Κωστή Γκιμοσούλη
Πριν από ενάμιση χρόνο, το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου το νοίκιασε μια μεγάλη οικογένεια. Τρία παιδιά διαφορετικής ηλικίας, δύο αγόρια δώδεκα κι οκτώ χρονών κι ένα κοριτσάκι γύρω στα δύο με τρία. Ένα κουτάβι που έδειχνε ότι θα γίνει σκύλαρος, οι γονείς, μια οικιακή βοηθός κι από κοντά με καθημερινές επισκέψεις όλο τους το σόι.
Το σπίτι του πρώτου ορόφου είναι εκατόν εξήντα τετραγωνικά, πάντα οικογένειες το νοίκιαζαν κι επειδή το νοίκι ήταν υψηλό άλλαζαν συχνά. Όμως τέτοιο θόρυβο πρώτη φορά άκουγα. Όλες οι ποικιλίες των θορύβων. Από συρσίματα επίπλων· η μικρή μόλις είχε περπατήσει, άρπαζε λοιπόν καρέκλες κάνοντας στράτα και τις έσπρωχνε σ' όλο το σπίτι. Καβγάδες γονιών κλασικά, αλλά και υστερικές φωνές, πλακώματα από τα δύο αγόρια, που όσο δεν τσακώνονταν έτρεχαν με πατίνια ή έπαιζαν ποδόσφαιρο και μπάσκετ στους τοίχους. Ο σκύλος που μεγάλωνε έκλαιγε, όταν τον έκλειναν μόνο στο μπαλκόνι, και για να ξεχνιέται γάβγιζε τον κόσμο και τους άλλους σκύλους που πέρναγαν από κάτω του στον δρόμο. Μόλις τον άφηναν να μπει, έτρεχε σέρνοντας την αλυσίδα του στο πάτωμα σαν φάντασμα διψασμένο για παιχνίδι. Συν τον ήχο των νυχιών του πάνω στο παρκέ. Εξαιρετική ηχητική, λες και μας χώριζε μόνο το ξύλο.
Τα πάντα άκουγα, μόνο ερωτικούς ήχους δεν άκουσα ποτέ. Ούτε καν τρίξιμο κρεβατιού. Είχα αρχίσει να φαντάζομαι ότι το ζευγάρι κοιμόταν χωριστά.
Ο άντρας ήταν διάσημος αρχιτέκτονας. Το κράτος τού είχε αναθέσει να φτιάξει μερικά απ' αυτά τα νέα πολυκτίρια της καινούργιας Αθήνας, όλα πολυ-κάτι τα ονομάζουν τελευταία. Ήταν ένας ψηλός πενηντάρης, μπορεί και μεγαλύτερος, που έδειχνε καμιά δεκαετία μικρότερος. Το πρόσωπό του έμοιαζε πάντα λίγο θυμωμένο, είχε βαθιά γραμμένα χαρακτηριστικά κι έναν αέρα ορμητικό. Χαμένος στον κόσμο του. Όταν νοίκιασε το σπίτι, ήταν στην κορυφή της καριέρας του. Τον θυμάμαι με μια μακριά μαύρη καμπαρντίνα να φεύγει ή να γυρνάει καμαρωτός στο σπίτι. Η καμπαρντίνα ανέμιζε, σκούρο πουλί, κι αυτός ήταν σαν να πετούσε λίγους πόντους πάνω από τη γη.
Η γυναίκα του θα ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του. Κάπως μικροκαμωμένη, σκούρα μάτια και μαλλιά. Πρόσωπο με γωνίες, ελαφρά χλωμό. Από εκείνες τις επιδερμίδες τις διαφανείς, που αφήνουν τις φλέβες να διακρίνονται από κάτω.
Όσες φορές συναντιόμασταν στην είσοδο της πολυκατοικίας, ανταπέδιδε τον χαιρετισμό μου μ' ένα φευγαλέο βλέμμα ή μ' έναν ήχο χαμηλό και βραχνό, που ήταν μάλλον γεια. Ίσως επειδή κάπνιζε πολύ. Μύριζα τον καπνό της. Όταν άνοιγα και τα δυο παράθυρα, πισινό και μπροστινό, δημιουργούνταν δυνατό ρεύμα που έφερνε όλες τις οσμές τους κάτω. Μπορούσα ανά πάσα στιγμή να αναγνωρίζω τι φαγητό μαγείρευαν, όπως και ν' αναγνωρίζω τον βρασμένο καπνό απ' τα τσιγάρα της.
Όταν τη συναντούσα με κάποιον απ' τους γιους της, το βήμα της γινόταν βιαστικό κι ο χαιρετισμός ακόμα πιο σύντομος ή απουσίαζε τελείως. Ειδικά όταν συνοδευόταν από τον μεγάλο της γιο που όταν με αντίκριζε, κατσούφιαζε και κοίταζε καχύποπτα μια εμένα και μια τη μάνα του. Πάντως, μόνο εκείνη κάπνιζε. Τον αρχιτέκτονα δεν τον είχε δει ποτέ του να κρατάει τσιγάρο.
Ήταν ένα απόγευμα που τα παιδιά μάθαιναν σανίδα με ρόδες πάνω από το κεφάλι μου. Δεν άντεξα άλλο. Άνοιξα με δύναμη την πόρτα κι ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα. Πίεσα με δύναμη το κουδούνι, λες κι έτσι θα ηχούσε πιο δυνατά, κι αμέσως άρχισα να βαράω με το χέρι μου την πόρτα. Άνοιξε η γυναίκα του αρχιτέκτονα. Στη φούστα κρατιόταν ένα ξανθωπό κοριτσάκι με φακίδες. Λίγο πιο μέσα, αμέσως είδα να εμφανίζεται ο μικρότερος γιος κρατώντας αγκαλιά το σκέιτ του.
Τους το έλεγα κι εγώ, ότι μπορεί να σ' ενοχλούνε, είπε με δήθεν απολογητικό τόνο στη φωνή. Το ύφος της όμως ήταν ατάραχο και λίγο υπεροπτικό. Λες και κοιτούσε μόνο η οικογένειά της εκεί μέσα και της φαινόταν φυσικό να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Είχε κάτι από την έπαρση του άντρα της.
Τα μάτια μου ξεκόλλησαν από τα δικά της, κατέβηκαν στη μικρή που με κοιτούσε έκπληκτη από χαμηλά και κατέληξαν στα μάτια του αγοριού. Κοιταχτήκαμε για λίγο σοβαροί:
Υπάρχει και ο δρόμος για να παίξεις, του είπα μόνο.
Μετά τους γύρισα την πλάτη και ξανακατέβηκα τις σκάλες. Έκλεισα με πάταγο την πόρτα, άναψα τσιγάρο και πήγα κι έπεσα ανάσκελα στο κρεβάτι. Προς μεγάλη μου ατυχία η κρεβατοκάμαρά μου βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κουζίνα τους. Είχαν τα παράθυρα ανοιχτά κι άκουγα, ήθελα-δεν ήθελα, τις ομιλίες τους.
Ποιος ήταν; ρώταγε μ' επιμονή ο μεγάλος γιος. Μόλις έμπαινε στην εφηβεία κι η φωνή του έκανε κοκοράκι.
Ο αποκάτω. Σας έχω ξαναπεί να μην κάνετε τόσο θόρυβο, όταν καταλαβαίνεται ότι είναι μέσα, άκουσα να τους λέει συνωμοτικά.
Την είχα ξανακούσει κι άλλες φορές να με χρησιμοποιεί σαν μπαμπούλα στα παιδιά της. Εκείνη από μόνη της δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να τα ελέγξει.
Ποιος είναι αυτός, μαμά; Γιατί είχε τέτοια μαλλιά; ρώτησε η μικρή που είχε αρχίσει να μιλάει και δεν έβαζε γλώσσα μέσα της. Όταν δεν μιλούσε, στρίγκλιζε.
Μαμά, δεν μ' αρέσει καθόλου αυτός! είπε με πάθος ο μεγάλος.
Εκείνη δεν απάντησε.
Οι θόρυβοι συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, είχα όμως πεισμώσει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην τους ξανακάνω τη χάρη να ξαναπάω στην πόρτα τους να διαμαρτυρηθώ. Όσες φορές γινόταν ο χαμός από τη φασαρία, ή ούρλιαζα μ' όλη μου τη δύναμη προς τα πάνω σαν παρανοϊκός λύκος ή σφύριζα παρατεταμένα με μια σφυρίχτρα ποδοσφαίρου, σαν διαιτητής που δείχνει το σημείο του πέναλτι. Η τελευταία μου λύση, όταν δεν σταματούσαν τον χαμό, ήταν να βάζω την πιο θυμωμένη ραπ, όπως Ρublic Εnemy για παράδειγμα, στην πιο λυσσασμένη ένταση και να τρίζουν τα θεμέλια. Το καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να ψιθυρίσω δυο λογάκια στον αρχιτέκτονα αυτοπροσώπως, όμως ήταν πάντα πολύ βιαστικός.
Το ανέβαλλα λοιπόν από μέρα σε μέρα, ώσπου ο αρχιτέκτονας έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό. Δεν ξέρω αν ήταν εγκεφαλικό τελικά, γιατί πέθανε μέσα σε διάστημα πέντε, το πολύ έξι, μηνών, από καλπάζοντα καρκίνο του εγκεφάλου. Ξυριζόμουν ένα πρωί, όταν άκουσα έξω από την πολυκατοικία σειρήνα ασθενοφόρου. Πήγα στο παράθυρο και είδα να τον κατεβάζουν σε φορείο. Το πρόσωπό του ήταν κέρινο, πεσμένο άψυχο στο πλάι κι από την άκρη του στόματός του είχε τρέξει αφρός. Πάθαινες πλάκα βλέποντας εκείνον τον άνθρωπο σε τόσο ανυπεράσπιστη κατάσταση. Μπήκε και η γυναίκα του μαζί, και το ασθενοφόρο έφυγε. Το πρόσωπό της ήταν τεντωμένο, αλλά ακόμα και τότε διατηρούσε σαν μάσκα την άμυνα της απομακρυσμένης αδιαφορίας. Λες κι όλα όσα συνέβαιναν, ακόμα κι αυτό το τραγικό, δεν την αφορούσαν προσωπικά. Είχα φτιάξει από καιρό στο μυαλό μου ένα σενάριο: Αυτή, μαθητευόμενη αρχιτέκτονας στο γραφείο του, ερωτεύονται και παντρεύονται. Της κάνει αμέσως απανωτά τρία παιδιά από πάθος ζωής ή ζητώντας να την αιχμαλωτίσει στην περίπτωση που εκείνη κάποια στιγμή ξυπνούσε.
Τον κράτησαν στο νοσοκομείο μερικές μέρες και μετά τον ξανάφεραν πάλι με το φορείο. Έμοιαζε φυτό. Ανήμπορος, τελειωμένος. Μετά είκοσι μέρες έμαθα ότι τον πήγε στην Αμερική για να δουν αν χωρούσε εγχείρηση. Ήταν μυστήριο, ένας άνθρωπος που όλη του η δύναμη ήταν το μυαλό του είχε αρρωστήσει τώρα εκεί.
Όταν γύρισαν, είχε συνέλθει κάπως, τον είδα που τον μετέφερε η γυναίκα του αγκαζέ μ' έναν άλλον άντρα. Φορούσε σκούφο, για να κρύβεται το κούρεμα και η ουλή.
Τους υπόλοιπους τέσσερις μήνες μέχρι τον θάνατό του θα κοιμούνταν σίγουρα σε ξεχωριστά δωμάτια. Οι θόρυβοι συνεχίζονταν στο μισό του σπιτιού. Στο άλλο μισό επικρατούσε σιωπή θανάτου. Ερχόταν γιατρός καθημερινά σχεδόν και τον παρακολουθούσε. Μια φορά άκουσα έναν καβγά τους. Μάλλον τον τελευταίο. Ο αρχιτέκτονας φώναζε σαν ανώμαλο απεγνωσμένο παιδί κι εκείνη τού απαντούσε συγκαταβατικά και μονολεκτικά, με εκείνο το ύφος το απόμακρο.
Ένα απόγευμα, δίχως να μπορώ να το εξηγήσω και στον εαυτό μου ακόμα, ένιωσα ότι ο αρχιτέκτονας είχε πεθάνει. Όλη η ένταση των τελευταίων μηνών στο από πάνω σπίτι αυτόματα είχε λυθεί. Και όντως το άλλο μεσημέρι άκουσα κόσμο πολύ να ανεβαίνει, καρέκλες να μετακινούνται, άγνωστες ομιλίες γύρω από τραπέζι. Ήταν το τραπέζι μετά την κηδεία. Δεν ακούγονταν και πολύ λυπημένοι όμως, κι αν δεν ήξερα την ιστορία, θα έλεγα ότι ήταν μια ήσυχη γιορτή.
Κράτησε σαράντα μέρες τα μαύρα. Δεν έμοιαζε χήρα μ' αυτά τα ρούχα. Αντίθετα, της αποκάλυπταν ένα πάθος, που πίσω από ένα πείσμα τόσον καιρό είχε κρυφτεί. Οι θόρυβοι μαλάκωσαν για λίγο και ξανάρχισαν το ίδιο δυνατοί. Για τα τρία παιδιά ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έπαιζαν, γελούσαν, έκαναν διαβολεμένο σαματά όπως πριν.
Μια νύχτα, γύρω στη μία, ετοιμαζόμουν να βγω, όταν άκουσα το αυτοκίνητό της να παρκάρει έξω από το παράθυρό μου. Έμενα στο ισόγειο και την άκουγα αρκετές νύχτες να γυρνάει αργά. Κοίταξα από τις γρίλιες, ήταν όπως πάντα μόνη. Ύστερα από λίγο, άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα, τα τακούνια της στον διάδρομο. Άνοιξα μισή την πόρτα και είδα τη φιγούρα της στα σκοτεινά. Κοντοστάθηκε στις σκάλες, είχε ανέβει ήδη τρία-τέσσερα σκαλιά. Είδα τα μάτια της να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Εκείνη άραγε μπορούσε να διακρίνει τα δικά μου;
Τότε ξαφνικά από τον πάνω όροφο ακούστηκε η πόρτα της να ξεκλειδώνει, να ανοίγει:
Μαμά, η φωνή του μεγάλου γιου.
Σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω και συνέχισε ν' ανεβαίνει τα σκαλιά.
Ακόμα δεν κοιμήθηκες; την άκουσα να λέει.
Λίγες μέρες μετά την επισκέφτηκε ο Ντουλάπας. Μάλλον θα 'χε συνεργαστεί με τον άντρα της ως υπουργός, οπότε τίποτα το περίεργο να πάει στο σπίτι της για να τη συλλυπηθεί.
Άνοιγα την πόρτα της πολυκατοικίας για να μπω, όταν πρόσεξα, λίγο πιο πέρα, σταματημένο ένα αυτοκίνητο με δύο μπράβους μέσα. Φόραγαν γραβάτες, μαύρα γυαλιά και οι φάτσες τους έκαναν κρα από μακριά ότι ήταν κάποιας υψηλής ασφάλειας. Ο συνοδηγός μιλούσε στο κινητό του. Με κοίταξαν, τους κοίταξα. Πάντα όταν έρχομαι αντιμέτωπος με μπάτσους, νιώθω μια μικρή ταχυπαλμία. Ακόμα, ευτυχώς.
Μπήκα κι έπεσα επάνω του. Η πολυκατοικία δεν έχει ασανσέρ κι έτσι τον είδα να κατεβάζει από τις σκάλες τα κιλά του, βαριανασαίνοντας σαν δράκος. Πρησμένος απ' το πάχος, αλλά σφιχτός σαν τον φουσκωμένο άνθρωπο της Μichelin. Λίγο πάνω απ' τα σαράντα, με μαλλιά και φάτσα βουτυρομπεμπέ. Φορούσε σκούρο μπλε παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο. Δηλαδή ντύσιμο, για υπουργό, off the record. Είχε αρπαχτεί από την κουπαστή της σκάλας, εξετάζοντας κάτω προσεχτικά πού έβαζε τα πόδια του, μην παραπατήσει και κουτρουβαλιστεί. Πράγμα δύσκολο, γιατί τον εμπόδιζε η κοιλιά του. Στην αρχή δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι φάτσες, που βλέπεις κάθε μέρα στις φωτογραφίες των εφημερίδων και στην τηλεόραση, δεν έχεις την εντύπωση ότι ζουν πραγματικά. Ξαφνιάστηκα που τον είδα, έτσι ξαφνικά, σε ένα χώρο τόσο οικείο. Όταν προσγειώθηκε σώος, με προσπέρασε δίχως να με κοιτάξει, και πήγε να χώσει τον όγκο του μέσα στο αμάξι της ασφάλειάς του.
Ήταν τέλος Οκτώβρη. Άρχισαν οι βροχές. Έριχνε μέρες νερό με το τουλούμι. Οι θόρυβοι όμως από πάνω συνεχίζονταν. Αλλά, θέλεις τα κλειστά παράθυρα λόγω ψύχρας, στο μεταξύ είχαν στρώσει και τα χαλιά, το μαρτύριο είχε γίνει κάπως πιο υποφερτό.
Πέρασε κι ο Νοέμβρης και μπήκε ένας Δεκέμβρης παγωμένος. Άγριο κρύο και μολυβένιος ουρανός. Ξεκίνησε και μια στημένη αναμονή που, όσο πλησίαζαν οι μέρες για να μπει η νέα χιλιετία, έπαιρνε διαστάσεις υστερίας. Λες κι επρόκειτο να βγάλουμε ένα ασημένιο κέρατο στο μέτωπο, σαν μισοφέγγαρο, το πρώτο λεπτό του 2000. Αφού η βιολογική μεταλλαγή είχε γίνει ήδη. Μόνο που εμείς ακόμα δεν την είχαμε αντιληφθεί.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχαν πάρτι από πάνω. Μουσικές, χοροπηδητά, φωνές. Ο σκύλος γάβγιζε ξετρελαμένος και η μικρή που είχε την τιμητική της ξεφώνιζε τρέχοντας σ' όλο το σπίτι. Οι δύο γιοι άλλαξαν τον χρόνο παίζοντας γροθιές κι εκσφενδονίζοντας καρέκλες μέσα στην κουζίνα. Μόνο κανόνια και πυροτεχνήματα δεν είχαν. Δεν πειράζει όμως, γι' αυτά είχε φροντίσει ο Αβραμόπουλος.
Στις δύο και μισή, κι ενώ η γιορτή από πάνω μου συνεχιζόταν, ήμουν έτοιμος να βγω. Έκλεισα την πόρτα μου, κι ενώ έβγαινα από την πόρτα της πολυκατοικίας, έπεσα πάλι επάνω του.
Ο Ντουλάπας κρατούσε ένα μεγάλο κουτί τούρτας και, όπως είχε κι εμένα φάτσα του, δεν χωρούσε φυσικά να μπει.
Παρακαλώ, παραμέρισα.
Κι ενώ περνούσε, μου πρότεινε μέσα από το παλτό του ένα στρογγυλό χαμόγελο κι ένα ιδρωμένο χέρι:
Σας εύχομαι καλή χιλιετία! είπε σαν βαρύτονος.
Αμέσως έπιασα τ' ακτινίδιά μου, για να ξορκίσω το ποδαρικό.
Κωστής Γκιμοσούλης
Σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Σάμιου Παύλου (Καρπούζι - φάκελος)