Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Τὰ κόκκινα λουστρίνια

Νατάσας Ζαχαροπούλου

Έργο ζωγραφικής αγνώστου

Τὸ σπίτι τους στολιζόταν μὲ κάθε εὐκαιρία, εἶχαν δὲν εἶχαν λόγο γιορτῆς ἢ κάποιας ἐπετείου. Γιὰ τὸ Πάσχα εἰδικότερα ἡ προετοιμασία ξεκινοῦσε πρὶν τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Ἡ ἀρχὴ γινόταν πλένοντας μέσα-ἔξω τὰ παντζούρια, τὰ καφασωτὰ τῶν μεγάλων παραθύρων –οἱ ξυλόστοκοι τῶν ὁποίων, προπολεμικοὶ ὄντες συχνὰ-πυκνὰ ξεκόλλαγαν, ἔμεναν τρίμματα στὸ χέρι– τὰ τζάμια, τὰ ταβάνια μὲ τὴ σκούπα γιὰ τὶς ἀράχνες, ὅπου λόγῳ ὕψους τὸ κοντάρι της χρειαζόταν εἰδικῆς κατασκευῆς προέκταση, ἀλλιῶς ἔπρεπε νὰ τεντώνεσαι κρεμασμένος στὸ κενὸ πάνω στὸ ψηλότερο ξύλινο στενὸ καὶ ἄβολο σκαλὶ τῆς βαρειᾶς σιδερένιας σκάλας· στὸ τέλος ἀσβεστώνονταν τὰ πεζοδρόμια, οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων καὶ οἱ ἀπὸ μαῦρο ἔλατο στύλοι τῆς Ἠλεκτρικῆς Ἑταιρείας, σὲ ὕψος ὣς δυὸ μέτρα ἀπὸ τὴ γῆ. Ἂν μάλιστα τὸ Πάσχα τύχαινε Μάιο, μαζεύονταν τὰ χαλιὰ, οἱ φλοκάτες τοῦ καθημερινοῦ καὶ τῶν ὑπνοδωματίων, οἱ διάδρομοι, οἱ βελέντζες, οἱ μπαστές, τὰ χειροποίητα παπλώματα ἀπὸ πυκνὸ χοντρὸ βαμβάκι ντυμένα μὲ μεταξωτὰ ὑφάσματα, τὰ ὁποῖα καπλαντίζονταν μὲ βαμβακερὰ ὁλόλευκα σεντόνια τὰ ὁποῖα εἶχαν φαρεδειὲς μπορντοῦρες, κεντημένες μὲ ριζοβελονιὰ ἢ κοφτό· θὰ φυλάσσονταν καὶ μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἰουνίου θὰ πήγαιναν στὴ νεροτριβὴ νὰ πλυθοῦν στὸν καταρράκτη μὲ τὴ βοήθεια τῆς πίεσης, τῆς περιδίνησης καὶ τῆς ἀνάδευσης τοῦ νεροῦ νὰ «γίνουνε κουκούλια», κι ὕστερα νὰ στεγνώσουν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο στὰ ὀγκώδη πέτρινα πεζούλια τῆς μεγάλης γέφυρας.
Ἐν συνεχείᾳ ξεκινοῦσε ἡ διακόσμηση: ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα ἢ μικρότερα κόκκινα αὐγά –γυαλιστερὰ ἢ ὑφασμάτινα ἀπὸ βελοῦδο– τὶς γιρλάντες ἀπὸ κίτρινα, μπλὲ σάξ, τσαγαλί, ἐρυθρωπὰ χαρτιά, τὶς βαθυκόκκινες μεταξωτὲς δέστρες στὶς κουρτίνες, ἡ μάνα της κρατοῦσε τὰ ἄδεια κελύφη τῶν αὐγῶν, ἐκείνων ποὺ κάθε πρωὶ ἡ θυγατέρα της ἔπινε ρουφηχτά, μιᾶς μέρας ἀπὸ τὶς κότες τῆς κυρὰ Κοντούλας τῆς αὐγουλοῦς, τῆς δυὸ φορὲς χήρας μὲ τὰ τέσσερα κορίτσια (συφορά της!).
Ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα τὸ τραπέζι τῆς πρόχειρης τραπεζαρίας ποὺ κάθονταν μὲ ἄνεση ἄτομα ὀκτώ, γέμιζε χρωματιστὲς κορδέλες μεταξωτὲς καὶ γκρό, κορδελάκια πολύχρωμα ζίγκ-ζάγκ, νερομπογιές, πινέλα, πινελάκια, κρασοπότηρα ξέχειλα νερό, ψαλίδια μικρά, μεγάλα, κλωστὲς ντὲ μὶ σε καὶ μουλινέ, νήματα λεπτὰ βαμβακερά γιὰ πλέξη μὲ τὸ βελονάκι· ἄρχιζαν τὶς χειροτεχνίες: νὰ ζωγραφίσουνε τὰ τσόφλια, νὰ κόψουν τὶς κορδέλες φτιάχνοτας ἕνα σωρὸ σχέδια καὶ σχήματα, νὰ τὶς κολλήσουν γύρω ἀπὸ τὰ κελύφη, νὰ περάσουν ἀπὸ τὶς ἀκριανὲς τρυποῦλες τους τὶς κλωστὲς ἢ τὰ νήματα, νὰ τὰ κρεμάσουν σὲ κλαριά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μ’ ἐπιμέλεια εἶχαν ἀφαιρεθεῖ τὰ φύλλα κι εἶχαν γιὰ μέρες ξεραθεῖ στὸν ἀέρα καὶ τὸν ἥλιο, νὰ στολίσουνε μ’ αὐτὰ κατόπιν τὰ μεγάλα γυάλινα βάζα κι ἐκεῖνα τὰ μπρούτζινα, τὶς ὀβίδες, ποὺ κάθε τρεῖς καὶ λίγο, χειμώνα-καλοκαίρι, τὶς ἔτριβαν μὲ μπράσσο καὶ μαλακὰ μάλλινα πανάκια ὣς νὰ στράψουν.
Ἐκεῖνο τὸ Πάσχα εἶχαν καταφτάσει κι οἱ συγγενεῖς τοῦ πατέρα ἀπὸ τὴν Πρωτεύουσα σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις· μαζὶ κι ἡ μάνα του, ἡ ὁποία μετὰ ὁμηρικοὺς καυγάδες εἶχε ἀναγκαστεῖ νὰ μετακομίσει στὶς κόρες ἀφήνοντας ἥσυχους γιὸ καὶ νύφη, μὴ καὶ δεῖ ὁ γάμος τους προκοπὴ ἐπιτέλους.
Κατὰ τὸ συνήθειο, κάθε σπίτι ἄνοιγε τὸν λάκκο του γιὰ τὸ ψήσιμο τῶν ἀρνιῶν τῆς οἰκογένειας, συγγενῶν καὶ φίλων, ἔτσι πού, ἂν κι ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, μέχρι τουλάχιστον τὸ ἀπόγευμα ἔλαμπε στὴ λιακάδα, οἱ ὑπόφαιοι καπνοὶ τῆς τσίκνας, ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς πόλης, ἀπὸ κάθε ἅπλα, πυκνοὶ ὑψώνονταν βαρεῖς στὸν οὐρανό, πνίγοντας τὴν ἀνάσα, πεισματικὰ κρατώντας τὸν τόπο γι’ ἄλλη μιὰ μέρα ἄβλεπο καὶ σκοτεινό. Ὄμως, ἐκείνη τὴ χρονιὰ θὰ γιόρταζε μ’ ἕναν παραπάνω τρόπο ἡ πόλη, ἀφοῦ ὁ Δῆμος θὰ διοργάνωνε τὸ «Ρουμελιώτικο Πάσχα», μὲ λάκκους καὶ σουβλιστὰ ἀρνιά, ἄφθονο κρασὶ γιὰ κάθε ντόπιο ἢ περαστικὸ ποὺ τέτοια μέρα ὁ δρόμος θὰ τὸν ἔφερνε ὣς ἐκεῖ. Τὸ γλέντι θὰ λάμβανε χώρα στὸ μεγάλο πάρκο, τὸ «Ζάππειο», ὅπως εἶχε ἐπικρατήσει νὰ τ’ ὀνομάζουν.
Σπίτι τους τὸ ἀρνὶ ψηνότανε στὸν ἠλεκτρικὸ φοῦρνο, ἁλατοπιπερωμένο πάνω σὲ κληματσίδες· τὸ ψήσιμο ξεκινοῦσε μὲς στὴ νύχτα, μετὰ τὸ φαγοπότι τῆς Ἀνάστασης, καὶ διαρκοῦσε ὣς τὴν ὥρα ποὺ, μεσημέρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, θὰ κάθονταν στὸ τραπέζι. Θἄβγαιναν κι ὅσα γαρδουμπάκια εἶχαν περισσέψει ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ, τυλιγμένα μὲ μαεστρία ἀπὸ τὴ μάνα της, ἀλφαδιασμένα σὲ στρώσεις στὸν νταβά, κάνα δυὸ πιάτα περισσευούμενη μαγειρίτσα, τὰ τσουγκρισμένα κόκκινα αὐγὰ ποὺ δὲν εἶχαν φαγωθεῖ μαζὶ μ’ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔσπαζαν ἀνήμερα, θὰ γίνονταν σαλάτα μὲ μπόλικο λαδόξιδο νὰ συνοδέψουν τὸ οὖζο πρὶν τὸ κρασί, παρέα μὲ ραπανάκια, φρέσκα τρυφερὰ κρεμμύδια καὶ νεαρὰ εὐωδιαστὰ σκορδάκια.
Τὸ σῆμα τῆς ἐπίσημης ἔναρξης τοῦ φετινοῦ ἑορτασμοῦ θἄδινε ἡ Φιλαρμονική· ὁ παπποὺς θὰ φοροῦσε τὴν καλὴ στολὴ μὲ τὰ σειρήτια, τὰ διακριτικά τοῦ μαέστρου, τὰ χρυσὰ κορδόνια· θὰ προπορευόταν μὲ τὴν μπαγκέτα ἀνὰ χείρας, θὰ κοιτοῦσε αὐστηρὰ ἴσια μπροστὰ βλέποντας πίσω, ὅπως κάποτε τῆς ἐξομολογήθηκε, ὅταν τὸν ρώτησε γιατί ἦταν πάντοτε τόσο βλοσυρός, καὶ μὴν ἀκούγοντας ἄλλο τίποτε παρὰ τὰ ὄργανα τῆς μπάντας· στὴ συνέχεια θἄλεγε δυὸ λόγια ὁ δήμαρχος κι ὕστερα, πάνω στὸ «Στρογγυλό», τὴ θέση τῆς Μουσικῆς θἄπαιρναν φουστανελλάδες ἀπὸ συγκροτήματα σέρνοντας τοὺς τσάμικους, ὥσπου νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους οἱ μεζέδες κι ἡ ρετσίνα, ν’ ἀνέβουν τὸ κατόπι οἱ νέοι καὶ τὰ κορίτσια σηκώνοντας τὸ κέφι στὰ οὐράνια, νέα εἰδύλλια θὰ πλέκονταν μὲς στὴν κοσμοσυρροή, ἄλλα κρυφὰ θὰ φανερώνονταν, καὶ τὸ γλέντι θὰ κρατοῦσε ὥρα ἀρκετὴ μετὰ ποὺ θἄχε καταναλωθεῖ καὶ ἡ ἔσχατη μπουκίτσα τοῦ τελευταίου ψητοῦ ἀρνιοῦ.
Ὡστόσο, πρὶν πᾶνε στὴν Πλατεία, ἀποφάσισαν οἰκογενειακῶς νὰ περάσουν μιὰ βόλτα ἀπὸ τὴν Κρύα. Ἀνηφορίζοντας ἔφτασαν στὸ γεφυράκι κάτω ἀπ’ τὸ Κάστρο, μὲ τὶς γλιστερὲς πέτρες, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Ξενία. Τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, μετὰ ἕναν βαρὺ μὲ πολλὰ χιόνια χειμώνα καὶ τὴν ἤδη προχωρημένη Ἄνοιξη μὲ τὶς ἀδιάκοπες βροχές, εἶχε ἀνέβει ψηλά, σχεδὸν ἔφτανε στὸ χεῖλος τῆς κοίτης. Μιὰ-δυὸ βροχὲς περισσότερες ἂν εἶχε ρίξει, θἄχε πάρει τροχερὸ τοὺς δρόμους καὶ τὰ καλντερίμια.
Ἡ μάνα της, ὅπως συνήθως, τὴν εἶχε ντύσει φιγουρίνι! Μὲ σκοῦρο μπλὲ παντελόνι μὲ λεπτὲς ἄσπρες ρίγες, λευκὸ πουκαμισάκι ποὺ τὸ τελείωμα του γιακὰ ἦταν κυματιστὸ ἀπὸ τὴν μπλὲ γυαλιστερὴ ζίγκ ζάγκ κορδελίτσα, πανωφόρι μπλὲ ἐλαφρύ, τοῦ ὁποίου τὰ μανίκια στοὺς καρποὺς ἦσαν ραμμένα μὲ βελονιὲς σὰν τοῦ τρυπώματος μ’ ἄσπρο χνουδωτὸ μαλλάκι (γιὰ τὴ συγκεκριμένη περίσταση, ἀφοῦ γι’ ἄλλες φορὲς τὰ ξήλωνε, προσαρμόζοντάς τα μ’ ἄλλο χρωματικὸ συνδυασμό), ἄσπρα-ξέξασπρα σοσόνια καὶ κόκκινα λουστρίνια.

Πόσοι καυγάδες, φωνές, ἀγριάδες, κλάμματα στὸ σπίτι, ἔξω ἀπ’ τὴ βιτρίνα τοῦ ὑποδηματοποιείου κάθε φορὰ ποὺ περνοῦσαν καὶ στέκονταν νὰ τὰ θαυμάσουν, ἀλλὰ καὶ μὲς στὸ μαγαζὶ τοῦ Ροζάνα!
Θ’ ἀγόραζαν ὁπωσδήποτε καινούργια παπούτσια, ὅπως κάθε Πάσχα καὶ Χριστούγεννα. Ἡ μάνα της ἐπέμενε νὰ πάρουν ἄσπρα, νὰ βγάλει καὶ τὸ καλοκαίρι, ἡ ἴδια ἤθελε κόκκινα. Τρεῖς φορὲς μπῆκαν στὸ κατάστημα ἔχοντας ἀπὸ πρὶν καταλήξει σὲ κάποιου τύπου συμφωνία, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ ποὺ ἀντίκρυζε τὰ κόκκινα -τὰ ξεχνοῦσε τὰ πάντα. Τὴν τελευταία φορὰ μάλιστα, ἐπειδὴ χτύπησε τὸ πόδι της στὸ δάπεδο μὲ πεῖσμα κι ὕψωσε τὴ φωνὴ λέγοντας «ὄχι τὰ ἄσπρα!», ἔφαγε μιὰ ξανάστροφη τόσο ξεγυρισμένη ποὺ ὁ μαγαζάτορας μπῆκε στὴ μέση νὰ τὴν γλιτώσει ἀπὸ ἐνδεχόμενες ἑπόμενες, ἐνῶ ἤδη ἡ μάνα της ἔχοντας την ἁρπάξει ἀπ’ τὸ μανίκι, τὴν τραβοῦσε, σέρνοντας σχεδόν, ὣς τὸ σπίτι.
Ὥσπου ἕνα ἀπόγευμα, καθὼς ἀπολάμβανε τὸ κώκ, ποὺ φρεσκότατο τῆς ἔφερε ἀπὸ τὸν Φράγκο τῆς Ταμπάχνας ὁ πατέρας, ὅπως δυό-τρεῖς φορὲς μὲς στὴ βδομάδα τὸ συνήθιζε, τὴν ὥρα ποὺ κι ἐκεῖνος ἔπινε τὸν βαρὺ γλυκό του, τῆς ἀνακοίνωσε πὼς θὰ πήγαιναν ἀργότερα μὲ τὴ μάνα της ν’ ἀγοράσουν τὰ κόκκινα λουστρίνια! Δὲν ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ ἔκρηξη χαρᾶς ποὺ τὴν τίναξαν ἀπ’ τὴν καρέκλα ὣς τὸν ψηλότερο οὐρανό, κι ἂν δὲν τὴν κρατοῦσαν στέρεα τὰ χέρια τοῦ πατέρα της κείνη τὴν ὥρα ἴσως νὰ ταξίδευε ἀκόμα, ἦταν ποὺ ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ τὰ ἑπόμενα, μὴ ἐξαιρουμένης καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, κι ὅλα τὰ πρωινὰ μὲς στὸ σπίτι, τὰ φοροῦσε στὸν ξύπνιο καὶ τὸν ὕπνο, ὥσπου νὰ τῆς τὰ βγάλει ἡ μάνα της μὲ προσοχή, μὴ καὶ τὴν πάρει εἴδηση καὶ ξυπνήσει. Τὰ κόκκινα λουστρίνια μὲ τὴν λουστρινὲ μπαρέτα καὶ τὴν λεπτὴ ἀσημὶ ἐγκράφα!

Τὴν μάγευε τὸ Κάστρο· ὁ πανύψηλος πέτρινος τοῖχος, οἱ πολεμίστρες, οἱ ἱστορίες ποὺ διάβαζε μὲ τοὺς ἱππότες, ἐκεῖνες ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τὴν Βλάχαινα τ’ ἀπογεύματα, τὴν ὥρα ποὺ καθότανε στὸ πεζοδρόμιο, στὴν ψάθινη καρέκλα της, ποὺ κάθε καλοκαίρι τὴν ξανακαινούργιωνε κάποιος καρεκλάς περαστικός ἀπὸ τὴν πόλη τους, πεζός, κουβαλώντας στὸν ἕναν ὦμο τὴν ἀρμαθιὰ μὲ τὰ μακριὰ χόρτα, στὸν ἄλλον τὸ δισάκι μὲ τὰ ἐργαλεῖα, ἢ μὲ τὸ γαϊδουράκι του, φορτωμένο μὲ τὶς ψάθες καὶ τὴν ὑπόλοιπη πραμάτεια· καθόταν ἡ Βλάχαινα μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴν ποδιά της νὰ ξεκουραστεῖ, ἐνόσῳ μὲς στὸ μαγαζί τὰ μηχανήματα γιὰ τὴν παραγωγὴ κι ἐμφιάλωση τῶν ἀνθρακούχων δουλεύαν ἀσταμάτητα, κι ἂν εἶχε κέφι, ἄρχιζε ἱστορίες γιὰ τὰ ξωτικὰ ποὺ βημάτιζαν στοὺς προμαχῶνες τὶς ἀσέληνες νύχτες, τὶς ἀνίσκιωτες κοπέλες ποὺ ἡσυχία δὲν εὕρισκαν στὸν αἰώνιο ὕπνο τους ἀπ’ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ τοὺς εἶχαν τύχει κατὰ τὸν βασανισμένο βίο τους, κι ὅλο μαζεύονταν καὶ τριγύριζαν ἢ χόρευαν μαργιόλικα· κι ἂν τύχαινε νὰ περνάει ἄντρας ἢ μικρὸ παιδὶ ἀπ’ ἐκεῖ κοντά, ἀργὰ μεσάνυχτα ἢ βαθὺ πρωί, κι ἔκανε τὸ λάθος νὰ ρωτήσει, τοῦ ‘παιρναν τὴ φωνή, μὰ ἀκόμη κι ἂν ἁπλῶς κοντοστεκόταν, μπορεῖ νὰ τὸν ἁρπάζανε, παρευθεὶς νὰ τὸν πηγαίνανε στὶς ἀλλόκοτές τους χῶρες…
Ἔτσι, κείνη τὴ μέρα, τῆς καρφώθηκε ἡ ἰδέα νὰ μποῦν μὲ τὶς ξαδέρφες της στὸ Κάστρο. Ἴσως νὰ ἦσαν τυχερές, κι ἂς ἦταν μέρα-μεσημέρι, νὰ συναντούσανε νεράιδες… Συννενοήθηκε μαζὶ τους, μὲ τὴ μεγαλύτερη δηλαδὴ ποὔχαν πέντε χρόνια διαφορά, Θεὸς σ’χωρέστην, καὶ ποὺ ἡ ἔγνοια της, ὅλη της τὴ ζωή, ἦταν μὲ κάθε τρόπο, μὲ κάθε ἀφορμὴ νὰ προσεταιρίζεται τὴ μικρή, μπαίνοντας ἀνάμεσα σ’ ἐκείνην καὶ τὴν ἀδελφή της, μήπως κι ἀποκτήσει στὴν καρδιά της ἐπιτέλους τὴ χρυσὴ προτεραιότητα· ἡ δεκάχρονη τὸ παρουσίασε στοὺς γονεῖς τους σὰν «μιὰ βόλτα ἐδῶ στὸν ἀνήφορο… νὰ ἐδῶ, λίγο πιὸ πάνω…»· «ἄντε πηγαίν’τε» εἴπανε, δὲν ἦταν μέρα νὰ χαλάσουνε χατήρια, νἄχουνε πάλι γκρίνιες γιὰ τὸ τίποτα, «κι ἐλᾶτε γρήγορα! Σὲ πέντε λεπτὰ νἄσαστε ἐδῶ! Θὰ φύγουμε γιὰ τὴν Πλατεία!»
«Πέντε λεπτά»! Πέντε λεπτὰ σχεδὸν χρειάστηκαν ν’ ἀνέβουν…
Καθὼς ἀνηφόριζαν –οἱ σόλες τῶν λουστρινιῶν της γλιστροῦσαν στὸν χωματόδρωμο μὲ τὶς προεξέχουσες ἀκανόνιστες πέτρες– εἶδαν ἕνα ἄνοιγμα στὸν πλαϊνὸ ὀχυρωματικὸ τοῖχο ποὺ ἔχασκε περιμένοντάς τες· ἴσα ποὺ κοιτάχτηκαν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα κι αὐτοστιγμεὶ πήδησαν μέσα!
Τὶ κόσμος! Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ὑπέρψηλη ὀχύρωση, ἀπὸ τὴν ἄλλη θεόρατοι ἄγριοι βράχοι σκαμμένοι μ’ ἀητοφωλιές· πύργοι ὄρθιοι, πυργίσκοι μισογκρεμισμένοι· ἀριὰ καὶ ποῦ χαλάσματα· ἀνήφοροι, κατήφοροι· ποῦ νὰ ἦσαν ἄραγε κρυμμένες οἱ δρυάδες;
Πῆραν ἀπόφαση ν’ ἀνέβουν στὴν κορφὴ τῶν κυματιστῶν λόφων, ὅπου φαινόταν νὰ ξεχωρίζει μικρὸ κτίσμα, πιθανὸν ἐκκλησάκι ἐρημικό. Ἀλλ’ ὅπως περπάταγαν χοροπηδώντας ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ χορτάρια, τὶς μαργαρίτες καὶ τὰ χαμομήλια, ἡ πρώτη, κι ἀμέσως πίσω της οἱ ἄλλες δυό, σὰν νὰ σκόνταψαν, σὰν νὰ χάθηκε τὸ ἔδαφος κάτω ἀπ’ τὰ πόδια τους καὶ νὰ βυθίστηκαν, ἄρχισαν νὰ κυλᾶν, μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς ἡ κατρακύλα τους δὲν θἆχε τέλος. «Μαμά!» στρίγγλισαν, «μανούλα μουυυυ, μαμά μουουυυυ!» συνεχίζοντας νὰ πέφτουν.
Φρέναραν ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη καταπλακώνοντας ἡ τελευταία τὴν πρώτη, ἡ ὁποία εἶχε σκάσει μὲ δύναμη στὶς ψηλὲς, καταπράσινες λυγαριὲς, οἱ ὁποῖες ἀγκάλιαζαν δυὸ-τρία πεύκα κι ἄλλα δύο θεόρατα κυπαρίσσια, ἐνῶ ἀπ’ τὰ παχιὰ κλαριὰ πετάχτηκαν αἰφνιδιασμένα σμάρια κλέφτες κατάλευκοι καὶ πεταλοῦδες καφετιὲς μὲ πορτοκαλὶ καὶ κίτρινες πιτσίλες.
Γιὰ λίγο μετὰ τὸ ἀκαριαῖο ἐκεῖνο ξάφνιασμα, δὲν ἀκούγονταν παρὰ τὰ πουλιά, τῶν ὁποίων τὰ γλυκορρήμονα κελαδήματα συναγωνίζονταν τὶς ἀπόμακρες πλὴν ὁκοκάθαρες κουβέντες τῆς γλωσσοκοπάνας Ἕρκυνας. Κοιτάχτηκαν ἀλαφιασμένες, ἀναμαλλιασμένες ὅπως ἦσαν κι ἡ μεγαλύτερη ἄρχισε αἴφνης νὰ γελᾶ· ὕστερα ἡ ἄλλη, μετὰ ἡ τρίτη, ἡ μικρότερη-λύθηκαν σὲ γέλια, πέσαν τ’ ἀνάσκελα στὴ γῆ ξεκαρδισμένες! Οἱ παλάμες τους κιτρινοπράσινες, καθὼς προσπαθούσανε νὰ κρατηθοῦν ἀπ’ τὰ φυτὰ καταβουτώντας, τὰ ροῦχα τους γεμάτα ἀγκάθια, λασπωμένα ἀπ’ τὸ βρεγμένο χῶμα καὶ τὴν ὀλίσθηση στὰ ὁλοτρύφερα, ἀνάνθιστα ἀκόμη σπάρτα.
Ἀπὸ τὴ ραφὴ τοῦ δεξιοῦ μπατζακιοῦ τοῦ μπλὲ παντελονιοῦ της ἄκρη μ’ ἄκρη ἔχασκε γδαρμένο, μὲς στὰ αἵματα τὸ γόνατό της· τὰ κόκκινα λουστρίνια;… Γύρω-γύρω ἀκανόνιστοι θαμποὶ λεκέδες, ποὺ ἀμυδρὰ θύμιζαν πλέον τὸ θαυμάσιο λουστρᾶτο κόκκινο χρῶμα· σὺν τοῖς ἄλλοις, μὲ μαῦρες ἔντονες γραμμὲς τριγύρω λὲς κι εἴχανε βαφτεῖ μὲ κατάμαυρο στουπέτσι· οἱ μπαρέτες κομμένες, οἱ ἄκρες τους δεμένες στὶς ἐγκράφες… Τὰ κόκκινα λουστρίνια! Τὰ κοίταζε κι ἐνδιάμεσα τοῦ γέλιου τῆς ἐρχόταν μαῦρο κλάμα! Ἡ μάνα της… Οὐαὶ κι ἀλλοίμονό μου! ρίγησε.
Μὲς στὴν ἀπελπισία της κοίταξε γύρω: τὰ θεόψηλα κοφτερὰ κατακόρυφα ἄγρια βράχια τῆς φάνηκαν πιὸ ἄγρια καὶ πιὸ ψηλά, οἱ ὀγκώδεις πέτρες μοιάσαν μεμιᾶς γιγάντειες. Ἀνακάθισε ἐλαφρῶς, πῆρε βαθειὰν ἀνάσα· γύρισε τὸ κεφάλι πρὸς τὰ πίσω: λίθινα σκαλιὰ καὶ στὸ τελευταῖο μιὰ πόρτα ξύλινη· μισάνοιχτη… Πῶς δὲν τἄχαν δεῖ προηγουμένως; Πάνωθε καταγαλάζιος ὁ οὐρανός, ὁλοκάθαρος, δὲν ἔφτανε ἡ τσίκνα μὲς στὸ Κάστρο, μοσχομύριζε λαχταριστὸ χορτάρι. Ἐκείνη ἡ πόρτα… Τὴν φώναζε, τὴν καλοῦσε, τῆς φάνηκε πὼς πίσω της κάποιος νὰ περιμένει… Πετάχτηκε σὰν ἐλατήριο: «Πᾶμε» εἶπες στὶς ἄλλες, «Σηκωθεῖτε! Πᾶμε!»
Ἀριστερότερα, ἀνάμεσα στοὺς θάμνους, σὰν τεντωμένο φίδι ξεχώριζε ἕνα μονοπατάκι. Τίναξαν τὰ χώματα ἀπὸ πάνω τους βιαστικά, σιάξαν τὰ ροῦχα τους πρόχειρα, κοιτάζοντας ποῦ πατοῦν ἔφτασαν ὣς ἐκεῖ, ξεκίνησαν ν’ ἀνηφορίζουν…
Ἀφοῦ εἶχαν ἀνέβει ἀρκετά, ἔτσι ποὺ τὰ κεφάλια τους μὲς ἀπὸ τὸ πυκνόφυτο νὰ διακρίνονται πιά, ἄκουσαν φωνές, τὰ ὀνόματά τους, εἶδαν ἕνα τσοῦρμο ἐνήλικες σκορπισμένους δῶθε-κεῖθε νὰ κουνᾶνε χέρια, ἡ μάνα, ὁ πατέρας της (εὐτυχῶς ἦταν κι ὁ πατέρας της ἐκεῖ!), οἱ θεῖοι, κι ἄλλοι ποὺ δὲν γνώριζε… «Ἀλίμονό μας!» εἶπαν κι οἱ τρεῖς τους μ’ ἕνα στόμα.
Ἔτρεξαν, θέλαν δὲν θέλαν ἔτρεξαν πρὸς τὰ ‘κεῖ, τρέξανε μ’ ὅσην ἀνάσα εἶχαν· καθὼς πλησίασαν ἀρκετά, εἶδε τὴ μάνα της ποὺ ‘ρχόταν καταπάνω της μὲ ἄγριες διαθέσεις· εὐτυχῶς, λιγάκι πιὸ μπροστὰ στεκόταν ἡ ἀγαπημένη θειά της· ἔπεσε πάνω της. Τὴν ἀγκάλιασε, σφίχτηκε στὴ μέση της: «Βρὲ παιδάκι μου!... Βρὲ ζουλαπάκι μου!...» τῆς ἔλεγε ἐκείνη, χαϊδεύοντας τὰ μαλλιά της μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο ἔκανε νόημα κρατώντας τὴ μάνα της σὲ ἀπόσταση. Μὲ τὸ ποὺ σιγουρεύτηκε πὼς δὲν κινδύνευε, γυρίζοντας τὸ μισό της πρόσωπο, βγάζοντας ἀπὸ τὴν πλισὲ γαλάζια φούστα τῆς θείας τὸ ἕνα μάτι, τὸ μισὸ στόμα: «Μαμά…» εἶπε, «καὶ τ’ ἄσπρα νἄχαμε πάρει, ἴδια χάλια μὲ τὰ κόκκινα θά ‘χανε γίνει…»


Copyright © Νατάσα Ζαχαροπούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο ζωγραφικής αγνώστου.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα