Edgar Allan Poe
...«Και στο βάθος ευρίσκεται η θέλησις, η οποία ουδέποτε πεθαίνει. Ποίος γνωρίζει τα μυστήρια της θελήσεως και την δύναμίν της; Αυτός ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μεγάλη θέλησις, η οποία επιβάλλεται επί παντός πράγματος διά μόνης της εντάσεώς της. Οικεία βουλήσει παραδίδεται ο άνθρωπος εις τους αγγέλους, εάν δ' ο θάνατος είναι οριστικός δι' αυτόν, τούτο αποδοτέον μόνον εις το ασθενικόν της θελήσεώς του».Ιωσήφ Γλάνβιλ
Δεν δύναται η ψυχή μου ν' αναπολήση ακριβώς την εποχήν και το μέρος, ένθα κατά πρώτον έτυχε να ίδω την λαίδην Λίγειαν, διότι ο χρόνος και αι θλίψεις εξησθένισαν το μνημονικόν μου, πιθανόν δε εις τούτο να συνέτεινε και ο τρόπος, καθ' ον το αίσθημα εκείνο με είχε κυριεύσει, δηλαδή η βαθμιαία αυτού ανάπτυξις εν τη καρδία μου. Ενθυμούμαι όμως ότι πολλάκις ύστερον την είχα συναντήσει έν τινι μεγάλη και αρχαία πόλει ηρειπωμένη παρά τας όχθας του Ρήνου. Περί των γονέων της μου είχε νομίζω κάμει λόγον, διότι κατήγοντο, ως ενθυμούμαι, εξ αρχαίου γένους.
Λίγεια! Λίγεια! Αφωσιωμένος τότε εις τας μελέτας μου, ηρκούμην εις μόνον το γλυκύ της όνομα, όπως αναπλάσω εν τη φαντασία μου την μορφήν της· και τώρα δε, ενώ χαράσσω τας γραμμάς ταύτας, ενθυμούμαι αμυδρώς, ότι ουδέποτε είχον μάθει το πατρικόν της όνομα, αλλ' ουδέ καν ενθυμούμαι αν αυτό συνέβη εξ ιδιοτροπίας της Λιγείας μου ή εξ εμού, προς ένδειξιν αφοσιώσεως. Και μη απορήτε διά τούτο· διότι πώς να μη λησμονήσω τα αίτια, αφού αυτό τούτο το γεγονός αμυδρώς μόνον, ως είπα, διατηρείται εν τη μνήμη μου; Τω όντι όμως, άν ποτε η ωχρά Αστοφέτ των Αιγυπτίων με τας ζοφεράς πτέρυγας έχη παραστή εις γάμους κακών οιωνών, παρέστη και εις τους ιδικούς μου. Ό,τι όμως ενθυμούμαι καθαρώτατα είναι η εικών της Λιγείας μου· ήτο υψηλή το ανάστημα και λεπτοφυής, κατά δε τας τελευταίας ημέρας του βίου της είχε καταστή κάτισχνος, το βάδισμά της ήτον ήρεμον και μεγαλοπρεπές και περιεπάτει ελαφρά, ως σκιά, οσάκις δε εισήρχετο εντός του σπουδαστηρίου μου την ηννόουν μόνον εκ της επιθέσεως της χιονώδους χειρός της επί του ώμου μου. Η μορφή της δεν έφερε ποσώς τον κανονικόν εκείνον τύπον, τον οποίον ορίζουσιν ως πρότυπον καλλονής τα περί του αρχαίου κόσμου συγγράματα· αλλ' εν τούτοις ήτο θελκτικωτάτη και αιθερία. Ο λόρδος Βερούλαμ ορθώς αποφαίνεται περί καλλονής, ότι «δεν δύναται να υπάρξη καλλονή έκτακτος άνευ ιδιορρυθμίας τινός εν ταις αναλογίαις»· εγώ δε, μόλις είδα την ως εκ του παραδόξου της θαυμασίαν μορφήν της Λιγείας, εζήτησα ν' ανακαλύψω το παράδοξον τούτο και ακανόνιστον, το οποίον εύρισκα εν αυτή, εζήτησα δε αυτό επί του ανεπιλήπτου, ωχρού και ευρέος μετώπου της, επί του ομοίου προς το καθαρώτερον ελεφάντινον οστούν δέρματός της, επί της υπεράνω των κροτάφων προεξοχής και επί της βοστρυχώδους, μαύρης και στιλβούσης κόμης της, εις ην ήρμοζε πληρέστατα η ομηρική έκφρασις «κόμη υακίνθου»· παρετήρουν την τομήν της ρινός, το αδιοράτως γρυπόν αυτής και τους εναρμονίως καμπύλους ρώθωνας τους αποκαλύπτοντας πνεύμα ελεύθερον και υπερήφανον, και εις μόνα τα εβραϊκά ανάγλυφα εύρισκα παρομοίαν εντέλειαν· έπειτα εθεώρουν το θελκτικόν και θείον στόμα, τα εύγραμμα χείλη με το ζωηρόν των χρώμα και τους απαστράποντας οδόντας· εν τη πλατύτητι του πώγωνος ανεύρισκα την χάριν και μεγαλοπρέπειαν, την γλυκύτητα και το ελληνικόν πνεύμα, τον τύπον τέλος εκείνον, ον ο Απόλλων είχεν αποκαλύψει εν ονείρω εις τον Κλεομένην. Και επί τέλους εθαύμαζα τους μεγάλους της οφθαλμούς. Αλλά πού να εύρω το πρότυπον των οφθαλμών εκείνων, των μεγαλειτέρων παντός ανθρωπίνου οφθαλμού; ίσως εν αυτοίς εκρύπτετο το μυστήριον, περί του οποίου ομιλεί ο λόρδος Βερούλαμ. Ήσαν σχιστοί, ως οι ευμορφότεροι οφθαλμοί δορκάδος, εν στιγμαίς δε εξαιρετικής ζωηρότητος της Λιγείας, το γνώρισμά των τούτο με εξέπληττε παραδόξως, και παρίστατο αύτη τότε εν τη εξημμένη φαντασία μου ως η ακτινοβόλος Ουρί των Μωαμεθανών. Αι κόραι των οφθαλμών ήσαν λαμπρόταται και μαύραι, σκιαζόμεναι υπό μακρών μαύρων βλεφαρίδων, του αυτού δε χρώματος ήσαν και αι ολίγον ακανόνιστοι αυτής οφρύς· αλλά το παράδοξον το ενυπάρχον εντός των οφθαλμών τούτων δεν είχε ποσώς σχέσιν προς το σχήμα των, το χρώμα ή την λάμψιν, αποδίδω δε αυτό εξάπαντος εις την έκφρασιν. Α! πόσον η λέξις αύτη είναι κενή εννοίας! Είναι απλούς ήχος, ευρεία έκτασις, εν ή καταφεύγει όλη ημών η περί αΰλου άγνοια, Επί πόσας μακράς ώρας παρεδιδόμην εις μελέτας επί των ομμάτων εκείνων, και ποσάκις, επί ολόκληρον θερινήν νύκτα, προσεπάθουν να τους διερευνήσω. Αι κόραι εκείναι έκρυπτόν τι εις το βάθος των, αόριστον... και αυτού του φρέατος του Δημοκρίτου βαθύτερον, και μετά πάθους είχα επιδοθή εις την ανακάλυψίν του. Οι οφθαλμοί της τέλος είχον καταστή δι' εμέ οι δίδυμοι αστέρες της Λήδας, και εγώ ο ενθερμότερος αυτών αστρολόγος.
Μεταξύ των πολλών ανωμάλων παθημάτων της ψυχής είναι και έν, εις άκρον καταπληκτικόν: Πολλάκις, προσπαθούντες ν' αναπολήσωμεν κάτι από πολλού λησμονηθέν, ευρισκόμεθα επ' αυτού του χείλους της μνήμης, χωρίς εν τούτοις να δυνάμεθα να το ενθυμηθώμεν. Το αυτό συνέβαινε και εις εμέ, ότε ανέλυα τους οφθαλμούς της Λιγείας· μοι εφαίνετο ότι προσήγγιζα εις την πλήρη κατανόησιν της εκφράσεώς των, και όμως δεν ηδυνάμην να γίνω κύριος αυτής, επί τέλους δε την απώλεσα ολοτελώς! Κατά ποίον δε παράδοξον μυστήριον ανεκάλυπτα εκφράσεις αναλόγους προς αυτήν και επί των κοινοτέρων ακόμη αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου, ως και αίσθημά τι ανάλογον προς το υπ' αυτής προξενούμενον, το οποίον επίσης δεν ηδυνάμην να ορίσω ή αντιληφθώ σαφώς. Ανεύρισκα επί παραδείγματι τούτο εις την εντύπωσιν, ην μοι προυξένει άμπελος ταχέως αυξανομένη, χρυσαλλίς ιπταμένη, φάλαινα, ή ορμητικός χείμαρρος· το ανεύρισκα εις την θέαν του Ωκεανού, του πίπτοντος μετεώρου, και αυτού του βλέμματος υπεργήρων ατόμων, και εν τη διά τηλεσκοπίου θέα δύο αστέρων, και προ πάντων του ενός εξ αυτών, έκτου μεγέθους, διπλού και μεταβλητού την λάμψιν, ευρισκομένου παρά τον μέγαν αστέρα της Λήδας· επίσης εν τοις ήχοις εγχόρδων τινών οργάνων, και τέλος εν ταις περικοπαίς των αναγνώσεών μου· ενθυμούμαι μάλιστα χωρίον τι του Γλάνβιλ, όπερ μοι είχε προξενήσει ιδιάζουσαν εντύπωσιν και όπερ πάντοτε, ένεκα του ιδιορρύθμου του ίσως, παρήγεν εν εμοί το αυτό αίσθημα. «Και παραμένει εκεί αθάνατος η βούλησις, αλλ' ουδείς γνωρίζει τα μυστήριά της, όπως την ισχύν αυτής. Ο θεός είνε μεγάλη βούλησις, εισδύουσα πανταχού, ο δε άνθρωπος, ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του, υποτάσσεται εις τα πνεύματα και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον». Μετά καιρόν και κατόπιν άλλων σκέψεων κατήντησα να αποδίδω κάποιαν μακρυνήν σχέσιν μεταξύ του χωρίου τούτου και του χαρακτήρος εν μέρει της Λιγείας, διότι παράδοξος τις έντασις εν τοις έργοις, ταις σκέψεσι και τοις λόγοις αυτής μοι εφαίνετο αποτέλεσμα ή τουλάχιστον ένδειξις της γιγαντιαίας ισχύος του βουλητικού της, περί τούτου δε και θετικά δείγματα έλαβα κατά τας μακράς μετ' αυτής συνδιαλέξεις μου. Η κατά το φαινόμενον πάντοτε γαλήνιος Λίγεια ήτο το αθλιώτερον θύμα του ωμού πάθους, το μέγεθος δε αυτού υπελόγιζα εκ της θαυμασίας διαχύσεως των οφθαλμών της, οίτινες με έθελγον άμα και ενεποίουν τρόμον, εκ της μαγικής μελωδίας, του τόνου της καθαρότητος και εκ της αγρίας επενεργείας των παραδόξων αυτής λόγων, ων το αποτέλεσμα εδιπλασίαζεν η αντίθεσις της απαγγελίας. Αι γνώσεις της Λιγείας μου ήσαν άπειροι· εγνώριζε κατά βάθος τας κλασσικάς γλώσσας, εις δε τας νεωτέρας ουδέποτε την εύρον υποδεεστέραν των γνώσεων, ας εγώ κατείχα, και έλυε τα σκοτεινότερα των ακαδημαϊκών ζητημάτων, χωρίς ουδέποτε να σφάλλη. Πόσον η μοναδική αύτη ιδιοφυία της φύσεως της συζύγου μου τώρα ιδίως έχει καταπλήξει και υποτάξει την προσοχήν μου. Η παιδεία της, ως είπα, ήτο άπειρος και ουδεμίαν άλλην γυναίκα εγνώρισα κατέχουσαν τοσαύτας γνώσεις· αλλά και εκ των ανδρών ποίος ποτε διεξήλθε μετ' ίσης επιτυχίας το ευρύ πεδίον των ηθικών, φυσικών και μαθηματικών επιστημών; Δεν είχα τότε παρατηρήσει, ως τώρα βλέπω τούτο, ότι αι γνώσεις της Λιγείας ήσαν άπειροι και καταπληκτικαί, ησθανόμην όμως την μεγάλην υπεροχήν της, και μετά πίστεως μαθητού αφιέμην να με οδηγή εις το χάος των μεταφυσικών ερευνών, περί ας ενησχολούμεθα μετά ζήλου κατά τα πρώτα του γάμου μας έτη. Και τότε πλήρης θριάμβου, πλήρης ζωηρών τέρψεων και ελπίδων αιθερίων, έβλεπα διανοιγόμενον βαθμηδόν έμπροσθέν μου το μακρύ μονοπάτι, το λαμπρόν και απάτητον, δι' ου έμελλα επί τέλους να φθάσω εις σοφίαν τοσούτον θείαν και πολύτιμον· οπόση όμως υπήρξεν η θλίψις μου, ότε, μετά παρέλευσιν ετών τινων, είδα αφιπταμένας και εκλιπούσας τας ελπίδας μου ταύτας! Άνευ της Λιγείας ήμην ως παιδίον ψηλαφούν εν τω σκότει· αυτή μόνη ηδύνατο να διαχέη φως εις τα μυστήρια των μελετών ημών, άνευ δ' αυτής όλη εκείνη η πρότερον αιθερία και λαμπρά φιλολογία καθίστατο άχαρις και κατηφής.
Ήδη όμως οι ωραίοι της οφθαλμοί διέτρεχον ημέρα τη ημέρα σπανιώτερον τας σελίδας εκείνας· η Λιγεία ησθένησεν· οι παράδοξοι οφθαλμοί της εσπινθηροβόλουν, οι δάκτυλοι προσέλαβον την χροιάν διαφανούς κηρού και αι κυαναί φλέβες του μετώπου επάλλοντο μετά σφοδρότητος· προείδα τον προσεγγίζοντα θάνατον, και το πνεύμα μου επάλαιεν απελπιστικώς προς το μυσαρόν Αδραέλ.
Αλλά και αύτη, προς μεγάλην μου έκπληξιν, πάσαν προσπάθειαν κατέβαλλεν, όπως αποσοβήση τον θάνατον· υπέθετα, κρίνων τούτο εκ του χαρακτήρος της, ότι ήθελεν υποδεχθή αυτόν απαθώς, αλλ' ηπατήθην. Κατά την πάλην προς την σκιάν είχεν αντιτάξει αντίστασιν, ην αι λέξεις αδυνατούσι να εκφράσωσιν· εγώ δε εστέναζα εξ αδημονίας, βλέπων το οικτρόν εκείνο θέαμα, και εζήτουν να την παρηγορήσω και της επαναφέρω την γαλήνην, αλλά τόσον ήτο εν αυτή άγριος ο πόθος της ζωής και μόνης της ζωής, ώστε πάσα μου προσπάθεια θα ήτο αυτόχρημα αφροσύνη. Μεθ' όλας εν τούτοις τας βασάνους και ταραχάς του ανυποτάκτου πνεύματός της δεν απώλεσε ποσώς μέχρι τελευταίας πνοής την φαινομενικήν γαλήνην, η φωνή της καθίστατο βαθμηδόν βαθυτέρα και γλυκυτέρα, αλλ' απείχα του να ενδιατρίβω και επί της εννοίας των μετά τόσης γαλήνης προφερομένων εκείνων λόγων.
Το λογικόν μου συνεταράσσετο, οσάκις έτεινα το ους εις την υπεράνθρωπον μελωδίαν της φωνής της και εις τους πόθους και τας επιθυμίας εκείνης, τα οποία ουδέποτε έως τότε ους ανθρώπου είχεν ακούσει. Ότι με ηγάπα το εγνώριζα καλώς, εις στήθος δε, ως το ιδικόν της, ο έρως δεν ήτο δυνατόν να εμφωλεύη ως σύνηθες πάθος. Το μέγεθος όμως της εμπαθούς αυτής αφοσιώσεως κατενόησα προ πάντων κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου της· επί ολοκλήρους ώρας κρατούσα την χείρα μου εντός της ιδικής της, μοι εξέχεε πλήμυρραν αισθημάτων, ενόησα δε τότε ότι τον διάπυρον πόθον της ζωής εξήγειρεν εν αυτή το πάθος του έρωτος, αλλ' έρωτος, φευ! μη ικανοποιηθέντος. Τον ακόνιστον δε και διάπυρον εκείνον πόθον του να ζήση και μόνον να ζήση δεν έχω λέξεις να τον εκφράσω. Ακριβώς το μεσονύκτιον της ημέρας, καθ' ην απέθανε, με εκάλεσε παρά την κλίνην της επισήμως, και μοι εζήτησε να τη επαναλάβω τους εξής στίχους, ους αύτη πρό τινων ημερών είχε συνθέσει:
«Ιδού, επήλθε, τέλος, νυξ πανηγύρεως μετά τους τελευταίους τούτους θλιβερούς χρόνους· πλήθος αγγέλων πτερωτών, φερόντων πέπλους και βρεχομένων από τα δάκρυα των, βλέπουσιν εντός θεάτρου δράμα ελπίδων και φόβων, ενώ εκ διαλειμμάτων η ορχήστρα ανακρούει την μουσικήν των σφαιρών».
«Μίμοι, κατ' εικόνα του Υψίστου, πετώσι, ψιθυρίζοντες και μορμυρίζοντες ταπεινοφώνως, περί την μίαν και την άλλην πλευράν, νευρόσπαστα άθλια, αγόμενα υπό την ισχυράν θέλησιν των αΰλων όντων, άτινα περιφέρουσι την σκηνήν από του ενός εις το άλλο μέρος, τινάσσοντα από των πτερύγων των την αόρατον Δυστυχίαν».
«Αλλ' ιδού έρπον τι ον, υπεισδύον από του ερήμου μέρους της σκηνής και διασχίζον τον όχλον των μίμων! Είναι ερυθρόν εξ αίματος και προχωρεί συστρεφόμενον. Συστρέφεται! Συστρέφεται! και οι μίμοι καθίστανται μετά θανασίμου αγωνίας βορά ιδική του, ενώ τα Σεραφείμ ολολύζουσι, βλέποντα τον σκώληκα αναμασώντα θρόμβους ανθρωπίνου αίματος».
«Όλα τα φώτα σβέννυνται, όλα εντελώς, και αι φρικιώσαι μορφαί καλύπτονται υπό της ορμητικώς καταπεσούσης αυλαίας, ενώ οι άγγελοι χλωμοί, ανεγειρόμενοι και αποκαλυπτόμενοι, βεβαιούσιν ότι το δράμα τούτο είναι τραγωδία, ήτις καλείται άνθρωπος, ήρως δε αυτής ο κατακτητής Σκώληξ».
— Ω! Θεέ! ανέκραξε μετά τους στίχους τούτους η Λίγεια, στηριζομένη επί των ποδών της και τείνουσα σπασμωδικώς τους βραχίονας προς τον ουρανόν· δεν θα ηττηθή ποτέ ο κατακτητής ούτος; δεν είμεθα μέρος και μόριόν Σου; Τις λοιπόν γνωρίζει τα μυστήρια της βουλήσεως, ως την ισχύν αυτής; ο άνθρωπος ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του υπείκει εις τους αγγέλους και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον.
Ταύτα ειπούσα, εξηντλημένη εκ της συγκινήσεως, αφήκε να καταπέσωσιν οι λευκοί της βραχίονες και επέστρεψεν εις την νεκρικήν της κλίνην. Την στιγμήν δε, καθ' ην έπνεε τα λοίσθια, ήκουσα να εξέρχεται από των χειλέων της συγκεχυμένος τις ψιθυρισμός, και τείνας το ους ήκουσα πάλιν τας τελευταίας λέξεις της περικοπής του Γλάνβιλ: «ο άνθρωπος ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του υπείκει εις τους αγγέλους και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον».
Απέθανεν· εγώ δε, συντετριμμένος υπό λύπης και αδυνατών να υποφέρω την αποτρόπαιον μόνωσίν μου εν τη ηρειπωμένη εκείνη πόλει, αφ' ετέρου δε κατέχων εκ της Λιγείας σημαντικήν περιουσίαν, εζήτησα την ανακούφισιν επί τινας μήνας εις ανιαρά ταξίδια, έως ου εγκατέστην τέλος εις έρημον οίκημα, κείμενον επί τινος των πλέον ερήμων και ακαλλιεργήτων μερών της ωραίας Αγγλίας. Το εξωτερικόν του οικήματος τούτου ήτο εφθαρμένον και τα τείχη του εχλόαζον εκ της πολυκαιρίας· το εσωτερικόν όμως αυτού κατέγινα μετ' επιμονής όπως διακοσμήσω όσω το δυνατόν μεγαλοπρεπέστερον· την κλίσιν ταύτην είχα από παιδικής ηλικίας, ανεύρισκον δε ήδη αυτήν επί τη ελπίδι ίσως να διασκεδάσω τας θλίψεις μου.
Φευ! ηδύνατο ν' ανακαλύψη τις αρχάς παραφροσύνης εν εμοί, βλέπων τα μεγαλοπρεπή και φανταστικά παραπετάσματα, τα επιβάλλοντα αιγυπτιακά ανάγλυφα, τα αλλόκοτα έπιπλα, τα πλαίσια και τα επί των καταχρύσων ταπήτων παράδοξα αραβουργήματα! Το όπιον, εις ου την έξιν είχα από τινος παραδοθή, επενήργει, ώστε πάσα μου σκέψις ή πράξις να λαμβάνη την χροιάν των ονείρων, τα οποία μοι επέφερε. Παραλείπων την λεπτομερή αφήγησιν των τόσων άλλων μικρολογιών, θα περιορισθώ εις την περιγραφήν του κατηραμένου θαλάμου, εν ώ ωδήγησα την δευτέραν μου σύζυγον, την λαίδην Ροβέναν δε Τρεμαίν, ξανθήν και κυανόφθαλμον νεανίδα. Η διακόσμησις του νυμφικού εκείνου θαλάμου παραμένει εν πάση αυτής λεπτομερεία εις την μνήμην μου, και οσάκις την αναπολώ, μοι φαίνεται παράδοξον πώς οι γονείς της νέας απέβλεψαν εις μόνην την περιουσίαν μου και συνήνεσαν να εισέλθη η κόρη των ως νύμφη εις τοιούτον νυμφικόν θάλαμον. Η τεθλιμμένη μου μνήμη διατηρεί ζωηρότατα πάσας τας λεπτομερείας της διακοσμήσεως του παραδόξου εκείνου θαλάμου, αν και τόσα σημαντικά πράγματα διαφεύγωσιν αυτήν, εν ώ εν τη φανταστική πολυτελεία του θαλάμου δεν υπήρχε σύστημά τι ή αρμονία διά να δύναται η μνήμη να συγκρατή τας λεπτομερείας αυτής. Ο θάλαμος, αποτελών μέρος υψηλού και ως φρούριον ωχυρωμένου πύργου, ήτο πεντάγωνος και ευρύτατος, έν δε μόνον παράθυρον απετέλει όλην την δυτικήν πλευράν, καλυπτόμενον υπό μεγάλης υέλου, ης το θαμβόν χρώμα έρριπτεν εντός του θαλάμου ωχρόφαιον το φως του ηλίου ή της σελήνης. Υπεράνω αυτού εξετείνετο το δίκτυω του γηραιού κτήματος, συγκρατούμενον από του τείχους του πύργου. Η εκ μελανωπής δρυός και λίαν υψηλή οροφή του θαλάμου εσχημάτιζε θόλον και ήτο κεκοσμημένη διά των παραδοξοτέρων και φανταστικοτέρων κοσμημάτων, ρυθμού ημιγοτθικού και ημιδρυϊκού, από του κέντρου δε αυτής ανήρτητο διά χονδρής χρυσής αλύσεως λαμπτήρ επίσης χρυσούς, έχων σχήμα θυμιατηρίου, διά των αλλοκότων κεντημάτων του οποίου εξεχέετο ποικιλόχρουν φως. Διάφορα μέρη του θαλάμου ήσαν επιστρωμένα διά σπανίων ανατολικών σοφάδων, πολλαχού δε έκειντο λυχνίαι ανατολικού ρυθμού· η νυμφική κλίνη κατά τον ινδικόν ρυθμόν, χαμηλή και εκ γεγλυμμένου ξύλου εβένου, έφερεν ύπερθεν καταπέτασμα, όμοιον προς νεκρικήν σινδόνην. Αλλ' ό,τι κυρίως εξέπλησσε την φαντασίαν ήσαν, φευ! τα παραπετάσματα, άτινα εκάλυπτον καθ' ολοκληρίαν τα τεράστια εκείνα τείχη· το ύφασμα αυτών ήτο χρυσούν και βαρύτιμον λίαν, φέρον ακανονίστως μορφάς αλλοκότους, αι οποίαι ήλλασσον διαφόρους όψεις, αναλόγως του μέρους ένθα ίστατο ο παρατηρών. Ούτω, μόλις εισήρχετό τις, παρίσταντο αύται προ των ομμάτων του ως μορφαί τερατώδεις, εφ' όσον όμως προυχώρει, μετεβάλλοντο βαθμηδόν, ούτως ώστε ο θεατής, αλλάσσων θέσεις, έβλεπεν εαυτόν περιστοιχούμενον υπό σωρείας μυσαρών μορφών, ομοίων προς τα δημιουργήματα της δεισιδαιμονίας του Βορρά· σφοδρόν δε ρεύμα αέρος, εισερχόμενον τεχνηέντως διά του τοίχου όπισθεν των παραπετασμάτων, επέτεινε την φαντασμαγορίαν, παρέχον εις το όλον εμψύχωσιν τρομακτικήν και αποτρόπαιον. Τοιούτος ο θάλαμος, όπου διήνυσα τον πρώτον μήνα του γάμου μετά της δευτέρας μου συζύγου. Ουδόλως αμφέβαλλον ότι η σύζυγός μου Ροβένα εφοβείτο το άγριον ύφος μου, ότι με απέφευγε και ελαχίστην έτρεφε προς με αγάπην, αλλά τούτο με ηυχαρίστει. Την εμίσουν ως δαίμων μάλλον ή άνθρωπος, η δε μνήμη μου ενετρύφα αενάως εις την αναπόλησιν της προσφιλούς μοι Λιγείας, της σεβαστής και ωραίας νεκράς μου. Εβυθιζόμην εις αρρήτους απολαύσεις διά των αναμνήσεών μου, των αναμνήσεων της αγνότητος, της σοφίας και του περιπαθούς έρωτος.
Εφλεγόμην δι' αυτήν υπό πάθους σφοδροτέρου ίσως του ιδικού της, εν στιγμαίς μάλιστα διεγέρσεως, επερχομένης μοι εκ της χρήσεως του οπίου· την εκάλουν μεγαλοφώνως διά του ονόματός της εν τη σιγή της νυκτός και εις τα σκιερά καταφύγια των κοιλάδων κατά την ημέραν, ωσανεί διά της αγρίας ταύτης ενεργείας του σφοδρού μου πάθους έμελλον να την επαναφέρω εις την ζωήν, εξ ης είχεν απέλθει· διά παντός αρά γε; αλλ' ήτο δυνατόν; Κατά τας πρώτας ημέρας του δευτέρου από του γάμου ημών μηνός η λαίδη Ροβένα προσεβλήθη υπό αιφνιδίας νόσου, διαρκεσάσης εφ' ικανόν, κατά τας δεινάς δε νύκτας του πυρετού εις λήθαργον διατελούσα παρελήρει, ομιλούσα περί ήχων και κινήσεων, ους ήκουεν αορίστως εν τω δωματίω, αλλά δεν προσείχα εγώ, αποδίδων τους λόγους της εις την εκ του πυρετού σύγχυσιν των ιδεών της και κυρίως εις την φαντασμαγορικήν επίδρασιν του θαλάμου. Μετά καιρόν τέλος ανέρρωσεν. Αλλά δεν παρήλθε πολύ χρόνος και νέα πάλιν προσβολή, σφοδροτέρα της πρώτης, έρριψε την Ροβέναν εις την θλιβεράν εκείνην κλίνην, και έκτοτε η σύζυγός μου, ούσα φύσει αδυνάτου κράσεως, δεν κατώρθωσε πλέον ν' ανακτήση την προτέραν υγείαν· ο χαρακτήρ του νοσήματος εγίνετο οσημέραι επιφοβώτερος, χωρίς να δύνανται οι ιατροί να παράσχωσι την παραμικράν βοήθειαν, και τέλος κατέστη τούτο χρόνιον, ενώ ταυτοχρόνως ήρχισε να προάγεται εν αυτή και νευρικός ερεθισμός, βαθμηδόν επιτεινόμενος, εξ ου τα κοινότερα των πραγμάτων τη είχον καταστή αντικείμενα τρόμου. Ωμίλει ήδη συχνότερον και μετά πλειοτέρου πείσματος περί ελαφρών κρότων και αλλοκότων κινήσεων επί των παραπετασμάτων, και έλεγεν ότι ταύτα ήσαν η κυρία αιτία του νοσήματός της. Νύκτα τινά μοι εζήτησε μετά περισσοτέρας ζωηρότητος να επιστήσω την προσοχήν μου επί των αφορήτων κρότων, οίτινες την συνετάρασσον· αφυπνίζετο εξ ύπνου ταραχώδους και, ημιεγερθείσα επί της κλίνης, μοι ωμίλει ταπεινοφώνως περί κρότων, ους δεν ηδυνάμην ν' ακούσω, περί κινήσεων, ας δεν ηδυνάμην να ίδω, καθ' ην στιγμήν εγώ, εξηπλωμένος επί τινος παρά την κλίνην της διβανίου, εξήταζα, κατεχόμενος υπό της αγωνίας αορίστου τρόμου, την αλλοίωσιν της ισχνής της φυσιογνωμίας. Ο άνεμος έπνεε σφοδρός όπισθεν των παραπετασμάτων και εδοκίμασα να πείσω την ασθενή, μολονότι εγώ κατά βάθος εδίσταζα, ότι οι ανεπαίσθητοι ήχοι και αι αλλοιούμεναι μορφαί εν τω παραπετάσματι προήρχοντο εκ του όπισθεν πνέοντος ανέμου· η θανάσιμος όμως ωχρότης του προσώπου της με έπεισεν ότι μάτην προσεπάθουν να την εγκαρδιώσω. Εφαίνετο ότι έμελλε να λιποθυμήση, εγώ δ' έσπευσα να λάβω από του παρακειμένου θαλάμου φιαλίδιον ελαφρού οίνου, συστηθέντος υπό των ιατρών. Αλλ' ενώ διηρχόμην υπό το φως του λαμπτήρος εξεπλάγην ένεκα δύο αλλοκότων περιστατικών· ησθάνθην δηλαδή εγγίζον με ψηλαφητόν τι ελαφρώς αλλ' αόρατον ον, και ταυτοχρόνως είδα επί του τάπητος, ακριβώς επ' αυτού του κέντρου του φαεινού κύκλου, ον διέγραφεν επί τούτου το φως του λαμπτήρος, ασθενή και αόριστον σκιάν, ωραιοτάτου τύπου, την οποίαν μόνον ως σκιάς σκιάν ηδύνατό τις να εκλάβη. Διατελών όμως υπό την επίδρασιν του οπίου, ολιγίστην προσοχήν έδωκα, εις δε την Ροβέναν ουδ' ανέφερα περί αυτού.
Λαβών την φιάλην, επέστρεψα παρά τη συζύγω μου και έφερα εις τα χείλη της κύπελλον πλήρες οίνου, όπερ αύτη, συνελθούσα ήδη, εκράτησε διά των ιδίων χειρών, έπειτα δε εξηπλώθην πάλιν επί του σοφά και προσήλωσα το βλέμμα επ' αυτής.
Αίφνης τότε ήκουσα ευκρινώς ελαφρόν κρότον βημάτων επί του τάπητος και προς το μέρος της κλίνης· πάραυτα δε, ενώ η Ροβένα έφερε τον οίνον εις τα χείλη, είδα -ενδεχόμενον να ήτο πλάσμα της φαντασίας μου- είδα να πίπτωσιν εντός του κυπέλλου, ως από αοράτου πηγής, τρεις ή τέσσαρες σταγόνες υγρού διαυγούς και κοκκινωπού. Τας είδα, αλλ' εκείνη δεν τας είχεν ίδει, και έπιε τον οίνον αδιστάκτως, εγώ δε απεσιώπησα το συμβεβηκός, όπερ, μολονότι είχα ίδει εναργώς, εθεώρουν ως προϊόν φαντασίας εξημμένης, ης την νοσηράν ενέργειαν επέτεινον οι τρόμοι της συζύγου μου, το όπιον και η νυκτερινή ώρα. Ευθύς εν τούτοις ως η σύζυγός μου έπιεν, η κατάστασίς της εχειροτέρευσε καταπληκτικώς, την τρίτην δε νύκτα μετά το γεγονός οι υπηρέται προητοίμαζον τα του ενταφιασμού της· εγώ τότε, όλως μόνος προ του σαβανωμένου πτώματος της Ροβένας εντός του φανταστικού εκείνου θαλάμου, ενόμιζα -ίσως τούτο ήτο όνειρον προελθόν εκ του οπίου ότι αλλόκοτοι μορφαί συνεστρέφοντο ως σκιαί περί εμέ. Περιέφερα ανήσυχος το βλέμμα επί των μορφών του παραπετάσματος και των ποικιλοχρόων φώτων του λαμπτήρος, ζητών δε ν' αναπολήσω τα συμβάντα της παρελθούσης νυκτός, διηύθυνα κατά τύχην το βλέμμα επί του σημείου, ένθα είχα ίδει την σκιάν, αλλά δεν εύρον πλέον αυτήν εκεί, και, ανακουφισθείς ολίγον, έρριψα πάλιν το βλέμμα επί της εν τη κλίνη ωχράς και επιβαλλούσης μορφής· ησθάνθην τότε κυριευούσας με πληθύν αναμνήσεων της Λιγείας μου και την καρδίαν μου πλημμυρούσαν, με ορμήν παλιρροίας, υπό του αρρήτου άλγους, το οποίον επίσης με είχε καταλάβει και επί τω θανάτω εκείνης. Η νυξ προυχώρει και εγώ, κατεχόμενος υπό πικροτάτων σκέψεων, ων αντικείμενον είναι εκείνη, η μοναδική μου υπερτάτη λατρεία, έμενα με το βλέμμα προσηλωμένον επί του πτώματος της Ροβένας. Θα ήτο περίπου μεσονύκτιον, ότε αίφνης διέκοψε τους ρεμβασμούς μου λυγμός τις, ταπεινός και ελαφρός, αλλά λίαν ευδιάκριτος, από της νεκρικής κλίνης. Έτεινα το ους κατεχόμενος υπό της αγωνίας δεισιδαίμονος τρόμου, αλλ' ο κρότος είχε παύσει. Παρετήρησα το πτώμα μετ' επιμονής, αλλ' ουδέ την ελαχίστην κίνησιν ηδυνάμην να διακρίνω επ' αυτού. Εν τούτοις ήμην βέβαιος ότι δεν ηπατήθην. Είχα ακούσει εναργέστατα και εν πλήρει συναισθήσει εμαυτού. Συνεκέντρωσα λοιπόν μετά πείσματος την προσοχήν μου επί του πτώματος, και τω όντι διέκρινα καθαρώς ασθενέστατον και μόλις ορατόν ερύθημα, ανελθόν επί των παρειών της, και τας φλέβας των βλεφάρων της εξογκουμένας. Πιεζόμενος υπό απεριγράπτου φρίκης και τρόμου, ησθάνθην την καρδίαν μου συγκοπτομένην και τα μέλη του σώματος μου απονεκρούμενα· αλλ' επί τέλους ανέλαβα το θάρρος μου, σκεφθείς ότι η Ροβένα έζη και ότι ηπατήθην εκλαβών αυτήν ως αποθανούσαν, πάραυτα δε επεμελήθην κατά καθήκον όπως την επαναφέρω εις την ζωήν· επεδόθην δε εις τούτο όλως μόνος, διότι, μη έχων υπηρέτας πλησίον μου, δεν ηδυνάμην και να τους καλέσω, επειδή ουδ' επί στιγμήν ενόουν να ανέλθω εκ του θαλάμου, η δε φωνή μου δεν έφθανε μέχρι των δωμάτων των. Μετ' ου πολύ όμως το πτώμα επανήλθε και πάλιν εις την προτέραν του κατάστασιν, την επί των παρειών χροιάν αντικατέστησεν ωχρότης πλέον ή μαρμαρίνη, τα χείλη συνεσφίγχθησαν και ερρικνώθησαν νεκρικώς, εφ' όλου δε του σώματος διεχύθη θανάσιμος ψυχρότης. Ερρίφθην πάλιν φρικιών επί του διβανίου και αφέθην εις τας προτέρας μου περί Λιγείας ονειροπολήσεις. Μία ώρα διέρρευσεν ούτως, ότε αίφνης ακούω εκ νέου αόριστον κρότον επί της κλίνης. Έτεινα το ους μεθ' υπερτάτου φόβου. Ο κρότος προήρχετο εκ στεναγμού. Και πάλιν ώρμησα προς το πτώμα και είδα, είδα καθαρώς τα χείλη αυτού συσπώμενα, μετ' ου πολύ δε χαλαρωθέντα και αποκαλύψαντα λαμπράν σειράν μαργαριτωδών οδόντων. Η έκστασις και ο βαθύς τρόμος επάλαιον ήδη εν τω πνεύματί μου· η όρασίς μου εσκοτίσθη και το λογικόν με εγκατέλιπε, μόλις δε μετ' επίμονον αγώνα κατώρθωσα ν' ανακτήσω το θάρρος και να παράσχω συνδρομήν, την οποίαν εκ νέου ήδη μοι επέβαλλε το καθήκον. Το μέτωπον, αι παρειαί και ο λαιμός είχαν προσλάβει ελαφράν χροιάν ζωής, δι' όλου δε του σώματος εκυκλοφόρει θερμότης επαισθητή και η καρδιακή χώρα ανεκινείτο αδιοράτως υπό ελαφρών παλμών. Η σύζυγός μου έζη· και μετά πλειοτέρας ήδη ζέσεως προσεπάθουν να την αναστήσω εξ ολοκλήρου. Τη προσέτριψα τας χείρας και τους κροτάφους, και μετήλθα παν ό,τι εκ πείρας και εκ πολυαρίθμων ιατρικών μελετών εγνώριζα, αλλά μάτην· το ερύθημα και οι παλμοί και πάλιν εξηφανίσθησαν, τα χείλη ανέλαβον την προτέραν νεκρικήν έκφρασιν και εν μια στιγμή αποκατέστη και πάλιν επί του πτώματος η παγετώδης του θανάτου ψυχρότης, και προσέλαβεν ήδη τούτο τα χαρακτηριστικά σώματος προ πολλού ενταφιασθέντος. Και εγώ εβυθίσθην εκ νέου εις τας περί Λιγείας ονειροπολήσεις μου, ότε και πάλιν -βεβαιωθήτε ότι ακόμη φρικιώ ενώ χαράττω τας γραμμάς ταύτας- προσέβαλε το ους μου λυγμός από της κλίνης προερχόμενος. Αλλά τίνι τρόπω να εκθέσω τους ανεκφράστους τρόμους της νυκτός εκείνης; ν' αφηγηθώ ποσάκις αλλεπαλλήλως μέχρι της χαραυγής επανελήφθη το αποτρόπαιον δράμα της αναστάσεως, ήτις απέληγε πάντοτε εις θάνατον βεβαιότερον και πλέον ανεπανόρθωτον; ή να είπω ότι εκάστη αυτής νέα αγωνία ωμοίαζε προς πάλην κατ' αοράτου αντιπάλου, ης αποτέλεσμα ήτο νέα παράδοξος αλλοίωσις της φυσιογνωμίας του πτώματος;
Είχεν ήδη παρέλθει το πλείστον της φοβεράς νυκτός, ότε, Θεέ μου! -ήτο πραγματικόν ό,τι έβλεπα!- ότε το πτώμα εκ νέου ανεκινήθη, την φοράν δε ταύτην μετά πλειοτέρας ζωηρότητος, καίτοι αναλαμβάνον από βεβαιοτέρου και φρικωδεστέρου θανάτου. Αφ' ικανής ήδη ώρας εκοιτόμην ακίνητος επί του σοφά, καταβιβρωσκόμενος υπό των σφοδροτέρων συγκινήσεων, η ελαχίστη των οποίων ήτο υπέρτατος τρόμος. Το πτώμα, είπα, ανεκινήθη εκ νέου· το ερύθημα ανήρχετο επί του προσώπου μετά παραδόξου ενεργείας, τα μέλη εχαλαρούντο και, μολονότι τα πάντοτε κλειστά βλέφαρα και αι νεκρικαί ταινίαι παρίστων την Ροβέναν ως νεκράν, εφανταζόμην ότι η σύζυγός μου είχεν ήδη εντελώς αναβιώσει, Αλλ' ό,τι απλώς είχα φαντασθή είδα αυτό μετ' ου πολύ πραγματοποιούμενον, ότε η Ροβένα τυλιγμένη διά του σαβάνου ηγέρθη και, ταλαντευομένη, με βήμα ασθενές και τους οφθαλμούς κλειστούς, ως άνθρωπος διατελών εν ονείρω, προέβη μετά θάρρους εν τω μέσω του θαλάμου. Δεν ετρόμαξα, δεν εκινήθην καθόλου· σμήνος ανεκφράστων σκέψεων, παραχθεισών εν εμοί εκ της θέας του ύφους, της στάσεως και του βαδίσματος του φάσματος, εισέρρευσαν με ορμήν εν τω εγκεφάλω μου, με παρέλυσαν, με απελίθωσαν, Την εθεώρουν ακίνητος, ενώ επί των σκέψεών μου εβασίλευε παράφορος αταξία και ανήσυχος ταραχή. Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας. Και τότε ήρχισε ν' ανοίγη βραδέως, βραδέως τους οφθαλμούς.
— Α! Ανεκραύγασα, δεν απατώμαι πλέον! Είναι οι σχιστοί οφθαλμοί, οι μαύροι και παράδοξοι οφθαλμοί του απολεσθέντος έρωτός μου, της λαίδης, της λαίδης Λιγείας!!
Edgar Allan Poe, Weird stories (Αλλόκοτες ιστορίες)
Μετάφραση Νικόλαου Σπανδώνη για τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Φέξη, 1914
Πηγή: Project Gutenberg