Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής το συλλογικό έργο «Νιώθω», μια συλλογή διηγημάτων δεκαπέντε ανθρώπων. Το έναυσμα για το βιβλίο γεννήθηκε από την επιθυμία της προσφοράς. Οι συγγραφείς που υπογράφουν τα κείμενα είδαν την αγάπη να πολλαπλασιάζεται όταν μοιράζεται· όποιος προσφέρει λαμβάνει και λαμβάνει περισσότερα, αναφέρουν. Τα συναισθήματα στα διηγήματα ποικίλουν ενώ μέρος των εσόδων θα διατεθεί στο Χριστοδούλειο Ορφανοτροφείο Θηλέων.
Διαβάστε τι λένε κάποιοι από τους συγγραφείς για τα κείμενά τους... Εκτός από τους παρακάτω, στο βιβλίο θα βρείτε διηγήματα και από τους: Μάριος Καρακατσάνης, Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου, Μαίρη Κολοβού, Σπύρος Παπαλέξης, Γιάννης Παπούλης, Αντώνης Τουμανίδης, Αχιλλέας Τριαντόγλου και Μαίρη Φιλιππίδου-Κατσανίδου.
Ο Νίκος Βαρδάκας εξηγεί: Τον τίτλο του κειμένου μου «Νοιάζομαι» τον εμπνεύστηκα από μια ιδιαίτερη σχέση. Σε φανταστικό επίπεδο ασφαλώς, ανάμεσα σε εγγονή και κατάκοιτη γιαγιά. Περιγράφει την αγάπη και την έγνοια που πηγάζει από τον ανθρωπισμό κυρίως που λείπει τόσο πολύ απ' την καθημερινότητα μας. Με μια λέξη το κείμενο θα το χαρακτήριζα Τρυφερότητα.
Η Καλλιόπη Γιακουμή-Κουγιώνη, που υπογράφει το «Η μελωδία», αναφέρει: Η απώλεια αποτελεί μέρος της ζωής. Ο κάθε άνθρωπος ωστόσο αντιδρά στην απώλεια με τον δικό του μοναδικό τρόπο και αυτό έχει να κάνει με τον συνδυασμό πολλών παραγόντων. Όταν ένα αγαπημένο μας πρόσωπο φεύγει για πάντα από κοντά μας, δεν αισθανόμαστε ότι το έχουμε χάσει ή θα μας λείψει μόνο σαν παρουσία στη ζωή και την καθημερινότητα μας. Αισθανόμαστε επίσης ότι χάνουμε και όλες τις στιγμές που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και να μοιραστούμε με αυτόν τον άνθρωπο στο μέλλον. Αισθανόμαστε πως χάνουμε όλο τον κόσμο. Αισθανόμαστε ένα κενό μέσα μας, ένα κενό που δημιουργεί η απουσία του και τίποτα δεν είναι ικανό να το γεμίσει. Έτσι ο πόνος της απώλειας έχει να κάνει και με το ότι μας λείπει η παρουσία του ανθρώπου που χάσαμε, σε όλα τα επίπεδα. Οι άμυνες απέναντι στον πόνο της απώλειας είναι πολλές, μα το ποια θα διαλέξει ο καθένας μας, είναι πάντα προσωπική υπόθεση. Προσωπική υπόθεση επίσης είναι και ο τρόπος ν’ αντιμετωπίσουμε τη συντριπτική θλίψη που νιώθουμε και να καταφέρουμε να κάνουμε τα πρώτα βήματα, που θα μας οδηγήσουν ξανά, στο μονοπάτι της ευτυχίας και να μάθουμε πώς να ζούμε, όχι μόνο μαζί με τον άνθρωπο που χάσαμε... μα και χωρίς αυτόν!
Την ιδέα μέσα στο μυαλό μου πυροδότησε η εικόνα ενός βιολιού, παρατημένου κάτω από ένα παράθυρο. Ήταν γεμάτο σκόνες και αράχνες και όλα γύρω του φώναζαν εγκατάλειψη. Σκέφτηκα πως η απώλεια κάποιου το είχε καταδικάσει σε αιώνια σιγή και λήθη.
Ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος -έγραψε το «Φθινοπωρινά φύλλα»- λέει: Αφορμή στάθηκε η αγάπη μου για τη θάλασσα και τον αρχαίο Οδυσσέα ενώ η λέξη που το χαρακτηρίζει: Λύτρωση.
Ο Μιχάλης Κατράκης που έγραψε το «Σκόνη στο κουτί» εξηγεί: Αυτό το διήγημα είναι μέρος μίας απόπειρας στην ελευθερία, μίας σειράς διηγημάτων που γράφτηκαν χωρίς σχεδιασμό ή σκοπό, περισσότερο για να εξερευνήσω τη δυναμική της ελευθερίας στη γραφή. Δεν υπάρχει σαφές ερέθισμα για τη συγγραφή του, ούτε πρόθεση, σκοπός ή μελέτη του κύριου χαρακτήρα. Έβαλα έναν ηλικιωμένο άντρα μπροστά στα σκαλιά μίας τράπεζας. Μόνος του αποφάσισε πως είναι επαίτης. Τι ακριβώς ζητιανεύει, όμως; Τι ψάχνει να βρει; Κάποιος μπορεί να πει πως ψάχνει την ελπίδα. Άλλος, την απελπισία. Κινείται ελεύθερα, δεν με ρώτησε στιγμή «από πού να πάω τώρα;», δεν του φύτεψα λέξεις στο στόμα. Ξεκίνησα ψάχνοντας την ελευθερία και ανακάλυψα την ελπίδα. Δεν είναι και λίγο.
Η Τόνια Κοντοπούλου που υπογράφει το «Όταν κουμπώνουν οι ψυχές» λέει: Πάντα πίστευα ότι η ζωή είναι στιγμές. Η ευτυχία είναι στιγμές. Κι είσαι τυχερός αν μπορείς να ζήσεις κάποιες τέτοιες που θα σε συγκλονίζουν και θα βρουν τον δρόμο για τα πιο βαθιά μονοπάτια της ψυχής. Παρατηρώντας λοιπόν τις ζωές ανθρώπων, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές, με ταλάνιζε ένα ερώτημα. Αν έχουν ζήσει έστω και μία αιώνια στιγμή, αν έχουν ζήσει έστω και μια φορά κάτι για το οποίο ν’ αξίζει να ζεις. Αν έχουν πέσει σε μια φωτιά στην οποία αξίζει να καείς. Η ιδέα πυροδοτήθηκε από αληθινά γεγονότα, μόνο σαν ιδέα όμως, την οποία άδραξα και μετουσίωσα σε ιστορία. Και χαρακτηρίζει το διήγημά της με τη λέξη: Συγκλονίζομαι.
Η Μαρία Μελεμενή αναφέρει για το «Ορφέας και Μελωδία»: Όλα ξεκινάνε από την αγάπη που έχω για τη μουσική. Ήταν η πρώτη φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία να την εκφράσω μέσα από μία ιστορία. Σκέφτηκα ότι μέσα από την ίδια τη μουσική μπορεί να γεννηθεί και ο έρωτας και αντίστοιχα ο έρωτας να χαρίσει την δική του μαγεία στη μουσική και να απελευθερωθεί. Αυτή η ιδέα μπορούσε να εκφραστεί από δύο παιδιά, τον Ορφέα και την Μελωδία. Στα πρόσωπα των ηρώων μου συναντήθηκαν η μουσική και ο έρωτας... και συνεχίζει: Η μία αυτή λέξη που πιστεύω ότι θα ταίριαζε στην συνύπαρξη της μουσικής και του έρωτα στα πρόσωπα των ηρώων μου είναι η λέξη "θαύμα".
Η Πόλυ Μίλτου για το «Μοναχικό ρόδο» γράφει: Άνθρωποι άγνωστοι περπατούν δίπλα μας καθημερινά σκυφτοί και σκυθρωποί, βυθισμένοι στην τρομακτική σιωπή τους και σε μια εσωτερική μοναξιά! Κι εμείς προσπερνάμε χωρίς να προσέχουμε ποιοι λυγίζουν γύρω μας, ιδιαίτερα οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας. Αυτοί πια, κουβαλούν μια ολόκληρη ιστορία πάνω τους, τις περισσότερες φορές τραγική, δεν προσδοκούν πλέον για μια αλλαγή θετική και κοιτάζουν το τέλος με λύπη. Για όσα πέρασαν και πληγώθηκαν, για όσα αγνά όνειρα έσβησαν απραγματοποίητα και για όσα θα ήθελαν πολύ να είναι αλλιώς… Αν μπορούσαν… Αν…Περνώντας από πάρκα με παγκάκια πολλές φορές καρφώθηκε το βλέμμα μου πάνω σε γεροντάκια μοναχικά, που απλά κάθονταν εκεί για να περάσει η μέρα τους. Κομμάτια του παρελθόντος. Όπως και οι γειτονιές που άλλαξαν ή χάθηκαν… Γύρισα κάποια στιγμή μετά από χρόνια στην πόλη που μεγάλωσα και δεν τη γνώρισα. Σπίτια με αυλές που γκρεμίστηκαν για να χτιστούν πολυκατοικίες και πρόσωπα αγαπημένα που δεν υπήρχαν πια… Με πόνεσε αυτή η αλλαγή και ένιωσα μεμιάς σαν να μην είχα ζήσει ποτέ εκεί. Ήμουν τώρα ένα ξένος άνθρωπος σε μια ξένη αφιλόξενη πόλη, όπου οι πιο πολλοί δε με ήξεραν. Τραγικό.Ό,τι αγαπάς αληθινά, πονάει για πάντα!