίνει ξερή, αγνώριστη, από τα πληγιασμένα του χείλη.
Να που τώρα, θαρρείς, και το ζωογόνο στοιχείο της φύσης έπαιρνε την εκδίκησή του για την προτίμηση του Γεράσιμου στις μπύρες και τις coca coles όσο ήταν "ζωντανός".
Άρχισαν οι παραισθήσεις.
«Θεέ μου -θ ε έ μ ο υ;- ένα λουλούδι…
»λουλούδι στην έρημο; Άρα κάπου εδώ θα υπάρχει νεράκι», σκέφτηκε αναθαρρυμένος. Για να θυμηθεί αμέσως μετά, ότι τούτο το θαύμα της φύσης που ανθίζει ολόδροσο και πανέμορφο μέσα στην καυτή έρημο είναι ικανό να σκάψει σε απίστευτα βάθη έως ότου συναντήσει την πηγή κάθε ζωής, πανίδας ή χλωρίδας, πράγμα που φυσικά εκείνος δεν το μπορούσε, δυστυχώς, ακόμη και αν δεν ήταν τόσο πεθαμένος!
Άλλη παραίσθηση τώρα: Μια μικρή Βεδουίνα τον πλησιάζει και του βρέχει τα κατάξερα χείλη με νερό δροσερό από μία στάμνα τυλιγμένη με ένα βρεγμένο πανί για να κρατάει δροσερό το νεράκι, όπως έκανε η γιαγιά του στο χωριό τους απ’ όσο θυμόταν. Όχι, αυτή δεν ήταν παραίσθηση, όχι, δεν ήταν. Αισθανόταν να ξαναγυρίζει στη ζωή τη στιγμή που νόμιζε πια ότι κτυπούσε τις πύλες του Παραδείσου ή καλύτερα της Κόλασης, αν ήταν δίκαιο να πει.
«Νερό, νερόοοο», ικέτευσε ξανά και ήταν αυτό μόνο που μπόρεσε να πει πριν χάσει την αίσθηση της ζωής.
Κάποια στιγμή, μα να ’ταν αυτή μετά από ώρες, μετά από μέρες, από αιώνες... μετά θάνατον ζωή... ανοίγει τα μάτια του. Με μιας θυμήθηκε την απελπιστική κατάσταση που βρισκόταν. Ναι, μα ποιες ήταν αυτές οι υπάρξεις με τις μακριές υφαντές κελεμπίες και τα περίεργα σκουφιά;
Έκανε να σηκωθεί. Τους έβλεπε όλους σαν μέσα από κιάλια κρατημένα ανάποδα, απόμακρους και συνάμα κοντινούς αν έκρινε από τις ομιλίες τους και κατάπληκτος ακούει μια φωνή να λέει σε άπταιστα ελληνικά:
«Δόξα σοι ο Θεός άρχισε να συνέρχεται».
Του έδωσαν να πιει, να πιει, να πιει τόσο νερό, που και ο ίδιος απορούσε πού χωρούσαν τόσα λίτρα σε ένα στομάχι συρρικνωμένο και αφυδατωμένο αφ’ ενός, αφ’ ετέρου αναρωτιόταν αν επιτρεπόταν αυτός ο χείμαρρος να ρέει μέσα στον οργανισμό του σαν να έσπασαν τα φράγματα που τον συγκρατούσαν.
Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να σηκωθεί και σαν να τα κατάφερε υποβασταζόμενος από δυο γεροδεμένους βεδουίνους, που τον εναπόθεσαν στη συνέχεια στην πλάτη μιας καμήλας. Καημένα ζωντανά κι αυτά, όπως τα γαϊδουράκια, πώς αντέχουν να σηκώνουν τέτοια βάρη;
Έγειρε πάνω στη μία από τις δύο καμπούρες της σαν μαξιλάρι και αφέθηκε στον απαλό τριποδισμό της που τον νανούριζε, θυμίζοντάς του πολύ έντονα το λίκνο που τον κοίμιζε η βάβω του στο χωριό τους. Νύσταζε, πόσο νύσταζε! Μα δεν άφηνε τον εαυτό του να κοιμηθεί συναισθανόμενος ότι οι επόμενες στιγμές της ζωής του θα ήταν καθοριστικές.
Όπου και αν τον οδηγούσαν τούτοι εδώ οι περίεργοι άνθρωποι, θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε καταμεσής της ερήμου με τα κοράκια να φέρνουν βόλτες όλο και πιο κοντά πάνω από το κεφάλι του. Θολές εικόνες περνούσαν μέσα από τα κλειστά του μάτια και το μυαλό του αρνούνταν πεισματικά να θυμηθεί το πώς και το γιατί βρέθηκε σ’ αυτήν την εφιαλτική κόλαση ενώ, περιέργως πώς, θυμόταν τη γιαγιά του πεθαμένη εδώ και χρόνια. Απορούσε και ο ίδιος για την επιλεκτική του μνήμη.
Σκαλίζοντας τα σκοτάδια αυτής της μνήμης, κατάφερε να βρει λίγα κτερίσματα αναμνήσεων. Και αυτό ήταν ενθαρρυντικό. Σίγουρα, πολύ γρήγορα θα έβρισκε τον εαυτό του, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Τις ομιλίες που άκουγε δεν μπορούσε να τις ερμηνεύσει αν και κάτι τού θύμιζαν. Όμως μια εικόνα με ανθρώπινη υπόσταση τον έκανε να ανατριχιάσει.
Ξεχώριζε όλο και πιο καθαρά ένα χέρι με προτεταμένο τον δείκτη του στραμμένο απειλητικά κατά πάνω του και μια φωνή με σπασμένα αλλά σωστά ελληνικά να του λέει: «Δεν θα πεις λέξη απ’ ό,τι έμαθες, αλλιώς θα έχεις την τύχη των συντρόφων σου και δεν θα το ήθελα, γιατί μέχρι πρότινος ήσουν άψογος στην ανασκαφή. Οφείλω να το ομολογήσω…» Τι εννοούσε αυτός ο δαίμονας; Ποιο πράγμα δεν του επιτρεπόταν να πει και σε ποιον; ΑΝΑΣΚΑΦΗ;!
Μια δυνατή σουβλιά στο κεφάλι του…
Και ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα, ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε το καραβάνι σε μια απίστευτης, παραμυθένιας ομορφιάς, όαση. Προς στιγμήν σκέφτηκε μη και πέρασαν την Πύλη του Παραδείσου. «Στον Παράδεισο εγώ; Μη τρελαθούμε κιόλας!», σιγομουρμούρισε μην και τον ακούσει ο κλειδοκράτορας και τον ξαποστείλει δικαίως πίσω στην έρημο.
Ο Γεράσιμος, ήταν λοιπόν, ο επικεφαλής της ομάδας των Αρχαιολόγων, που έφεραν τα πάνω κάτω στην ιστορία τής Αρχαίας Αιγύπτου. Τα μέχρι στιγμής ευρήματα της σκαπάνης δεν άφηναν αμφιβολίες για το τι έμελλε να βρουν… ήταν μιαν ανάσα από τον τάφο του νεαρού Φαραώ του πολυλατρεμένου Ρα, που η ανακάλυψή του θα άφηνε ενεή όλη την ανθρωπότητα. Ομιλούμε για τον τάφο εκείνου που αποτελούσε το όνειρο των Αρχαιολόγων και Ιστορικών απανταχού της Γης που εδώ και αιώνες όλο και πλησίαζαν στην λατρεμένη μούμια αλλά στο παρά πέντε απογοητεύονταν, γιατί έβρισκαν κάτι άλλο, θαυμαστό μεν, αλλά όχι τον θρυλικό Φαραώ. Μα δεν μπορεί, ήταν πεπεισμένοι πια ότι έφθασε η ιερή ώρα που θα άγγιζαν το όνειρο που συνεπικουρούμενο από την απίστευτη τεχνογνωσία του 21ου αιώνα μ.Χ. θα πρόσφερε στην παγκόσμια κοινότητα τις απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτηματικά που στοίχειωναν την γνώση της Ιστορίας της. Όμως, κάποιος ή κάποιοι, για λόγους άγνωστους, δεν ήθελαν η αλήθεια αυτή να έρθει ακόμα στο φως του παρόντος αιώνα. Ένας ένας οι Αρχαιολόγοι άφηναν τον μάταιο τούτο κόσμο, χτυπημένοι από μια μυστηριώδη μολυσματική νόσο που ήταν αδύνατον να θεραπευθεί από τα υπερσύγχρονα μέσα της ιατρικής επιστήμης.
Στην αρχή οι ερευνητές απέδωσαν τους θανάτους σε πιθανά αέρια που υπήρχαν στην ασύλητη περιοχή του τάφου που ανά τους αιώνες κρατούσαν μακριά τους τυμβωρύχους που θα τάρασσαν την αέναη ηρεμία του επίγειου Θεού. Σώθηκε μόνον ένας, που και αυτός θα έπρεπε να πεθάνει για να μην πάνε χαμένες οι ανεξήγητες κατά πολλούς δολοφονίες, και βρεθούν οι θύτες στην θέση των θυμάτων. Μόνο που άλλαξαν τρόπο δολοφονίας του. Τον άφησαν στην έρημο να πεθάνει με έναν θάνατο που θα μπέρδευε τους ερευνητές και θα απεμπολούσε τις όποιες υποψίες από πάνω τους. Μιλάμε βέβαια για τον επικεφαλής της διεθνούς ανασκαφής, τον Γεράσιμο.
Όπως ήταν ξαπλωμένος και μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ακούει μια φωνή να λέει σε άπταιστα Ελληνικά: «Ώστε ο άνθρωπος αυτός ζει; Επιτέλους θα μάθουμε. Να που όλα εδώ πληρώνονται τελικά».
Ο ταλαιπωρημένος αρχηγός της αποστολής, αναθάρρεψε. Μπορεί η φωνή που άκουσε να ήταν φωνή σωτήρια. Επί του παρόντος όμως όφειλε να είναι επιφυλακτικός και να προσποιείται εντέχνως την απώλεια της μνήμης του. Τι ήθελαν να μάθουν από αυτόν και ποιες οι διαθέσεις τους, η ζωή του βρισκόταν σίγουρα μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Υποδέχθηκαν την αφύπνισή του με ανθρωπιά και σεβασμό και τον καθησύχασαν ότι θα ήταν ασφαλής όσο βρισκόταν μαζί τους. Θα πρέπει δε η ηθοποιία του για αμνησία να ήταν πολύ επιτυχής γιατί στην έκκλησή του να του πουν για το πώς βρέθηκε στην έρημο, απάντησαν με προθυμία και με λεπτομέρειες που ταίριαζαν απολύτως με τις δικές του φοβερές θύμησες, πως κυρίως κινδύνευσε να γίνει, ζωντανός ακόμη, βορά των εφιαλτικών κοράκων που καραδοκούσαν πετώντας όλο και πιο κοντά πάνω από την κεφαλή του.
Αφέθηκε με ευγνωμοσύνη στις φροντίδες τους. Συγκινημένος αναρωτήθηκε αν ήταν στ’ αλήθεια τόσο μα τόσο τυχερός. Κατ’ αρχάς γλύτωσε από τις ομαδικές δηλητηριάσεις, από την δίψα, τον ανελέητο ήλιο και τα κοράκια στη συνέχεια. Άξιζε να βρίσκεται σώος ανάμεσα σε τούτους τους αγνούς βεδουίνους και πιθανόν κάποιους Έλληνες;Τελικά καλά λένε ότι όποια πέτρα και αν σηκώσεις, είτε στην κόλαση είτε στον Παράδεισο πάντα θα ανταμώσεις κάτι Ελληνικό. Τι παιχνίδια τού έπαιζε η Μοίρα που την είχε προκαλέσει τόσο ανενδoίαστα;
Ναι βέβαια, δεν μπορεί να έκανε τόσο λάθος. Αυτός ο ευυπόληπτος κύριος με το σβησμένο τσιμπούκι σήμα κατατεθέν του, δεν ήταν ο διάσημος Έλληνας ερευνητής που τον γνώριζαν ακόμη και τα νήπια ανά την ελληνική επικράτεια; Μα ακόμη εν ενεργεία ήταν ο αθεόφοβος; Δεν θα έπρεπε να είχε καβατζάρει τα εβδομήκοντα έτη; Τι ζητούσε σ’ αυτό το αντίσκηνο των Βεδουίνων οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω γνώριζαν κατά πως φαίνεται τι εστί τακτ και έσπευσαν να απαλλάξουν από την παρουσία τους τον Αρχαιολόγο μόλις είδαν την ανάγκη του για ύπνο.
Θα πρέπει να κοιμήθηκε μια αιωνιότητα και δεν θα ξύπναγε αν δεν ερέθιζε την όσφρησή του ένα είδος καφέ που σίγουρα θα τον έπιναν οι ντόπιοι ακόμη και επί εποχής των Φαραώ. Παράλληλα η κοιλιά του, το στομάχι του, άρχισαν κάτι ξεδιάντροπες διαμαρτυρίες, πράμα που κατάλαβαν οι Βεδουίνοι και έσπευσαν να τον φιλέψουν με καλούδια που του σέρβιραν πάνω σε έναν πελώριο δίσκο. Έσπευσαν δε να απομακρυνθούν και να αφήσουν τον ταλαιπωρημένο Ιστορικό Αρχαιολόγο με την συντροφιά μόνο, του συμπατριώτη του ντετέκτιβ, τον οποίο είχε καλέσει προσωπικά ο ίδιος ο Πρόεδρος της Αιγύπτου για να λύσει το μυστήριο των θανάτων των ανθρώπων της ανασκαφής.
«Και τώρα πατριωτάκι, πες μου αναλυτικά τι ακριβώς σου συνέβη. Το θέμα της απολεσθείσης μνήμης σου, ας το παρακάμψουμε. Δεν φαντάζομαι να πίστεψες λεπτό ότι εγώ θα κατάπινα το παραμύθι σου. Όσο πιο γρήγορα μού απαντάς σε ό,τι σε ρωτάω τόσο πιο γρήγορα θα τελειώνουμε με τούτη την περίεργη ιστορία. Επιφανής Αρχαιολόγος έτσι;»
«Σαν τι άλλο θα μπορούσα να είμαι λες; Ο Ιντιάνα Τζόουνς;
»Επικεφαλής της Ανασκαφικής Ομάδας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερχόμενος εδώ πριν κάτι μήνες, με την αρχή της ανασκαφικής περιόδου δηλαδή, ποτέ δεν φανταζόμουν τα σημεία και τέρατα που θα συναντούσε, όχι μόνον η σκαπάνη μου, αλλά προσωπικά ο ίδιος και οι συνάδελφοί μου. Δολοφονίες, ίντριγκες, ραδιενεργά αέρια που θαρρείς ανάβλυζαν από τα τοιχώματα των ήδη ανασκαπτόμενων τάφων.
»Σαν παιδί είχα διαβάσει κάτι, που με στοίχειωσε σε όλη μου τη ζωή. Οι ειδικοί επιστήμονες είχαν στείλει λέει, στο διάστημα αμπούλες που περιείχαν τα κυριότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους αρχής γενομένης από την Μπετοβενική Μουσική. Επειδή δε οι Αιγύπτιοι, δεν μπορούσαν φυσικά να στείλουν στην διαστημική αιωνιότητα τον πολιτισμό τους, θέλησαν έστω να τον σώσουν και παράλληλα να προφυλάξουν τους επίγειους, όπως πίστευαν Θεούς τους, από το να γίνουν οι μούμιες τους πειραματόζωα. Ήθελαν να τους αφήσουν ήσυχους, να αναπαύονται στην αιώνια σιωπή τους. Και όμως η ανθρώπινη απληστία θες, η ανθρώπινη περιέργεια θες, οδήγησε ακριβώς στην αντίθετη ατραπό και ευτυχώς να λέμε, γιατί πώς αλλιώς θα μάθαινε η ανθρωπότητα αυτά που και το σύμπαν πια γνώριζε με τις αμπούλες που ανέφερα πριν; Σαν αρχαιολόγος αυτό πίστευα βαθιά, όχι όμως η γνώση αυτή να βασίζεται στο αίμα αθώων. Αυτό εξυπακούεται. Θεματοφύλακες, ναι, της Ιστορίας, μα όχι δολοφόνοι.
»Θέλησα λοιπόν μόνος μου να εξιχνιάσω τους περίεργους θανάτους των φίλων και συναδέλφων μου· τους το όφειλα. Άφησα εντέχνως να διαρρεύσει μια πληροφορία πως τάχα γνώριζα τι κρυβόταν πίσω από τους θανάτους αυτούς, αλλά και ότι δεν ήμουν ο μόνος που κατείχε αυτήν την γνώση. Έτσι δεν θα είχε νόημα και η δική μου εξόντωση, που θα είχε πιο μεγάλη απήχηση στην Αρχαιολογική Κοινότητα λόγω της θέσης μου και των περγαμηνών μου, ξεσηκώνοντας περαιτέρω την μήνη εναντίον των δολοφόνων πράγμα που βέβαια απεύχονταν τα καθάρματα. Ιεραρχία και στις δολοφονίες, τι να πεις;
»Οι υποψίες μου επικεντρώθηκαν επί ενός προσώπου όχι μόνον αξιοσέβαστου αλλά και υπεράνω πάσης υποψίας».
«Ξέρω, ξέρω ποιον υπαινίσσεσαι. Και εγώ το ίδιο πιστεύω… Το ένστικτό μου με οδηγεί σ’ αυτόν αλλά ρωτιέμαι γιατί. Τον παγκοσμίου φήμης ιστορικό και συλλέκτη Δρ. Μούις, αυτόν δεν υποπτεύεσαι;»
«Χμ, ναι, αυτόν.
»Άκου τώρα Μακρή τι θα σου πω και που νομίζω ότι βγαίνει κάποιο νόημα. Όταν αρχίσαμε και προχωρήσαμε κάπως την ανασκαφή προς τον τάφο του νεαρού Φαραώ, με πλησίασε και άρχισε να με δελεάζει με μυθώδη χρηματικά ποσά τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και επιστημονικό -σαν είδος χορηγίας για να μη φανεί σαν δωροδοκία- για να του παραχωρήσω έναν ελαχιστότατο χώρο, ενός τετραγωνικού μέτρου, όπου θα φύλαγε προς όφελος της ανθρώπινης τεχνογνωσίας ένα θαυμαστό μουσικό όργανο, για την ακρίβεια ένα βιολί Στραντιβάριους, αυτό το ίδιο το βιολί του πρωτομάστορα κατασκευαστή του, Στραντιβάριους, που έζησε τον 17ο αιώνα μ.Χ. Από τότε δε, άλλο βιολί σαν αυτό δεν έφτιαξαν ανθρώπινα χέρια. Το μυστικό της κατασκευαστικής του τελειότητας δεν το είπε ποτέ σε κανέναν, το πήρε εγωιστικά μαζί του στον άλλο Κόσμο.
»Μου είπε ότι η Ανθρωπότητα θα μας ευγνωμονούσε που φυλάξαμε αυτόν τον θησαυρό από την φθορά του χρόνου γιατί βέβαια δεν έφθανε μόνο το απίστευτης αντοχής ξύλο σφεντάμι που ήταν φτιαγμένο.
»Χρειαζόταν λοιπόν, έναν χώρο που αποδεδειγμένα ήξερε να προστατεύει θησαυρούς σαν αυτούς που συνόδευαν τις μούμιες πριν οι τάφοι τους συληθούν. Μου μίλησε με το δέος φανατικού φίλου της μουσικής, για την τελειότητα αυτού ειδικά του βασιλιά των οργάνων, όμοιο του οποίου δεν υπήρχε άλλο στον κόσμο, αν και από το εργαστήρι του κατασκευαστή βγήκαν εκατοντάδες όργανα. Υπάρχουν 800 από αυτά μέχρι σήμερα. Το εξασκημένο αυτί ενός ακροατή συλλαμβάνει την απειροελάχιστη ποιοτική ηχητική διαφορά τους. Αν σκεφτεί κανείς ότι ένα οποιοδήποτε βιολί Στραντιβάριους τιμάται σήμερα πάνω από 3.500.000 εκατομμύρια δολάρια, ας αφεθεί η φαντασία του να φανταστεί πόσο στοιχίζει το όργανο των οργάνων. Δεν άξιζε λοιπόν να φυλαχτεί αυτός ο ανεπανάληπτος θησαυρός: Ερώτημα του συλλέκτη που είχε βέβαια μια λογική η οποία δεν είχε… λογική, όταν άρχισαν οι θάνατοι όσων υπήρχε και η υπόνοια, έστω, ότι γνώριζαν κάτι επί του θέματος τούτου, όπως καταλαβαίνουμε πλέον.
»Στην αρχή δελεάστηκα, ψέματα να πω; Με τα μυθώδη ποσά που μου υπόσχονταν δεν θα γινόμουν μοναχά εγώ πάμπλουτος, αλλά κυρίως η Ιστορία. Οι ανασκαφές θα προχωρούσαν απίστευτα γρηγορότερα και απρόσκοπτα, δεν θα είχαμε πια ανάγκη από χορηγούς και πενιχρά κονδύλια από τις εκάστοτε Αιγυπτιακές Κυβερνήσεις. Άρχισα να μελετώ με ζήλο το θέμα και σε βάθος. Οι δισταγμοί μου ολοένα λιγόστευαν, πράγμα που όπως αποδείχθηκε, έγινε αντιληπτό από τον παμπόνηρο συλλέκτη. Τι τα θέλεις κύριε Μακρή μου, την "δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς".
»Τι θα πείραζε δηλαδή αν οι Φαραώ είχαν στον αιώνιο ύπνο τους ένα μουσικό όργανο τέλειο σαν αυτούς, να τους νανουρίζει; Ποιο το κακό; Αν μπορούσαν οι Ρα να μιλήσουν, αυτό θα έλεγαν, ότι δηλαδή μόνον ένα τέτοιο μουσικό όργανο ήταν άξιο της τιμής της παραχώρησης ενός αμελητέου τμήματος των τάφων τους να διατηρηθεί, όπως Αυτοί, ανά τους αιώνες. Εξέλαβα το θέμα και σαν μεταφυσική επιθυμία των Θεών, που ενοχλήθηκαν με τους ανθρώπινους δισταγμούς μου. Αυτό θεώρησα σίγουρο τότε που ξαφνικά ακούστηκε κάτι, που πολλοί ίσως και να μην του έδωσαν σημασία. Ελέχθη λοιπόν ότι όλα τα βιολιά, τα τσέλο και γενικά όλα τα έγχορδα που βγήκαν από τα εργαστήρια τού Στραντιβάριους απόκτησαν έναν ανεπαίσθητα αισθητό σκληρό ήχο. Πόσοι ήσαν οι ειδήμονες που ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο; Τρεις, τέσσερις; Αυτός ο ήχος δεν είχε να κάνει με την δεξιοτεχνία του βιολονίστα ή του τσελίστα όπως, ας πούμε αυτή του Χάουζερ όταν ερμήνευσε το ανεπανάληπτο Adagio σε εκείνη την θρυλική συναυλία του. Το είπαν λοιπόν οι ειδικοί και δεν ήξεραν πού να αποδώσουν το γεγονός. Άντε πάλι ανάστατος ο μουσικός κόσμος ανά την υφήλιο. Οι δε τιμές των οργάνων σε κάθετη πτώση στο χρηματιστήριο αξιών…
»Τι τα θες, τίποτα δεν αντέχει στο χρόνο και τέλειο δεν υπάρχει πουθενά, είπα κι εγώ μεταξύ των άλλων, όταν, σαν σε φλασιά όπως θα έλεγε ο γιος μου, μού πέρασε από το μυαλό κάτι που με καθήλωσε. Λες όλα τούτα τα παράδοξα να είχαν σχέση με την "κίνηση" στην οποία ήμουνα σχεδόν έτοιμος να προβώ;
»Ήδη πολύ φορτισμένος και ευαισθητοποιημένος, γιατί δεν είχα ξεκαθαρίσει απόλυτα μέσα μου αν θα ήταν ιεροσυλία στην τελική ή αν είχα το δικαίωμα να ενδώσω στο δέλεαρ του χρήματος για την απρόσκοπτη συνέχιση των ανασκαφών αλλά και το γέμισμα των βιβλιαρίων των καταθέσεών μου.
»Ερεύνησα.
»Από πότε άρχισε η αλλοίωση του ήχου των Στραντιβάριους;
»Απάντηση: Συνέπιπτε ημερολογιακά με τον θάνατο των συναδέλφων μου. Ένοιωσα φτωχός και αδύναμος, απελπισμένος αλλά και αποφασισμένος πια. Έστω και μεταφυσικά σκεπτόμενος ξεκαθάρισα στον Μούις ότι το αίτημά του απορρίπτεται, ακόμη και με το βάρος μου σε χρυσάφι που, ειρήσθω εν παρόδω και για να γελάσουμε, δεν είναι καθώς με βλέπεις και αμελητέο… Και συμπλήρωσα, ότι την άρνηση την δίνει ο θεός, ο Ρα, δια του στόματός μου.
»Αυτός δεν είπε λέξη. Ίσως να έκανα λάθος, μα μου φάνηκε ότι φεύγοντας με κοίταξε με ένα σαρδόνιο βλέμμα απειλής σαν εκείνο του προτεταμένου δείκτη του χεριού του στον παραληρηματικό εφιάλτη μου της ερήμου.
»Την συνέχεια αγαπητέ μου ντετέκτιβ την ξέρεις. Δεν ξέρω τι σκοπεύεις να κάνεις και τι θα πεις στον Αιγύπτιο Πρόεδρο. Στο χέρι σου κρέμεται η υπόληψή μου σαν επιστήμονα και σαν άνθρωπο. Καθόσον με αφορά δεν έχω τύψεις. Το αντίθετο θα έλεγα. Αργά, σαν μελωδικό αντάτζιο, κατάλαβα ότι ορισμένα πράγματα, που δεν είναι… πράγματα, ούτε πωλούνται ούτε αγοράζονται…»
«Γεια σου αγαπητέ Γεράσιμε. Ειλικρινά, χάρηκα που στο τέλος της καριέρας μου συνάντησα έναν άνθρωπο σαν εσένα. Καλή συνέχεια στην ανασκαφή σου. Και επειδή είπες ότι δεν ξέρεις τι θα πω στον Πρόεδρο, θα του πω ακριβώς αυτό που μόλις είπα και σ’ εσένα…»
Μέχρι στιγμής που γράφονται οι γραμμές τούτες, κανείς δεν ξέρει τι απέγινε ο Δρ. Μούις. Αν δηλαδή συνελήφθη και δεν ανακοινώθηκε τίποτα από τις αρχές, γιατί είχαν την υποψία ότι δεν ενέχονταν μόνο αυτός στο μέγα σκάνδαλο, των δολοφονιών κυρίως, αλλά και άλλα, υπεράνω κάθε υποψίας άτομα. Αν δηλαδή επρόκειτο για σπείρα μεγαλοαπατεώνων διεθνούς κύρους τους οποίους θα συλλάμβαναν όταν ερχόταν η στιγμή, ή αποσύρθηκε από προσώπου γης, όταν κατάπληκτος συνειδητοποίησε ότι είχε δίκιο εκείνος ο ονειροπόλος Έλληνας όταν του έλεγε ότι ορισμένες συνειδήσεις, ούτε πωλούνται ούτε αγοράζονται. Πλήρης ανατροπή του status quo του δηλαδή.
Ένοιωσε ότι απέτυχε.
Αποσύρθηκε για να σώσει τον εαυτό του όσο ήταν καιρός. Και κυρίως, άλλο πράγμα να σε υποπτεύονται και άλλο να υφίστασαι το διεθνές ρεζίλεμά σου σε δίκες και καταδίκες…
Κάποτε βέβαια, η διεθνής Κοινότητα θα μάθει την πλήρη αλήθεια. Θα είναι τότε η στιγμή της αμαύρωσης της υστεροφημίας ενός κατά τα άλλα σημαντικού συλλέκτη, που θέλησε με την πράξη του να κερδίσει το όνομά του, μέρος της αιωνιότητας πατώντας όμως πάνω σε πτώματα.
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2021
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Κώστα Παναγούλια