Ο Άλεξ γράφει μια ερωτική επιστολή στον σύντροφό του Πάνο, παρουσιάζοντας μέσα από αυτήν τη σχέση τους και την πορεία της ως την στιγμή που συντάσσει αυτές τις γραμμές. Δύο άνθρωποι με καταπιεσμένες επιθυμίες, κρυμμένες πίσω από τα κοινωνικά “πρέπει”, συναντούνται τυχαία μια νύχτα που προσφέρει ανωνυμία και ελευθερία επιλογών. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη αρκεί να το θελήσεις πολύ και να το στηρίξεις με όλο σου το είναι. Έτσι, οι δύο άντρες ανακαλύπτουν πολύ σύντομα πως είναι πλασμένοι να ζήσουν μαζί και αυτό ακριβώς κάνουν, κόντρα σε κάθε τι συμβατικό και στερεότυπο. Η έλλειψη αγάπης καθώς και η επιτακτική ανάγκη της, θα τους ωθήσουν στην απόλαυση που προσφέρει η συντροφικότητα προστατευμένη από τ’ αδιάκριτα βλέμματα, μέχρι να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν και τον κοινωνικό περίγυρο.
Κατόπιν ωρίμων συναισθημάτων και παραδοχής της πραγματικής τους φύσης, θ’ αδιαφορήσουν για το “φαίνεσθαι” και θα επιβάλλουν με τον δικό τους τρόπο το ιδιαίτερο δέσιμό τους. Κι ενώ όλα είναι ρόδινα και ο Άλεξ μοιάζει να έχει βρει την ευτυχία στο πρόσωπο του Πάνου και το αντίστροφο, οι σκιές καραδοκούν. Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, η σχέση τους πλέον μετράει χρόνια και δύναμη, παρόλα αυτά οι ανασφάλειες δηλώνουν το δικό τους παρών ανοίγοντας πληγές, βάφοντας γκρίζο τον ανέφελο ουρανό, εκλιπαρώντας ξανά και ξανά την επιβεβαίωση, να σφραγίσει, να κατοχυρώσει, να διαφυλάξει, να προστατεύσει το επουσιώδες.
Οι δύο άντρες έχουν βρει το από χρόνια χαμένο ιδανικό τους. Μια αγάπη που δε μοιάζει με άλλες αφού ξέρει να μοιράζεται, να μην κρίνει, να μην διαχωρίζει. Ο Πάνος είναι η σταθερότητα, η ασφάλεια, η ήρεμη δύναμη. Ακλόνητος βράχος, δέχεται στωικά και με κατανόηση κάθε έξαρση του νεότερου Άλεξ, διώχνοντας μακριά οτιδήποτε απειλεί την σχέση τους και παλεύει ακόμα και με την ασθένεια του αγαπημένου του συντρόφου με αυταπάρνηση, πίστη, επιμονή, αποφασιστικότητα και τρυφερότητα, ώσπου στο τέλος βγαίνουν νικητές και οι δύο. Στο πρόσωπό του ο Άλεξ βρίσκει αυτό που τον γαληνεύει, καθώς και την ψυχική του νηνεμία. Αυτό όμως δεν στέκει αρκετό ν’ αντισταθμίσει όλα τα βιώματά του που συνδέονται με την άρνηση και την απόρριψη των πιο αγαπημένων του προσώπων, που καθόρισαν τον άνθρωπο στον οποίο εξελίχθηκε. Η αγάπη του γίνεται τοξική και πνιγηρή. Οι εφιάλτες ξυπνούν το παρελθόν του και η μειονεξία τον κυνηγά, δημιουργώντας του συνεχώς αμφιβολίες έναντι του Πάνου που είναι πάντα εκεί να τον αγαπά, να τον καθησυχάζει, να του υποδεικνύει με κάθε τρόπο πόσο σημαντικός και απαραίτητος είναι για εκείνον.
Όταν όλα έχουν τελειώσει οριστικά, ο Άλεξ μένει πίσω με μόνο ενθύμιο την πολύτιμη αγάπη τους και την ελπίδα κάποτε να βρεθεί πάλι με τον αγαπημένο του. Η επιστολή που αποφασίζει να του γράψει, είναι ένας φόρος τιμής σε όλα όσα έζησε μαζί του, σε όλα όσα τον μύησε, στην ανιδιοτελή και απλόχερη αγάπη που του χάρισε. Είναι το δικό του “ευχαριστώ” για τις πληγές που επούλωσε, για την προσφορά του εαυτού του πλάι του. Είναι επίσης και μια κραυγή για την σύγχρονη κοινωνία. Είναι η ανάγκη αποδοχής της διαφορετικότητας και το δικαίωμα των ιδιαίτερων αυτών ανθρώπων στη ζωή και την αγάπη.
Η Λία Νικολάου παρουσιάζει ένα αριστουργηματικό έργο. Τολμά να κάνει το ξεκίνημά της με ήρωες δύο άντρες εραστές, τονίζοντας έτσι πως η αγάπη είναι μία και χωράει παντού. Σε κάθε σώμα, φύλο, χρώμα. Καταρρίπτει ταμπού και κοινωνικές ανισότητες και περιγράφει με παραστατικότητα και εκφραστικό πλούτο δύο ερωτευμένες ψυχές. Οι ήρωες αντικρίζουν στον καθρέφτη ο ένας το είδωλο του άλλου και ορίζουν το μεγαλείο της αγάπης ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο.
Η πένα της ελίσσεται στα δύσκολα μονοπάτια της διαφορετικότητας αποφεύγοντας κάθε τροχοπέδη και παρακάμπτοντας όλες τις παγίδες που γίνονται δεσμώτες της ευτυχίας για να τους οδηγήσει στην συναισθηματική κορύφωση και στο μεγαλείο της αληθινής αγάπης, αυτό που ζουν μόνο όσοι τολμούν να διεκδικήσουν τα όνειρά τους δίχως κρυφά πάθη και ταμπέλες. Ο λόγος της συγγραφέα είναι άμεσος με μια διάχυτη λυρικότητα σχεδόν σε όλη την έκταση του βιβλίου. Ο ρομαντισμός ξεχειλίζει, αλλά το γράφημα δεν παύει να είναι ρεαλιστικό. Εξάλλου, ποιος δεν έγινε ποιητής απέναντι στον άνθρωπο που αγάπησε; Πότε σκεπάστηκε ο έρωτας με κάτι λιγότερο από λόγια που εξυμνούν το ανώτερο όλων των συναισθημάτων;
Τελειώνοντας την ανάγνωσή του, σκέφτηκα πως ο Άλεξ είναι ίσως μοιρολατρικός αλλά και υπερβολικός από την πλευρά της συγγραφέα. Στη συνέχεια αναλογίστηκα όλες τις φορές που η αγάπη μάς κάνει ανασφαλείς, τοξικούς και τόσο μόνους όταν έχουν όλα τελειώσει. Και αποφάνθηκα πως είναι οι περιπτώσεις που αγαπάς αληθινά, απόλυτα και ανυπέρβλητα. Πόσο μάλλον όταν έχεις να παλέψεις με δαίμονες του παρελθόντος, με κοινωνικούς κανόνες που ορίζουν το “φυσιολογικό” εκτελώντας στυγνά κάθε ιδιαιτερότητα και στιγματίζουν οτιδήποτε απειλεί την φαινομενική ισορροπία της ζωής.
Όλα αυτά αντισταθμίζουν την κλονισμένη ψυχή του Άλεξ και ο άπλετος λυρισμός της επιστολής του, μας παρασύρει στα βάθη του νου που φοβάται, πονάει, αγαπάει, αφοσιώνεται και δικαιολογεί την προσκόλλησή του στο μεγαλειώδες που βρίσκει στο πρόσωπο του Πάνου.
Η Λία Νικολάου με αυτό το βιβλίο δίνει γροθιά στο στομάχι σε κάθε συμβατικό κανόνα και ξεριζώνει ταμπού, για να μας διδάξει πως η αληθινή αγάπη είναι ελεύθερη και βρίσκεται παντού. Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να βρίσκεται παντού. Ο χειμαρρώδης όσο και ποιητικός λόγος της, αντιστέκεται σε κάθε τι στερεότυπο, ξεπερνά τις μαύρες κηλίδες του κοινωνικού ρατσισμού και εξυψώνει την ισότητα, τα ευγενή αισθήματα, την ανωτερότητα της ψυχής και την ελευθερία του πνεύματος, αναπτύσσοντας επαρκώς την ιδέα του βιβλίου.
Η έκφραση “Να μ’ αγαπάς” είναι η βαθύτερη επιθυμία όλων, που δε φυλακίζεται, δεν καλουπώνεται, δεν παίρνει τροποποιήσεις, γιατί η αγάπη είναι ατόφια και έτσι πρέπει ν’ απολαμβάνεται. Και η Λία Νικολάου ξεφεύγει από τα συνηθισμένα έχοντας αντιληφθεί τί σημαίνει ανοιχτό πνεύμα και μεταφέρει σκέψεις και “απαγορευμένα” πάθη σε ένα βιβλίο ερωτικό που σφύζει από την καθημερινή πραγματικότητα και τις όποιες αντιξοότητές της.
Κι όμως. Η συγγραφική της ικανότητα σε πάει πιο μακριά από το δήθεν “μιαρό” και “ακάθαρτο”, γιατί απλά σε χτυπά καταπρόσωπο με τη δύναμη του έρωτα.
Αφεθείτε στη μαγεία του βιβλίου και απολαύστε μια διαφορετική ιστορία. Είναι σίγουρο πως ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του, η ψυχή σας θα φωνάξει δυνατά “Να μ’ αγαπάς”.
Το μυθιστόρημα της Λίας Νικολάου, Να μ’ αγαπάς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Περισσότερα: Η Λία Νικολάου για το Να μ' αγαπάς.
Η Λία Νικολάου, κατά κόσμον Λία Νικολάου Ματζούνη, γεννήθηκε το 1974 στον Βόλο, όπου και συνεχίζει να ζει. Φοίτησε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, ενώ διδάχθηκε τη σύγχρονη «τέχνη» του χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών και ασχολήθηκε με το web design και την κατασκευή ιστοσελίδων. Φοράει το σώμα γυναίκας από σύμπτωση και συγγράφει ακολουθώντας την απόλυτη κλίση της. Το «Να μ’ αγαπάς» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.